Μια κατά τα φαινόμενα αθώα βραδινή έξοδος μεταξύ συναδέλφων έμελλε να μετατραπεί σε εφιάλτη για μια εκπαιδευτικό στη Λάρισα η οποία κατηγορεί τον προϊστάμενό της ότι τη βίασε μέσα στο αυτοκίνητό του.
Ήδη το υπουργείο Παιδείας εξέδωσε εντολή για διενέργεια Πειθαρχικής και Προκαταρκτικής Εξέτασης, ενώ ο εισαγγελέας έχει καλέσει για την ερχόμενη Δευτέρα τον προϊστάμενο της καταγγέλλουσας για να δώσει εξηγήσεις σχετικά με όσα του καταλογίζει η καθηγήτρια.
Η ίδια μίλησε στο protothema.gr ισχυριζόμενη ότι: ««Στην αρχή προσπάθησα να το ξεπεράσω μόνη μου. Νόμιζα ότι θα κοιμηθώ και ήλπιζα ότι την άλλη μέρα που θα ξυπνούσα, ότι όλα θα είχαν ξεχαστεί σαν ένας εφιάλτης … Όμως, δεν μπόρεσα καν να κοιμηθώ ούτε εκείνο το βράδυ ούτε τα επόμενα. Ευτυχώς με στήριξε η οικογένειά μου και με έπεισε ο σύζυγός μου να επισκεφτώ τον ψυχίατρο για ψυχολογική υποστήριξη. Από τότε που πήγα στο γιατρό, μου απαγόρευσε να επιστρέψω στο χώρο εργασίας γιατί αυτό θα επέκτεινε τα προβλήματα και τις πληγές που μου έχει αφήσει το συμβάν. Ενώ είχε οργανωθεί η μετακίνησή μου σε συννενόηση με τον αρμόδιο προϊστάμενο προσωπικού δεν εγκρίνονταν από τον δράστη και δεν έχει εγκριθεί ακόμα και σήμερα».
Στη μηνυτήρια αναφορά της την οποία παρουσιάζει το protothema.gr η 44χρονη γυναίκα περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τα όσα έζησε από τη στιγμή που μπήκε στο αυτοκίνητο του προϊσταμένου προκειμένου να διασκεδάσουν σε βραδινή έξοδο που είχαν κανονίσει.
Σύμφωνα με την καταγγέλλουσα η οποία είναι μητέρα δυο παιδιών και σύζυγος αξιωματικού του Στρατού, με τον προϊστάμενό της αλλά και με δυο άλλες γυναίκες συναδέλφους της είχαν κανονίσει να βγουν το βράδυ της Παρασκευής στις 17 Σεπτεμβρίου για να διασκεδάσουν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνάδελφοι από την ίδια εργασία θα έβγαιναν μαζί, ενώ όπως αναφέρει η 44χρονη κάθε φορά η παρέα των εκπαιδευτικών ήταν διαφορετική ανάλογα με το ποιοι μπορούσαν κάθε φορά. Το βράδυ εκείνο είχαν κανονίσει να βγουν τρεις γυναίκες από την υπηρεσία μαζί με τον προϊστάμενό τους. Οι δυο γυναίκες δεν κατάφεραν να έρθουν στο ραντεβού και έτσι η καταγγέλλουσα βγήκε με τον κατηγορούμενο. Σύμφωνα με όσα αναφέρει στη μήνυσή της ενώ αρχικά είχαν συμφωνήσει να πήγαιναν στον Αγιόκαμπο με το δικό της αυτοκίνητο τελικά πείσθηκε από τον κατηγορούμενο να πάνε με το δικό του σε κάποιο από τα μαγαζιά εκεί για ποτό. «Κατά τη διαδρομή συζητήσαμε μεταξύ άλλων και για θέματα εμφάνισης και κιλών. Στην αναφορά μου πως τα τελευταία δύο χρόνια έχω πάρει 12 κιλά και πως, σύμφωνα με τις οδηγίες των γιατρών μου, πρέπει να χάσω τουλάχιστον τα 7-8 κιλά, όχι λόγω αισθητικής αλλά λόγω μυοσκελετικών προβλημάτων, ζήτησε να ακουμπήσει την κοιλιά μου, για να επιβεβαιώσει το τοπικό πάχος σύμφωνα με τα λεγόμενά μου. Προσπάθησα να το αποφύγω με ευγένεια, γιατί αισθάνθηκα αμηχανία και ανασφάλεια, αλλά εκείνος επέμενε και με ακούμπησε το χέρι του αρχικά στην περιοχή της κοιλιάς πάνω από τη ζώνη, και εν συνεχεία άγγιξε χωρίς προειδοποίηση τον αριστερό μηρό, πάνω από το φόρεμα, τον οποίο και έσφιξε. Τραβήχτηκα και αφού μου είπε πως κατά την ανδρική του εκτίμηση είμαι sexy και πως δεν πρέπει να αδυνατίσω, η συζήτηση συνεχίστηκε με άλλα διάφορα θέματα. Κατά τη διαδρομή η συμπεριφορά του δεν μου έδωσε μηνύματα ότι θα έπρεπε για κάτι να ανησυχήσω».
