Μια μεγάλη συμμορία «ηλεκτρονικών ληστών», που με έδρα την Αθήνα και προσβάσεις με λογαριασμούς-«μαϊμού» σε όλες τις τράπεζες χτυπάει ανυποψίαστους επιχειρηματίες και ευκατάστατους πολίτες και εκμεταλλευόμενη την αφέλειά τους αποσπά τεράστια χρηματικά ποσά, έχει μπει στο στόχαστρο της ΕΛ.ΑΣ. Η Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος μετά από καταγγελίες που έχει δεχθεί, έχει ξεκινήσει μια μεγάλη έρευνα για να βάλει στο χέρι τη συγκεκριμένη συμμορία και δύο άλλες μικρότερης εμβέλειας που δρουν στη χώρα μας. Οι αναλυτές της υπηρεσίας εκτιμούν ότι μόνο το τελευταίο χρονικό διάστημα έχουν κάνει φτερά από τραπεζικούς λογαριασμούς περισσότερα από 5 εκατ. ευρώ.
Τελευταία μεγάλη μπάζα των «ληστών του Διαδικτύου» ήταν στις αρχές Ιουλίου, όταν μέσα σε 20 λεπτά κατάφεραν από δύο αδέλφια, γνωστούς επιχειρηματίες της Κρήτης, να κάνουν 12 ηλεκτρονικές μεταφορές χρημάτων και να αποσπάσουν συνολικά 192.550 ευρώ. Τα θύματα κατήγγειλαν το συμβάν τόσο στην τράπεζα όσο και στην Αστυνομία, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη δικαστική διαμάχη προκειμένου να επιστραφούν τα κλεμμένα λεφτά.
Η νέα μέθοδος αδειάσματος τραπεζικών λογαριασμών ουσιαστικά χρησιμοποιεί την εφαρμογή του «ηλεκτρονικού πορτοφολιού» και απαιτεί τη συναίνεση του κατόχου.
Και αυτό γιατί με πρόσχημα ότι θα του βάλουν χρήματα στον τραπεζικό του λογαριασμό, από κάποια υπαρκτή οφειλή που έχει, εμφανίζονται στα ηλεκτρονικά συστήματα ως οι δικαιούχοι του λογαριασμού και όταν η τράπεζα ζητάει τον κωδικό που στέλνουν στα δηλωμένα κινητά για να ολοκληρωθεί η διαδικασία, οι απατεώνες επικοινωνούν με τον πραγματικό δικαιούχο και του λένε ότι για να του κάνουν την κατάθεση της οφειλής πρέπει να τους δώσει τον κωδικό που έχει σταλεί στο κινητό του τηλέφωνο.
Οσοι αφελείς δικαιούχοι τσιμπήσουν και τους δώσουν τον κωδικό, τότε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα βλέπουν τα χρήματά τους να εξανεμίζονται και να μεταφέρονται σε άλλους λογαριασμούς με απανωτές μεταφορές. Στη συνέχεια, οι «ηλεκτρονικοί ληστές» είτε πηγαίνουν σε ΑΤΜs και κάνουν αναλήψεις, είτε μεταφέρουν τα ποσά σε άλλους λογαριασμούς και από εκεί σε άλλους, με αποτέλεσμα να χάνεται η διαδρομή του χρήματος.
Η συμμορία της Αθήνας
Τα τελευταία χρόνια οι έμπειροι αξιωματικοί της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος έχουν κηρύξει πόλεμο στους «ιντερνετικούς ληστές» που χρησιμοποιώντας διάφορες παραλλαγές της μεθόδου phishing παρακάμπτουν τα συστήματα ασφαλείας των τραπεζών και αδειάζουν λογαριασμούς. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα παγκόσμιο φαινόμενο που χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, καθώς οι απατεώνες εκμεταλλεύονται την αφέλεια πολλών κατόχων που πείθονται και τους στέλνουν τους ηλεκτρονικούς τους κωδικούς ή αποδέχονται links που τους στέλνουν με e-mail και sms.
Ομως, τους τελευταίους μήνες το βάρος έχει πέσει στη λεγόμενη «συμμορία της Αθήνας» που έχει κάνει μεγάλα χτυπήματα και με δύο ακόμη άλλες ομάδες μικρότερου βεληνεκούς έχουν αρπάξει περισσότερα από 5 εκατ. ευρώ. Ποια είναι η μέθοδος που χρησιμοποιούν; Καλούν τηλεφωνικά καταθέτες και τους λένε ότι θα τους βάλουν χρήματα στους λογαριασμούς τους λόγω οφειλών που έχουν σε αυτούς.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με τις καταγγελίες που έχει δεχθεί η Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, πολλά θύματα είναι γιατροί που δέχονται κλήσεις από τους απατεώνες που τους λένε ότι οι ηλικιωμένοι γονείς τους θα πάνε στο ιατρείο ή στο νοσοκομείο για εξετάσεις ή κάποια επέμβαση και τους ζητούν να τους δώσουν τον τραπεζικό τους λογαριασμό για να τους καταβάλουν τα χρήματα για να μην τα κουβαλούν πάνω τους οι ασθενείς.
