Quantcast

«Μάξιμος Σαράφης»: Αυτό είναι το γραφείο που έκλεινε τα ραντεβού με τα θύματα (Φώτο)

Στο φως της δημοσιότητας εικόνες από το γραφείο όπου συναντιόταν με τα θύματα του ο πρωταγωνιστής του κυκλώματος που διέπραττε απάτες σε βάρος επιχειρηματιών, «Μάξιμος Σαράφης»

Στην οδό Πανεπιστήμιου βρίσκεται το γραφείο όπου πραγματοποιούσε τα ραντεβού με τα θύματα του ο «Μάξιμος Σαράφης», ο προσταευόμενος μάρτυρας για την υπόθεση Novartis που κατηγορείται για συμμετοχή σε εγκληματική που εξαπατούσε επιχειρηματίες.

Μάλιστα όπως φαίνεται και στις παρακάτω φωτογραφίες στο γραφείο υπάρχουν κάμερες ενώ στο κουδούνι δεν αναγράφεται κάποιο όνομα.

Mάλιστα στο συγκεκριμένο γραφείο η ΕΛΑΣ πραγματοποίησε έρευνα και προχώρησε στην κατάσχεση ορισμένων εγγράφων.

Σημειώνεται ότι σε βάρος του ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος και πλημμελήματος και ο ίδιος αρνείται τις κατηγορίες που τον βαραίνουν οι οποίες αφορούν σε σύσταση εγκληματική οργάνωσης, απάτη, πλαστογραφία και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητας. Ο ίδιος ζήτησε και πήρε προθεσμία για το ερχόμενο Σάββατο, προκειμένου να απολογηθεί.

 

Πώς δρούσαν οι «σωτήρες» που «δάγκωναν» επιχειρηματίες

Ανθρώπους του «επιχειρείν» που είχαν ανάγκη δανεισμού για την επιχείρησή τους στόχευε το κύκλωμα που διέπραττε απάτες, στο οποίο κατηγορείται ότι συμμετείχε ο προστατευόμενος μάρτυρας στην υπόθεση Novartis, «Μάξιμος Σαράφης».

Οι αστυνομικοί εκτός από τον «Σαράφη» συνέλαβαν ακόμα δύο Έλληνες, οι οποίοι φέρονται να δρούσαν μαζί του τουλάχιστον τα τελευταία δύο χρόνια.

Σύμφωνα με την Αστυνομία, εμφανίζονταν ως οι «σωτήρες» τους από τις δυσχερείς οικονομικές διεθνείς συνθήκες, οι οποίες είχαν εκμηδενίσει την πιστοληπτική τους ικανότητα και επακόλουθα τη δυνατότητα χρηματοδότησής τους από εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Συγκεκριμένα, αναζητούσαν επιχειρηματίες που επιθυμούσαν να λάβουν κάποιο δάνειο, πλην όμως δεν διέθεταν τα εχέγγυα δανειοδότησης από τα εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Πρότειναν λοιπόν ως εναλλακτική λύση την απευθείας δανειοδότησή τους από τραπεζικά ιδρύματα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων ή με μεσιτεία της ανύπαρκτης εταιρείας, για την οποία παρουσίαζαν στα θύματά τους φανταστικές περιπτώσεις επιτυχούς δανειοδότησης άλλων ελληνικών επιχειρήσεων.

Μάλιστα, για να είναι απόλυτα πιστευτοί, είχαν αναπτύξει έναν πολυεπίπεδο μηχανισμό, ο οποίος λειτουργούσε ανασταλτικά σε περίπτωση ανακάλυψης της παράνομης δράσης τους, καθώς κατά περίπτωση ενεργοποιούσαν διαφορετικό «εργαλείο», το οποίο καθησύχαζε τον εκάστοτε αμφισβητία και παρείχε στην οργάνωση πίστωση χρόνου.

Ενδεικτικά, ο μηχανισμός αυτός περιελάμβανε δημιουργία ιστοσελίδων, δημιουργία λογαριασμών ηλεκτρονικών ταχυδρομείων υποτιθέμενων στελεχών της ανύπαρκτης εταιρείας, δημιουργία εταιρειών «ασφάλισης δανείων» με έδρα τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, δημιουργία και διαχείριση τραπεζικών λογαριασμών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, κατάρτιση και διάθεση πλαστών πιστοποιητικών, οπτικό υλικό σε υποτιθέμενα γραφεία με πρόσωπα του διοικητικού συμβουλίου της ανύπαρκτης εταιρείας κι άλλες ευρηματικές ενέργειες.

