Για την έρευνα που ξεσήκωσε «θύελλες» στην πολιτική σκηνή και η οποία δείχνει αυξημένη θνητότητα για τις νοσηλείες εκτός ΜΕΘ και τις νοσηλείες εκτός Αττικής μίλησαν σήμερα ειδικοί της επιστημονικής κοινότητας.
Οι ειδικοί εξήγησαν τα επιστημονικά ευρήματα του κ. Λύτρα και του κ. Τσιόδρα και μίλησαν για τις χρόνιες παθογένειες στο ΕΣΥ.
Μάλιστα ο συνεργάτης του κ. Τσιόδρα με τον οποίο ο επικεφαλής της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων συνυπογράφει το επιστημονικό review έδωσε σήμερα συνέντευξη στην Καθημερινή στην οποία τονίζει πως τα στοιχεία είχαν μοιραστεί με αξιωματούχους τον Μάιο.
«Ακριβώς, αφού τότε κάναμε την ανάλυση αυτή, βεβαίως τη μοιραστήκαμε από τότε».
Ο επιστήμονας μάλιστα σε ερώτηση για το πώς αντιμετωπίστηκε αυτή η μελέτη, απάντησε τα εξής:
«Δεν μπορώ να σας πω κάτι περισσότερο γι’ αυτό. Αυτό που θέλω να τονίσω εγώ είναι το εξής, ότι εμείς ως επιστήμονες της δημόσιας υγείας έχουμε μια διαφορά από πολλούς άλλους επιστήμονες, κάνουμε εφαρμοσμένη έρευνα. Έρευνα δηλαδή που μεταφράζεται σε πρακτικά συμπεράσματα, τα οποία μπορείς κανείς να πάρει για να βελτιώσει τη δημόσια υγεία. Αν λοιπόν εμείς είχαμε κάνει αυτή την ανάλυση και δεν είχαμε ενημερώσει τους αρμόδιους να λαμβάνουν αποφάσεις, παρά μόνο είχαμε στείλει τα δεδομένα για δημοσίευση και δεν το λέγαμε σε κανέναν και το αποκαλύπταμε τώρα, θα ήμασταν εμείς υπόλογοι. Άρα όπως έγραψα, ενημερώσαμε, και δη στο ανώτατο επίπεδο».
Από την πλευρά του, ο καθηγητής πνευμονολογίας, Θεόδωρος Βασιλακόπουλος, ανέφερε πως του έκανε τρομερή αίσθηση πως στα ΜΜΕ δεν έχει παίξει το κύριο εύρημα της έρευνα που είναι πως η θνητότητα εντός ΜΕΘ που έχουμε στην Ελλάδα είναι περίπου 63,5 % η οποία είναι διπλάσια με τη θνητότητα που παρατηρείται σε άλλες χώρες της Δύσης.
«Πρέπει να ερμηνεύσουμε με σοβαρότητα που οφείλεται αυτή η θνητότητα», ανέφερε παραθέτοντας τρεις λόγους.
Τρεις λόγοι για την μεγάλη θνητότητα στην Ελλάδα
• «Ακόμη και με διπλάσια κρεβάτια σε ΜΕΘ, έχουμε πολύ λιγότερα από άλλες χώρες, με πολύ πιο ισχυρά συστήματα Υγείας. Πριν την πανδημία είχαμε περίπου 5,5 κρεβάτια ανά 100.000 πληθυσμού, όταν η Γερμανία είχε 30. Είχε εξαπλάσια από εμάς. Άρα, η μέση βαρύτητα των ασθενών που εισάγονται σε εντατική θεραπεία στην Ελλάδα είναι πολύ μεγαλύτερη, μπαίνουν ασθενείς που είναι πολύ πιο βαριά. Στις εντατικές στο εξωτερικό είναι διασωληνωμένοι γύρω στο 55%-60%, σε εμάς είναι οι περισσότεροι. Είναι πιο βαριά, γιατί έχουμε λιγότερα κρεβάτια».