Σύμφωνα με τη 44χρονη ο κατηγορούμενος είχε σταματήσει σε ένα περίπτερο από το οποίο προμηθεύτηκε κάποια ποτά και σνακ. Φθάνοντας στο σημείο διαπίστωσαν ότι τα μαγαζιά ήταν κλειστά και ενώ η γυναίκα του πρότεινε να επιστρέψουν στη Λάρισα εκείνος της αντιπρότεινε αφού είχαν ήδη ποτά και σνακ να πάνε κάπου με το αυτοκίνητό του να μιλήσουν. «Έκανε αναστροφή και σταμάτησε σε κάποιο σημείο της Βελίκας με κατεύθυνση του αυτοκινήτου προς τη θάλασσα. Βγήκε από το αυτοκίνητο και κάθισε στο πίσω αριστερό κάθισμα. Όταν είδε πως εγώ εξακολουθούσα να κάθομαι αμήχανη, δεμένη ακόμη με τη ζώνη στη θέση του συνοδηγού, με παρότρυνε να τον μιμηθώ και να καθίσουμε πίσω, για να μιλήσουμε πιο άνετα. Η αλήθεια είναι ότι η βραδιά ήταν κρύα και δεν μπορούσαμε να καθήσουμε έξω. Ντράπηκα να αρνηθώ λοιπόν την πρότασή του και κάθησα, αμήχανη πλέον, στην πίσω δεξιά θέση, στην άκρη του αυτοκινήτου. Μόλις κάθησα στο πίσω δεξιό κάθισμα, πίσω δηλαδή από τη θέση του συνοδηγού, εκείνος ασφάλισε τις πόρτες του αυτοκινήτου από το εσωτερικό κεντρικό κλείδωμα. Δεν το έκανα θέμα, διότι θεώρησα ότι θα μου απαντούσε ότι το έκανε για την ασφάλειά μας, γιατί ήταν έρημη η περιοχή. Του είχα ακόμη κάποια ψήγματα εμπιστοσύνης λόγω της πρότερης καλής του συμπεριφοράς και ήλπιζα ότι έκανα απλώς λάθος. Ανάμεσά μας υπήρχαν άλλωστε τα ποτά και τα snacks και σκεφτόμουν πως, λόγω της έως τότε συμπεριφοράς του απέναντί μου, με εξαίρεση την προαναφερθείσα σκηνή του αγγίγματος στο αυτοκίνητο, ίσως ήμουν υπερβολική στον τρόπο εσωτερικής μου αντίδρασης.
Μόλις άνοιξε, όμως, τα ποτά μετέφερε στ’ αριστερά του τα snacks και κάθησε στο μέσο του πίσω καθίσματος, πιο κοντά μου. Ταράχτηκα, αισθάνθηκα άβολα, ανασφάλεια, αμηχανία και αισθανόμουν πως παραβιάζει τον προσωπικό μου χώρο. Ωστόσο, για ακόμη μία φορά δεν αντέδρασα, ούτε σχολίασα κάτι, σκεπτόμενη πως λόγω της οικειότητας και της εκτίμησης που, όπως πίστευα, είχε αναπτυχθεί μεταξύ μας, γίνομαι υπερβολική.
Συζητούσαμε ήρεμα και φιλικά για διάφορα θέματα, πράγμα που με την πάροδο της ώρας με καθησύχαζε. Κάποια στιγμή, όμως, σημείωσε πως μιλάμε για τόσα θέματα, αλλά εκείνου το μυαλό γυρίζει στην προηγούμενη συζήτηση που είχαμε κατά τον πηγαιμό περί κιλών».