Το κέρδος από την προαναφερθείσα εγκληματική δραστηριότητα προέρχονταν κυρίως από την είσπραξη, από τα θύματα, της αμοιβής του αρχηγικού μέλους, ως άμεσου εκπροσώπου της ανύπαρκτης εταιρείας στη χώρα μας, καθώς και των χρημάτων που «απαιτούνταν» για την ασφάλιση του υποτιθέμενου δανείου και των συνεπαγόμενων φόρων προς τη «φορολογική Αρχή των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων».

Από την μέχρι στιγμής έρευνα έχουν εξιχνιαστεί επτά περιπτώσεις απάτης, από τις οποίες τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης αποκόμισαν 800.000 ευρώ περίπου, ενώ η επαπειλούμενη ζημία ξεπερνά το 1.000.000 ευρώ.

Πιο αναλυτικά, ηγετικό ρόλο στη δράση της εγκληματικής οργάνωσης κατείχε συλληφθέν μέλος με μακροχρόνια επαγγελματική σταδιοδρομία, ως σύμβουλος επιχειρήσεων, marketing, επενδύσεων κ.λπ.

Μέσω του εύρους του κοινωνικού και επαγγελματικού του κύκλου, αναζητούσε υποψήφιους δανειολήπτες, συνήθως ιδιοκτήτες επιχειρήσεων, οι οποίοι δεν διέθεταν τα εχέγγυα δανειοδότησης από τα εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Στη συνέχεια, εκμεταλλευόμενος τη δεινή οικονομική τους θέση ή την ανάγκη τους για άμεση επιχειρηματική ανάπτυξη, παρουσίαζε ως εναλλακτική λύση τη δανειοδότησή τους απευθείας από τραπεζικά ιδρύματα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων ή με μεσιτεία της ανύπαρκτης εταιρείας, της οποίας εμφανιζόταν ως εκπρόσωπος στη χώρα μας.

Οι άλλοι δύο συλληφθέντες, εμφανίζονταν ως συνεργάτες του αρχηγικού μέλους και ως γνώστες των ιδιαίτερων συνθηκών των οικονομικών συναλλαγών στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και δη της ανύπαρκτης εταιρείας. Ένας από αυτούς μάλιστα, για να ενισχύσει την εικόνα της αυθεντίας, ισχυριζόταν ότι ζούσε στη χώρα επί σειρά ετών ή πως η σύζυγός του εργαζόταν στην εν λόγω ανύπαρκτη εταιρεία αντίστοιχα, αναλαμβάνοντας ρόλο μεσολαβητή, έτοιμος να δώσει λύσεις σε όποιο πρόβλημα ανέκυπτε.

Επίσης, διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στην πλαστογραφία των εγγράφων που χρησιμοποιούνταν από την εγκληματική οργάνωση, καθώς στην κατοχή του βρέθηκαν σφραγίδες εταιρειών και προσώπων, μήτρα σφραγίδας με αποσπώμενα ψηφία-ελληνικούς και λατινικούς χαρακτήρες, εντυπώματα υπογραφών, διάφορες εκτυπώσεις logo εταιρειών και υπογραφών στελεχών, τεμάχια χάρτου σφραγίδων εταιρειών και υπογραφών στελεχών τους επικολλημένα σε κόλλες Α4 κ.λπ.

Από τους συγκατηγορούμενους, τρεις (3) αλλοδαποί εμφανίζονταν ως στελέχη της ανύπαρκτης εταιρείας και καθησύχαζαν τα θύματα σε περίπτωση αμφιβολιών για το έγκυρο της διαδικασίας, ενώ η τέταρτη συγκατηγορούμενη, διαχειριζόταν τους τραπεζικούς λογαριασμούς, όπου κατέληγαν τα χρήματα των θυμάτων.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, πέραν της ανύπαρκτης εταιρείας και προκειμένου το όλο εγχείρημα να φανεί ακόμα πιο αληθοφανές, τα μέλη της οργάνωσης είχαν συστήσει και ασφαλιστικές εταιρείες στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, στους τραπεζικούς λογαριασμούς των οποίων κατατίθονταν από τα θύματα, τα χρηματικά ποσά που αφορούσαν στα έξοδα δανείου.

Όλη η διαδικασία λάμβανε χώρα κατόπιν υποδείξεων του αρχηγικού μέλους και των συνεργών του, οι οποίοι σε διάφορες φάσεις της εγκληματικής τους δράσης παρέδιδαν στα θύματά τους πλαστογραφημένα έγγραφα, παραστατικά και πιστοποιητικά, με τα οποία τους έπειθαν για το έγκυρο και νόμιμο των δραστηριοτήτων τους.

Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στην αρμόδια εισαγγελική Αρχή, ενώ οι έρευνες, για τη διακρίβωση του πλήρους εύρους της εγκληματικής τους δραστηριότητας, συνεχίζονται.»