Οσοι από αυτούς δεχθούν, η συμμορία προχωρά στο επόμενο βήμα του σχεδίου. Μέσω της εφαρμογής wallet, μπαίνουν στον λογαριασμό των θυμάτων όχι για να βάλουν αλλά για να βγάλουν χρήματα.
Οταν το σύστημα ασφαλείας της τράπεζας τους ζητάει τον κωδικό που έχει σταλεί στο κινητό του γιατρού, τότε οι δράστες τηλεφωνούν και πάλι στο θύμα τους και του λένε ότι για να ολοκληρωθεί η κατάθεση πρέπει να τους δώσει το pin που έχει στείλει η τράπεζα στο κινητό τους. Αν ο κάτοχος του λογαριασμού τσιμπήσει και τους δώσει τον κωδικό, τότε τα χρήματα έχουν κάνει φτερά.
Μια δεύτερη κατηγορία θυμάτων είναι επιχειρηματίες που έχουν μεγάλη οικονομική επιφάνεια και διαθέτουν εταιρικούς λογαριασμούς. Με κάποιον τρόπο οι απατεώνες μαθαίνουν τι οφειλές υπάρχουν από συγκεκριμένα πρόσωπα προς την επιχείρηση και στη συνέχεια αναλαμβάνουν δράση. Τηλεφωνούν στο κινητό τηλέφωνο του επιχειρηματία παριστάνοντας ότι είναι κάποιοι από τους οφειλέτες και ότι προτίθενται να καταθέσουν τα χρήματα που του χρωστούν. Ετσι, ζητούν τον τραπεζικό του λογαριασμό και ακολουθώντας την ίδια μέθοδο με το pin που αποστέλλει η τράπεζα στο κινητό των θυμάτων, αντί να βάλουν τα χρήματα, τα εξαφανίζουν.
Και στις δύο μεθόδους που χρησιμοποιούν, έχουν πρώτα ανοίξει τραπεζικούς λογαριασμούς είτε χρησιμοποιώντας στοιχεία ανύπαρκτων προσώπων, είτε πεθαμένων.
Η μεγάλη αρπαγή
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των δύο αδελφών επιχειρηματιών από την Κρήτη που στις αρχές Ιουλίου έπεσαν θύματα της συμμορίας, η οποία μέσα σε 20 λεπτά και με 12 μεταφορές τούς άρπαξε 192.550 ευρώ. Στο εξώδικο που έστειλε η εταιρεία ξεδιπλώνει το χρονικό της μεγάλης αρπαγής. «Τυγχάνουμε επιχειρηματίες, μέτοχοι της εταιρείας (αναφέρεται η επωνυμία) δραστηριοποιούμενοι στα Χανιά Κρήτης και απασχολούμενοι ειδικά στον τομέα των μεταφορών. Η εταιρεία μας διαθέτει γερανούς κάθε είδους, εξέδρες, παπαγαλάκια, πλατφόρμες μεταφοράς και τηλεσκοπικούς γερανούς.
Όπως γίνεται αντιληπτό, έχουμε έναν ευρύ κύκλο εργασιών, εξ ου και θεωρούμαστε ένας από τους πιο σοβαρούς πελάτες του Υποκαταστήματος Χανίων της Τράπεζας, επιθυμώντας να ενισχύουμε με όσο το δυνατόν μεγαλύτερες δικλίδες ασφαλείας τις οικονομικές μας συναλλαγές» αναφέρουν τα θύματα και στις επόμενες γραμμές περιγράφουν πώς χάθηκαν τα λεφτά.
«Την 07-07-2022 η εταιρεία μας έπεσε θύμα διαδικτυακής απάτης από άγνωστους δράστες, οι οποίοι αφαίρεσαν από τον εταιρικό μας λογαριασμό, κατόπιν αλλεπάλληλων συναλλαγών, το συνολικό ποσό των εκατόν ενενήντα δύο χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα ευρώ (192.550 €) και οι οποίοι, όπως και εμείς, διατηρούσαν και διατηρούν λογαριασμούς στην τράπεζά σας. Το συμβάν αυτό συνέβη εντός πολύ μικρού χρονικού διαστήματος, μισής περίπου ώρας, μέσα στην οποία έγιναν οι συναλλαγές. Ωστόσο, άμεσα αντιληφθήκαμε ότι είχαμε πέσει θύματα απάτης και κάναμε κάθε τι ανθρωπίνως δυνατό για να ενημερώσουμε αμέσως κάθε αρμόδια προς αποκατάσταση Υπηρεσία και Αρχή.
