Υπέρ της λειτουργίας των σχολείων τάχθηκε η καθηγήτρια Επιδημιολογίας, κ. Αθηνά Λινού που ωστόσο διαφωνεί με το μέτρο του 50%+1 για το κλείσιμο μιας τάξης. Την ίδια στιγμή εξέφρασε την αντίθεσή της στην πληρότητα 100% για τους κλειστούς χώρους διασκέδασης.
Ειδικότερα, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα, ξεκαθάρισε ότι τα σχολεία πρέπει να παραμείνουν ανοιχτά, κυρίως για λόγους προστασίας της ψυχικής υγείας των παιδιών, καθώς η γενική γραμμή στη δημόσια Υγεία είναι ότι τα σχολεία κλείνουν τελευταία και ανοίγουν πρώτα.
Όμως ταυτόχρονα με τη λειτουργία των σχολείων, θα πρέπει να λαμβάνονται και πάρα πολλά μέτρα για την προστασία των παιδιών όσο είναι στο σχολείο, για την προστασία των εκπαιδευτικών και για την αντικατάσταση των εκπαιδευτικών που θα νοσήσουν.
Τα μέτρα στα σχολεία πρέπει να λαμβάνονται πολύ νωρίτερα
«Και αυτό με την Όμικρον θα το αντιμετωπίσουμε πολύ έντονα γιατί υπάρχει μεγάλη διασπορά, επομένως μεγάλο ποσοστό των εκπαιδευτικών για ένα διάστημα θα απομακρυνθεί. Και επειδή πολύ συχνά οι εκπαιδευτικοί είναι ζευγάρια, αυτό θα δημιουργήσει περαιτέρω πρόβλημα, γιατί εάν νοσήσει ο ένας από τους δυο, θα μπει σε καραντίνα και ο άλλος», επισήμανε.
«Πρέπει να επικεντρωθούμε στα μέτρα που θα πάρουμε με τα ανοιχτά σχολεία, ώστε να ελαχιστοποιήσουμε την έκθεση. Είμαι αντίθεση στο να ισχύει το 50%+1 για το κλείσιμο μιας τάξης. Νομίζω ότι πολύ νωρίτερα πρέπει να λαμβάνονται μέτρα. Στο 50%+1 είναι πλέον πολύ αργά για να ελέγξεις την πανδημία, πρέπει να υπάρξει ενεργοποίηση πολύ νωρίτερα. Ίσως δεν υπάρχει πλήρης κατανόηση του τι συμβαίνει με τη διασπορά της νόσου», είπε χαρακτηριστικά.
Η ίδια χαρακτήρισε πολύ θετική την εξαγγελία για προσλήψεις αναπληρωτών εκπαιδευτικών, λέγοντας ότι θα πρέπει να γίνουν άμεσα για να καλυφθούν τα κενά που θα προκύψουν από την πανδημία.
Δεν αρκεί το self test – Χρειάζεται ιχνηλάτιση
Η κυρία Λινού, υπογράμμισε ότι τα self test στα σχολεία, βοηθούν μόνο στην περίπτωση που μπορούμε αμέσως μετά να απομονώσουμε τα θετικά κρούσματα. «Αν δεν προχωρήσουμε σε ιχνηλάτηση και απομόνωση, από μόνο του το τεστ δεν προσφέρει πολλά πράγματα. Η ιχνηλάτηση, η απομόνωση και η παρακολούθηση αυτών των παιδιών και των επαφών τους βοηθάει πάρα πολύ στο να μειώσουμε τη διασπορά», σημείωσε.
Σύμφωνα με την ίδια, είναι πολύ θετικό το γεγονός ότι κινητοποιείται το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον, καθώς προστατεύονται και τα μέλη της οικογένειας και οι συμμαθητές των παιδιών.
«Αυτό που έχει σημασία είναι να διευκολύνουμε την καραντίνα αυτών των παιδιών που πολλές φορές μπορεί να είναι πολύ δύσκολη γιατί δεν υπάρχουν έξτρα δωμάτια στο σπίτι, μπορεί να υπάρχουν και άλλα αδερφάκια. Θα έπρεπε οι κοινωνικές υπηρεσίες του κράτους να διευκολύνουν τις οικογένειες που ζουν σε μικρά σπίτια και δεν μπορούν να απομονώσουν τα παιδιά.
Δεν υπάρχει σαν παροχή, αλλά τουλάχιστον να υπήρχε σαν συμβουλή, σαν σχεδιασμός ώστε να βρίσκεται μια λύση», ξεκαθάρισε. Ζήτησε, επίσης, να γίνεται έγκαιρα η απομάκρυνση των παιδιών από την τάξη, δηλαδή να γίνονται αρκετά συχνά τα τεστ και να είναι ενήμεροι οι γονείς ώστε να μένουν τα παιδιά στο σπίτι.
Για την τρίτη δόση στα παιδιά
Αναφορικά με την χορήγηση τρίτης δόσης εμβολίου στα παιδιά, η κυρία Λινού τόνισε ότι γίνεται μόνο σε παιδιά που είναι υψηλού κινδύνου, καθώς προς το παρόν φαίνεται ότι τα παιδιά 5-12 ετών καλύπτονται με τις 2 δόσεις. «Ωστόσο, εάν υπάρχουν παιδάκια που έχουν προβλήματα υγείας, θα πρέπει να κάνουν και την τρίτη δόση», πρόσθεσε, λέγοντας ότι τα παιδιά που έχουν κάνει και τις δυο δόσεις, σίγουρα καλύπτονται για 4-5 μήνες.
