Μαρτυρία παιδιού για την τραγωδία στο Μάτι: «Μαμά, θέλω να κοιμηθώ για πάντα»

ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΟΙ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΠΑΛΕΥΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΚΑΙΩΣΗ

Τραγικές ήταν οι στιγμές για όλους όσοι βίωσαν τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι.

 

Δύο χρόνια συμπληρώνονται από την ανείπωτη τραγωδία με την πυρκαγιά στο Μάτι και τους 102 νεκρούς.

 

Ωστόσο, θύματα της πύρινης λαίλαπας που σάρωσε τα πάντα στο πέρασμά της δεν ήταν μόνον οι 102 συμπολίτες μας που βρήκαν τραγικό θάνατο, αλλά και όλοι εκείνοι που έδωσαν τη δική τους προσωπική μάχη, είτε για να σώσουν τις περιουσίες τους είτε για να σώσουν ανθρώπινες ζωές.

 

Ένα από αυτά τα πρόσωπα είναι και η Αγνή Γκαντώνα, σύζυγος του δημάρχου Ραφήνας-Πικερμίου Βαγγέλη Μπουρνούς, η οποία για πρώτη φορά μετά από δύο χρόνια μίλησε στο irafina.gr για τις εφιαλτικές στιγμές που έζησε εκείνη την ημέρα του Ιουλίου μαζί με τα παιδιά της και τους άρρωστους γονείς της. Τα όσα διηγήθηκε στην τοπική ιστοσελίδα προκαλούν σοκ.

 

Φωτιά στο Μάτι: «Εικόνα Αποκάλυψης»

«Βλέπω κόσμο να βγαίνει από τα σπίτια του σαν τα μυρμήγκια, έτρεχαν, φώναζαν. Με βλέπει ένας γείτονας καθώς κατεβαίναμε προς την Αργυρή Ακτή και μου λέει: γρήγορα γρήγορα η φωτιά έχει περάσει στο Μάτι. Κατεβαίνω πανικόβλητη, άρχισαν να τρέμουν τα χέρια μου, σήκωσα τους δικούς μου και αυτοί ήταν ανήσυχοι γιατί είχε αρχίσει να μυρίζει, αρχίσαμε να κλείνουμε τα παράθυρα, κάποια στιγμή έπεσε και το ρεύμα, κι εκεί καταλάβαμε ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά. Καθώς βγήκαμε έξω για να φύγουμε, ήταν εικόνα Αποκάλυψης… Ένα πορτοκαλοκόκκινο πέπλο πάνω από το κεφάλι μας, σαν μια τεράστια μπάλα πύρινη, γύρω γύρω μαύροι καπνοί, έντονα να μυρίζει, να πέφτουν κάφτρες. Καταλάβαμε ότι ήταν πάρα πολύ κοντά μας», λέει η κυρία Γκαντώνα.

 

Οι σκηνές πολέμου

 

«Ενστικτωδώς, όλοι τρέξαμε προς τη θάλασσα επειδή είχαμε μαζί μας ηλικιωμένους ανθρώπους. Σχεδόν χρειάστηκε να τους κουβαλήσουμε στα χέρια, γιατί κάποιοι είχαν προβλήματα κινητικά. Ήταν όλοι τρομαγμένοι, με μια απορία γιατί δεν γνωρίζαμε τίποτα. Όλοι νιώθαμε ότι ερχόταν ένα κακό για το οποίο κανείς δεν μας προειδοποίησε, κανένας δεν μας προετοίμασε και δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τι μπορεί να φταίει. Εγώ, για να σας πω την αλήθεια, επειδή έχω ζήσει πολλά χρόνια στο Μάτι και έχουμε περάσει και άλλες καταστάσεις με φωτιές που έχουν φτάσει κοντά, δεν μπορούσα να πιστέψω ότι δεν λειτουργούσε τίποτα. Νόμιζα ότι κάτι μεγαλύτερο έχει συμβεί, ότι έχουμε πόλεμο, ένιωθα πανικό, τρόμο, αλλά ταυτόχρονα ένιωθα ότι πρέπει να είμαι δυνατή για να προστατεύσω ανθρώπους που είναι πιο αδύναμοι από μένα, τα παιδιά, οι γονείς, οι γείτονες. Ήταν χαοτικό, νόμιζες ότι βρισκόσουν σε σκηνικό πολεμικής ταινίας. Ακούγαμε εκρήξεις, σειρήνα δεν ακούσαμε καμία, δεν ξέρουμε τον λόγο, ακούγαμε φωνές ανθρώπων να ζητούν βοήθεια, “τρέξτε”, “καιγόμαστε” και ονόματα… Αυτό ήταν το πιο τραγικό… Ερχόταν στην παραλία και φώναζε τα ονόματα των παιδιών του, των δικών του ο καθένας», είπε η κ. Γκαντώνα μιλώντας στο irafina.gr.