• «Από τους καθοριστικότερους παράγοντες έκβασης της εντατικής θεραπείας είναι η αναλογία νοσηλευτών προς ασθενείς. Στα πολύ προηγμένα κράτη υπάρχει 1 νοσηλευτής για 1 ασθενή. Εμείς διαχρονικά έχουμε σε βάρδιες έναν νοσηλευτή για 6 ασθενείς. Έχουμε τρομερή υποστελέχωση σε νοσηλευτές, διαχρονικά. Είναι σημαντικό όχι μόνο γιατί αυξάνεται η προσοχή στον άρρωστο, αλλά γιατί μειώνεται πάρα πολύ η επαφή του ίδιου νοσηλευτή με πολλούς ασθενείς, άρα η μετάδοση ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων»
• «Δεν γίνεται να αναπτυχθούν τόσο γρήγορα τόσο εξειδικευμένες υπηρεσίες. Υπερδιπλασιάσαμε τις κλίνες ΜΕΘ. Δεν γίνεται να τις στελεχώσεις πλήρως, σωστά και με έμπειρο εκπαιδευμένο προσωπικό»
Από την πλευρά του ο καθηγητής Λοιμωξιολογίας και μέλος της επιτροπής εμπειρογνωμόνων, Χαράλαμπος Γώγος, ανέφερε πως το θέμα απασχολεί γενικά την ιατρική κοινότητα.
Είναι δύο πράγματα πρωτοφανή:
«Είναι δεδομένο ότι στα βαριά νοσήματα χρειάζεται Μονάδα Εντατικής Θεραπείας» στην ΕΡΤ και πρόσθεσε:
«Το θέμα της κάλυψης των νοσοκομείων και πολύ περισσότερο την περίοδο της πανδημίας μας απασχολεί χρόνια. Είναι δύο πράγματα που είναι προφανή. Οι γιατροί που δουλεύουν στα νοσοκομεία και βλέπουν από κοντά τα προβλήματα τα έχουν καταθέσει και στην εκπομπή σας.
Το ένα θέμα είναι το πρόβλημα της υποστελέχωσης του προσωπικού του ΕΣΥ ιδιαίτερα σε κρίσιμες περιοχές όπως οι ΜΕΘ. Αυτό είναι ένα χρόνιο πρόβλημα και σχετίζεται και με την έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού με το γνωστό brain drain που απασχολεί τη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Το άλλο θέμα είναι η κατανομή του προσωπικού που είναι συσσωρευμένο στα μεγάλα αστικά κέντρα», δήλωσε ο κ. Γώγος.
Προβλήματα στα μικρά περιφερειακά νοσοκομεία
Όπως τόνισε ο κ. Γώγος, τα δεδομένα της μελέτης που καταγράφει 87% θνητότητα όταν η νοσηλεία των ασθενών με κορωνοϊό γίνεται εκτός ΜΕΘ, θα ήταν καλύτερη αν η μελέτη συμπεριλάμβανε την Πάτρα, Aλεξανδρούπολη και Ιωάννινα όπου υπάρχουν μεγάλα πανεπιστημιακά νοσοκομεία. «Πάσχουμε στα μικρά περιφερειακά νοσοκομεία όπου υπάρχει έλλειψη προσωπικού και σε ορισμένες περιπτώσεις η υποδομή και ο εξοπλισμός είναι προβληματικός».
Πρόσθεσε, μάλιστα, «είναι δεδομένο ότι στα βαριά νοσήματα χρειάζεται Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Θα πρέπει να γίνει μια καταγραφή του τι γίνεται στη χώρα μας. Να υπάρχουν δείκτες ποιότητας στα νοσοκομεία μας και να μπορέσουμε να καλύψουμε τα κενά με ψυχραιμία και ειλικρίνεια. Κάποια στιγμή αυτά πρέπει να διορθωθούν».
Η πίεση στις κλινικές επηρεάζει την ποιότητα των υπηρεσιών – Να δούμε την στελέχωση προσωπικού
Δίνοντας συνέχεια στο θέμα ανέφερε ότι την περίοδο της πανδημίας το σύστημα πιέστηκε και όλα τα προβλήματα φάνηκαν ακόμα περισσότερο όχι μόνο στις ΜΕΘ αλλά και στις κανονικές κλίνες νοσοκομείων.
«Όσο μεγαλύτερη είναι η πίεση σε μια κλινική Covid ή μη, σίγουρα θα επηρεαστεί και η ποιότητα των υπηρεσιών», διευκρινίζοντας ότι οι μεγάλες ελλείψεις εντοπίζονται στο νοσηλευτικό προσωπικό.
«Να δούμε τη στελέχωση με εξειδικευμένο νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό, ιδιαίτερα σε περίοδο πανδημίας. Να δούμε τα κενά που υπάρχουν και να έχουμε και έτοιμες λύσεις σε περιόδους κρίσεων» είπε και προειδοποίησε ότι «αν αυξηθούν τα περιστατικά της παραλλαγής Όμικρον που πιέζουν το σύστημα υγείας, πάλι θα βρεθούμε σε τέτοιες δυσκολίες. Θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε και τη ροή των ασθενών, σε συνδυασμό με τον εμβολιασμό».