Χαρακτήρισε ανησυχητικό το γεγονός ότι είναι ελάχιστο το ποσοστό των εμβολιασμένων παιδιών στη χώρα μας, λέγοντας πως υπάρχουν προβλήματα στην άμεση πρόσβαση των παιδιών σε εμβόλιο. Καθώς «προσπαθούν να κλείσουν οι γονείς ραντεβού και μπορεί να είναι μετά από 15 ημέρες». Αυτό δημιουργεί προβλήματα και σε πρακτικό επίπεδο, καθώς ακόμη και «αν εμβολιάζαμε 100 χιλιάδες παιδιά την ημέρα», για να εμβολιαστούν πάνω από 1.500.000 παιδιά 5 – 18 ετών, «θα θέλαμε σχεδόν 3 εβδομάδες». «Μέσα σε αυτές τις 3 εβδομάδες και άλλες δυο που χρειάζεται για να αποκτήσουν ανοσία, θα έχουμε τεράστια έκρηξη κρουσμάτων. Θα έπρεπε να μην κοιμόμαστε για να εμβολιαστούν άμεσα όλα τα παιδιά», είπε χαρακτηριστικά.
Για τα περιοριστικά μέτρα
Αναφορικά με τη συζήτηση περί χαλάρωσης των περιοριστικών μέτρων, η καθηγήτρια Επιδημιολογίας διεμήνυσε ότι πρέπει να γίνει ένας ξεκάθαρος διαχωρισμός ανάμεσα στα μέτρα που αφορούν εσωτερικούς χώρους και στα μέτρα που αφορούν εξωτερικούς χώρους.
«Το κλασικό παράδειγμα είναι ότι συζητάτε την ίδια ώρα για το αν θα αυξηθεί το ποσοστό κάλυψης στα γήπεδα και για το εάν θα βελτιωθούν οι συνθήκες στα νυχτερινά κέντρα. Εντελώς διαφορετικά θέματα», δήλωσε.
Όπως εξήγησε, στα νυχτερινά κέντρα, πριν από τη μουσική, δεν έχει ληφθεί καμία μέριμνα για μερική κάλυψη. «Δηλαδή, από ότι καταλαβαίνω, επιτρέπεται σε περίπτωση που έχουμε μόνο εμβολιασμένους, η κάλυψη να είναι στο 100%. Αυτό δημιουργεί τεράστιο κίνδυνο, σε σχέση με τον κίνδυνο σε ένα γήπεδο που είναι ανοιχτός χώρος. Επομένως θα έλεγα ναι, να ελαφρυνθούν τα μέτρα, να πάει 20% και 25% ίσως και 30% στα ανοιχτά γήπεδα με τήρηση αποστάσεων και χρήση μάσκας, αλλά σε κλειστό χώρο χρειάζεται οπωσδήποτε έλεγχος για την είσοδο – από τη στιγμή που κολλάνε και οι εμβολιασμένοι -και αποστάσεις. Αλλά αποστάσεις δεν μπορούν να τηρηθούν μα 100% πληρότητα. Πιο έντονο σε περιπτώσεις που είναι όρθιοι και χορεύουν», επισήμανε.
«Επομένως η αυστηροποίηση των μέτρων πρέπει να διαφοροποιείται ανάλογα με τις συνθήκες. Επίσης, είναι διαφορετικά τα μέτρα που πρέπει να πάρει κάποιος στην περίπτωση των σχολείων όπου είναι υποχρεωτική η παρουσία των παιδιών και πολύ μακροχρόνια- μέσα σε μια εβδομάδα ένα παιδί βρίσκεται σε κλειστό χώρο για πάνω από 20 ώρες. Αντίθετα, ένας έφηβος βρίσκεται σε ένα κλειστό κέντρο διασκέδασης 2 ώρες την εβδομάδα. Αυτά πρέπει να τα συνυπολογίζουμε όταν παίρνουμε μέτρα», διεμήνυσε η κυρία Λινού.
Η κορύφωση της Όμικρον
Η ίδια εξέφρασε φόβους ότι η κορύφωση της Όμικρον θα φανεί αργότερα από τις 15 Ιανουαρίου, και «για ένα μήνα μετά την κορύφωση, θα βλέπουμε την κορύφωση των κρουσμάτων που θα διασωληνωθούν και ενδεχομένως θα χάσουν τη ζωή τους».
«Πέρα από τη Δέλτα, και με την Όμικρον σε ατομικό επίπεδο έχει ο καθένας μικρή πιθανότητα να διασωληνωθεί και να χάσει τη ζωή του. Σε συλλογικό όμως επίπεδο, επειδή είναι τόσο πολύ περισσότερα τα κρούσματα και τόσο μεγάλη μεταδοτικότητα, ο αριθμός των ατόμων που θα καταλήξουν στο νοσοκομείο και από τις απλές κλίνες θα μπουν σε ΜΕΘ, μπορεί να είναι ίδιος ή και μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο της Δέλτα», προειδοποίησε. Υπενθύμισε ότι στις 22 Δεκεμβρίου η Πολιτεία ανακοίνωσε μόνο 100 κρούσματα Όμικρον, και επομένως «δεν μπορούμε να ξέρουμε πόσα από τα 50.000 ημερήσια κρούσματα θα χρειαστούν νοσηλεία».