Και συνεχίζει τη συγκλονιστική περιγραφή της: «Μέσα σε λίγα λεπτά πρέπει να μαζεύτηκαν γύρω στα 400 άτομα σε αυτόν τον μικρό χώρο στην Αργυρά Ακτή, όλοι έντρομοι, άλλοι με εγκαύματα στα πέλματα γιατί έφυγαν πανικόβλητοι, ξυπόλητοι, γιατί κυριολεκτικά τους έπιασε στον ύπνο η φωτιά. Ενώ όταν φύγαμε εμείς δεν καιγόταν το σπίτι μας, η γειτονιά μας, τη φωτιά τη βρήκαμε εδώ κάτω. Καίγονταν τα πεύκα, ο Κάβος, η τέντα της ταβέρνας, ξαφνικά ο αέρας, ενώ ήταν ήδη δυνατός, άρχισε να φυσάει μανιασμένα. Ο μεγάλος μας εχθρός πλέον δεν ήταν τόσο η φωτιά, γιατί είχαμε μπει στη θάλασσα, δεν είχαμε πού αλλού να προστατευτούμε, αλλά ο καπνός, που ακόμα και τώρα που σας μιλάω μου έρχεται η αίσθηση και το πνίξιμο του καπνού στον λαιμό και στα μάτια, και αναγκαζόμασταν να βουτάμε το κεφάλι μας στο νερό για να αποφύγουμε τις κάφτρες. Γιατί όλα τα πεύκα που έπεφταν πάνω από τη θάλασσα τόσα χρόνια φλέγονταν, φλεγόταν όλη η Ακτή, είχαμε κυκλωθεί από τη φωτιά, πουλιά έπεφταν δίπλα μας φλεγόμενα, και ξαφνικά, ενώ ο καπνός πύκνωνε, κρατούσα τα παιδιά μου και δεν τα έβλεπα, κρατούσα τους γονείς μου και δεν τους έβλεπα, μόνο από τη φωνή ρωτούσαμε ο ένας τον άλλον αν είναι καλά, έρχονταν γείτονες και φώναζαν “παιδιά, είστε εδώ; Είστε καλά; Τον είδατε τον τάδε;”. Δεν ήξερα αν θα βγούμε ζωντανοί από εκεί, νομίζαμε όλοι ότι θα πεθάνουμε, οι συνθήκες ήταν τόσο τραγικές που δεν ξέραμε αν θα επιβιώσουμε από αυτό».

«Καταλάβαμε λοιπόν ότι η μόνη διαφυγή μας είναι από τη θάλασσα και απορούσαμε πώς και τόση ώρα δεν μας έχει εντοπίσει κανείς. Οι ώρες περνούσαν, είχαμε χάσει επαφή με τον χρόνο, οι δυνάμεις μας τελείωναν, βγάλαμε τους ηλικιωμένους στην ακτή όταν σταμάτησε η φωτιά και ο αέρας κόπασε λίγο, πήραμε τις καρέκλες από την ταβέρνα και τις τοποθετήσαμε στην άκρη της θάλασσας ώστε να κάτσουν οι ηλικιωμένοι, αλλά τα πόδια τους να βρίσκονται μέσα στο νερό, πήραμε επίσης τα τραπεζομάντηλα από τα τραπέζια και αφού βγάλαμε τις βρεγμένες μπλούζες από τους ηλικιωμένους, τους τυλίξαμε με αυτά και πραγματικά ένιωσαν μια μικρή αίσθηση ασφάλειας και ανακούφισης. Κάποιοι είχαν ξαπλώσει στην παραλία σκασμένοι από τον καπνό».

 

«Μαμά, θέλω να κοιμηθώ για πάντα»

«Κάποιοι έλεγαν ότι θα φύγουν και κάποια στιγμή το δικό μου το παιδί μου είπε “μαμά, θέλω να κοιμηθώ για πάντα”, και έχασε τις αισθήσεις του. Νόμιζα ότι μας άφησε. Το πήρα αγκαλιά και το ακούμπησα σε ένα τραπέζι προσπαθώντας να το συνεφέρω, δεν μπορούσα να βρω τον σφυγμό του μέσα στον πανικό, νόμιζα ότι “έφυγε”», περιγράφει η κυρία Γκαντώνα για τις εφιαλτικές στιγμές που έζησε.