Στις 17.15 επικοινωνήσαμε με το τηλέφωνο και αναγγείλαμε και αναλύσαμε το ζήτημα που είχε προκύψει, αμφισβητήσαμε την εγκυρότητα των συναλλαγών και σπεύσαμε να ζητήσουμε αφενός το πάγωμα του λογαριασμού μας και αφετέρου το πάγωμα οποιασδήποτε περαιτέρω τραπεζικής κίνησης των λογαριασμών στους οποίους είχαν παρανόμως εμβαστεί τα χρηματικά ποσά (ώστε να μην μπορούν να μεταφερθούν περαιτέρω ή να αναληφθούν και να παραμείνουν διαθέσιμα στους λογαριασμούς μέχρι να βρεθεί λύση).
Ωστόσο, η απάντηση που μας δόθηκε από τον αρμόδιο υπάλληλο τηλεφωνικής εξυπηρέτησης της Τράπεζας ήταν ότι δεν υπήρχε αρμοδιότητα της Τράπεζας για διακοπή των συναλλαγών και ότι έπρεπε να ενημερώσουμε το Αστυνομικό Τμήμα ή το Τμήμα Ασφαλείας του τόπου κατοικίας μας.
Αμεσα, δηλαδή λίγα λεπτά αργότερα, μεταβήκαμε στο Τ.Α. Χανίων, όπου ενημερώσαμε και καταγγείλαμε ότι κατά τον παρόντα χρόνο, άγνωστα πρόσωπα απέκτησαν πρόσβαση στο ηλεκτρονικό σύστημα του web banking μας, ότι έχουν μεταφερθεί και συνεχίζουν να μεταφέρονται χρηματικά ποσά από τον εταιρικό τραπεζικό μας λογαριασμό προς άλλους άγνωστους σε εμάς τραπεζικούς λογαριασμούς που προφανώς ανήκουν ή ελέγχονται από τους άγνωστους δράστες και ζητήσαμε να παγώσουν οι κινήσεις των εν λόγω λογαριασμών.
Η Αστυνομία μάς ανέφερε ότι δεν είχε άλλη αρμοδιότητα, πέραν της καταγραφής των περιστατικών και της περαιτέρω διαβίβασης της καταγγελίας σε άλλες αρμόδιες Υπηρεσίες, όπως η Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, αλλά ότι ωστόσο πρέπει να επιμείνουμε να πράξει τα δέοντα η Τράπεζα, δηλαδή -ακόμα και να έχει ολοκληρωθεί η μεταφορά των χρημάτων σε αυτούς τους λογαριασμούς των δραστών- ότι η Τράπεζά σας έχει τη δυνατότητα έστω και προσωρινά να μπλοκάρει την περαιτέρω μεταφορά ή ανάληψη των ποσών που καταγγέλθηκαν ως παρανόμως εμβασμένα».
Η νομική άποψη
Ο δικηγόρος των επιχειρηματιών, Γιάννης Μαρακάκης, μιλώντας στο «ΘΕΜΑ» τονίζει: «Δυστυχώς η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στην Ευρώπη στις ηλεκτρονικές απάτες από παγίδες που στήνουν επιτήδειοι και αφαιρούν χρήματα από τραπεζικούς λογαριασμούς.
Στην προκειμένη όμως περίπτωση διαπιστώσαμε ότι τα αντανακλαστικά της τράπεζας -αν και ενημερώθηκε αμέσως- ήταν ανύπαρκτα, με αποτέλεσμα την επόμενη μέρα ή μέρες τα χρήματα να κάνουν φτερά. Η τράπεζα είχε και χρόνο και τη δυνατότητα και άρα όφειλε να παγώσει προσωρινά τους λογαριασμούς των επιτήδειων στους οποίους μεταφέρθηκαν τα χρήματα και να ζητήσει από αυτούς στοιχεία ή παραστατικά που δικαιολογούσαν αυτές τις συναλλαγές, δεδομένου ότι είχε προηγηθεί επίσημα καταγγελία και στην τράπεζα και στην Αστυνομία από έναν σοβαρό πελάτη της ότι έπεσε θύμα απάτης και μάλιστα για ποσά που ξεπερνούσαν τις 190.000 ευρώ».