 

«Για τους συγγενείς των νεκρών, όχι μόνο αυτών που έφυγαν στην αρχή του κακού αλλά αυτών που έφυγαν μετά, είναι ένα τεράστιο γιατί. Γιατί μας εγκατέλειψαν ενώ θα μπορούσαν να έχουν σωθεί, υπήρχαν άνθρωποι που πνίγηκαν στην προσπάθειά τους να απομακρυνθούν από τη φωτιά και τους παρέσυρε το κύμα. Σιγά σιγά μετά από πολλές ώρες, το βράδυ, γύρω στις έντεκα, ξαφνικά είδαμε φώτα, μικρά βαρκάκια, εθελοντές που είχαν μια βάρκα και ήρθαν στο λιμανάκι μας και δεν μπορούσαμε να ανέβουμε στις βάρκες. Είδαμε και κάποιους αστυνομικούς από την ομάδα ΔΙΑΣ που πλησίασαν και προσπαθούσαν να συντονίσουν την επιβίβαση στα βαρκάκια. Με πολλή αξιοπρέπεια αφήσαμε χώρο στα παιδιά και στους ηλικιωμένους και ανθρώπους που είχαν πιο πολύ ανάγκη από εμάς. Εμείς με τα παιδιά μου μείναμε συνειδητά με τους τελευταίους, ο ένας βοηθούσε τον άλλον», συνεχίζει.

 

«Αγνή, έχω να σου πω κάτι πολύ δυσάρεστο»

«Ανεβήκαμε 18 άτομα στη βάρκα με πολύ κόπο και με τη βοήθεια ενός παιδιού που μετέφερε τους ηλικιωμένους. Ο βαρκάρης όμως δεν ήταν από δώ, είχε έρθει από το Πόρτο Ράφτη, το όνομά του ήταν Νίκος. “Κύριε Νίκο, σε ευχαριστώ πάρα πολύ, γιατί δεν έχω μπορέσει ακόμα να σε ευχαριστήσω, δεν σε έχω βρει”.

Προσπαθούσε με τον ασύρματο να επικοινωνήσει με κάποιον, να τον καθοδηγήσει, αλλά μάταια. Η βάρκα να κλυδωνίζεται, το παιδί μου να είναι σχεδόν ολόκληρο έξω από τη βάρκα και ένα πέπλο σιωπής να υπάρχει παντού».

 

«Κάποια στιγμή έρχεται ένας γείτονας και μου λέει: “Αγνή, έχω να σου πω κάτι πολύ δυσάρεστο”, κι εκείνη την ώρα το μυαλό μου πήγε στον Βαγγέλη. Και σκέφτηκα θα μου πει κάτι για τον Βαγγέλη και τότε άσπρισα, έμεινα στήλη άλατος και όταν μου είπε “από το σπίτι σου δεν είχε μείνει τίποτα”, εκείνη την ώρα το αντιμετώπισα σαν μία ευλογία. Είπα τουλάχιστον δεν άκουσα ότι κάηκε ο άντρας μου. Πριν φτάσουμε στο λιμάνι, επειδή όπως σας είπα ο άνθρωπος με τη βάρκα δεν ήξερε πώς να πάει, του έδωσα το τηλέφωνο του συζύγου μου, πιστεύοντας πως αν το σηκώσει και είναι αυτός θα είναι ζωντανός. Και του είπα πάρε αυτό το τηλέφωνο, γιατί υποψιαζόμουν πως αν ζούσε θα μπορούσε να μας βοηθήσει. Και όντως τον καθοδήγησε, γιατί ο Βαγγέλης ήταν στο λιμάνι, εγώ δεν το ήξερα, και του έλεγε πώς να φθάσει Ραφήνα, γιατί ο άνθρωπος πήγαινε στα τυφλά. Όταν φτάσαμε, τότε καταλάβαμε την κινητοποίηση, ότι κάποιοι είναι εδώ και μας περιμένουν, κάποιοι νοιάζονται για εμάς. Ήταν κι ο Βαγγέλης εκεί και όλα τα παιδιά που βοηθούσαν. Τότε νιώσαμε για πρώτη φορά ότι είμαστε ασφαλείς. Δεν είπα τίποτα για το σπίτι στους γονείς μου, γιατί θα μου μένανε στα χέρια».

 

«Με αυτά τα χέρια έχω βγάλει νεκρούς»

«Πήγα να βάλω τα κλάματα. Μου λέει όμως ο Βαγγέλης: “Αγνή, μην κλαις, γιατί εγώ με αυτά τα χέρια έχω βγάλει νεκρούς”. Και από εκείνη τη στιγμή που μου το είπε μέχρι και σήμερα δεν έχω κλάψει μπροστά του. Ήταν καπνισμένος όπως κι εμείς. Μαζί είχαμε και τις γειτόνισσες. Μαζί στη βάρκα, μαζί στο αυτοκίνητο μετά που πηγαίναμε στο σπίτι, στη διασταύρωση. Η μία είχε εγκαύματα, η άλλη ήταν σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση και μείναμε μαζί μέχρι το πρωί που ήρθαν οι δικοί τους άνθρωποι. Δεν κοιμηθήκαμε καθόλου βέβαια εκείνη τη νύχτα. Ήρθαν γιατροί να μας δουν. Οι γονείς μου σώθηκαν από θαύμα. Η μητέρα μου με έναν πνεύμονα γιατί ήταν χειρουργημένη με καρκίνο και με το ένα πόδι να κουτσαίνει ακόμα, ο πατέρας μου με εγχείρηση καρδιάς».

 

«Όταν όμως τα σκέφτομαι όλα αυτά και τα διηγούμαι πονάω πιο πολύ για τους ανθρώπους που έφυγαν από τη ζωή και ζητώ συγγνώμη από τις οικογένειες των νεκρών. Την επόμενη ημέρα πήγαμε να δούμε το σπίτι και δεν είχε μείνει τίποτα, ένα κουφάρι. Κλάψαμε με αυτή την εικόνα που αντικρίσαμε το σπίτι μας. Δεν κλάψαμε για τα ντουβάρια, κλάψαμε για όλα αυτά που χάνεις, τα αγαπημένα σου αντικείμενα, τις φωτογραφίες που δεν υπάρχουν πια, τα βιβλία του παππού, οι πίνακες που είχε ζωγραφίσει η γιαγιά, πράγματα μεγάλης συναισθηματικής αξίας που δεν θα ξαναδούμε, είχαμε όλο το βιός μας εκεί. Όλα αυτά ίσως έχουν μικρή αξία μπροστά στις ανθρώπινες ψυχές που χάθηκαν τόσο άδικα. Κάποια άτομα ήταν φίλοι και γνωστοί. Η Μαργαρίτα με το βρέφος, ο ιερέας που μας πάντρεψε, ο Βασίλης Γιαννακός, ο Βίκτωρας, γείτονες…».

 

«Το παιδί μου το μικρότερο έκανε μια ολόκληρη σειρά από θεραπείες ομαδικές και ατομικές για να μπορέσει να ξεπεράσει το σοκ με τη φωτιά. Δυστυχώς, αυτά δεν τελειώνουν ποτέ, οι μνήμες δεν φεύγουν. Για πολύ καιρό ξυπνούσε μέσα στη νύχτα και φώναζε “φωτιά”. Όποτε ένας γείτονας έβαζε να ψήσει, φώναζε “βοήθεια, την Πυροσβεστική”. Ακόμα ακούει σειρήνες στον δρόμο και τρέχει να δει πού έχει πιάσει φωτιά. Όλοι μας έχουμε ψυχικά τραύματα».

 

«Δύο χρόνια μετά ζητάμε πίσω τη ζωή μας»

«Πέρασαν δύο χρόνια δύσκολα, και σήμερα το κομμάτι της αποκατάστασης προχωρά. Μόλις τώρα αποδόθηκε η πρώτη δόση έγκρισης για την ανακατασκευή του σπιτιού. Τα χρήματα θα δοθούν σε τρεις δόσεις. Όμως τα προβλήματα δεν λύνονται και μέχρι να γίνει κατοικήσιμο ένα σπίτι θέλει πολλά λεφτά επιπλέον. Ζητάμε όμως από την πολιτεία τη ζωή μας πίσω, ζητάμε να μην επαναληφθεί αυτό το κακό. Ναι, υπάρχει οργή και επειδή τώρα τελευταία ακούγεται πολύ η λέξη δικαίωση, ναι, είναι μια μεγάλη απαίτηση αυτή και το περιμένουμε. Ως νομικός δε, έχω να σας πω ότι πάντα μαθαίναμε πως ο νόμος γίνεται από τον άνθρωπο για τον άνθρωπο».