Όπως αναφέρει η 44χρονη ο προϊστάμενός της άρχισε να τη θωπεύει και να την πιέζει ενώ ξεκούμπωσε το παντελόνι εμφανίζοντας το μόριό του. «ξεκούμπωσε και κατέβασε το παντελόνι του και το εσώρουχό του, βγάζοντας έξω τα γεννητικά του όργανα σε κατάσταση στύσης. Επαναλάμβανα διαρκώς μιλώντας του στον πληθυντικό και χωρίς να κοιτάω προς το μέρος του, ξεκάθαρα και κάθετα, πως δεν θέλω να συνεχίσει και να σταματήσει εκεί. Είχα παγώσει και ήμουν ανίκανη να αντιδράσω. Είχα κολλήσει στη γωνία του αυτοκινήτου πανικοβλημένη κοιτώντας διαρκώς κάτω φοβούμενη να μην προβεί σε κάτι περισσότερο και μην μπορώντας να πιστέψω πως βιώνω μια τέτοια κατάσταση. Βλέποντας την αδυναμία αντίδρασής μου, αυτός πίεσε πολύ δυνατά και έντονα δύο φορές το κεφάλι μου προς το π… του, φωνάζοντας «έλα μωρό μου, παρ’ τον λίγο» και επαναλάμβανε όλο και πιο επιτακτικά τη φράση «λίγο μωρό μου, λίγο». Επειδή αντιστεκόμουν, άρχισε να τραβά το χέρι μου προς τα γεννητικά του όργανα επαναλαμβάνοντας πάντα την ίδια φράση «λίγο, μωρό μου, λίγο. Εγώ πλέον ήμουν σε κατάσταση σοκ. Συνέχιζα να αντιστέκομαι και του έλεγα διαρκώς και κάθετα πως δεν θέλω, πως υπερβαίνει τα εσκαμμένα, πως είναι προϊστάμενός μου και πως θέλω να σταματήσει. Του επανέλαβα επίσης, κλαίγοντας, πως, αν σταματήσει στο σημείο εκείνο, θα θεωρήσω το συμβάν λήξαν.
Παρά τα παρακάλια και την αντίστασή μου με ανάγκασε με τη χρήση βίας και χρησιμοποιώντας και τα δυο του χέρια να ακουμπήσω το π… του με το χέρι μου. Όμως το χέρι μου είχα προλάβει να το σφίξω σε γροθιά και εκείνος το πίεζε πάνω στο πέος του, έστω και έτσι. Κατάφερα να τραβήξω το χέρι μου και έντρομη προσπάθησα να ανοίξω την πόρτα, όμως ήταν κλειδωμένη. Του επανέλαβα κλαίγοντας πως δε θέλω να σπάσουμε το επαγγελματικό πλαίσιο και πως, αν είχα αντιληφθεί πως με βλέπει διαφορετικά, δε θα πήγαινα. Τον παρακαλούσα να με αφήσει.
Αυτός επαναλάμβανε συνεχώς να μην είμαι μπουμπούνας. Μου είπε πως στη δουλειά δε θα φανεί κάτι, πως ξέρει να τηρεί τα προσχήματα και να σέβεται την ιδιότητά του την ώρα εργασίας». Όπως αναφέρει στη μήνυσή της η εκπαιδευτικός παρακαλούσε κλαίγοντας τον προϊστάμενό της να σταματήσει αλλά εκείνος προσπαθούσε έχοντάς την ακινητοποιημένη να εισχωρήσει μέσα της.
«Όταν τελείωσε ο βιασμός μου έμεινα αποσβολωμένη. Ήμουν σοκαρισμένη, και αναρωτιόμουν τι είχε μόλις συμβεί. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω όλα όσα είχαν προηγηθεί, ούτε να πιστέψω πώς συνέβη κάτι τέτοιο σε μένα. Ντρεπόμουν για ό,τι είχε συμβεί και πάνω από όλα ντρεπόμουν εμένα. Ούτε καν να παρηγορηθώ θεωρώντας τον εαυτό μου «τυχερό» μέσα στον ζόφο αυτόν γιατί τον πρόλαβε το τυχαίο γεγονός της εκσπερμάτωσής του πριν καταφέρει να διεισδύσει στον κόλπο μου. Δεν μπορούσα να διανοηθώ πώς ένας άνθρωπος που παρουσιαζόταν στο γραφείο σε όλους σαν περίπου πατέρας μας μπορούσε να υπακούει στα κατώτερα ένστικτά του και να με βιάσει με τέτοιον τρόπο. Και τα έβαζα και με τον εαυτό μου. Σκεφτόμουν σε ποιο σημείο της επίθεσης δεν αντέδρασα σωστά και δεν κατάφερα να τον κάνω να σταματήσει. Έφταιγα εγώ; Ήθελα να τηλεφωνήσω στο σύζυγό μου, στους γονείς μου! Ήθελα να έρθουν να με πάρουν, αλλά ντρεπόμουν, ντρεπόμουν πολύ! Δεν ήξερα τι να τους πω….. Να τους πάρω τηλέφωνο, να τους πω, τι; Σκεφτόμουν πόσο χαζή ήμουν που δεν κατάλαβα τις προθέσεις του. Πίστευα πως εκτιμούσαμε ο ένας τον άλλο…. Πόσο χαζή!
Ταυτόχρονα, φοβόμουν. Ήταν ερημιά, δεν υπήρχαν φώτα ούτε καν σε παρακείμενες εξοχικές κατοικίες και διαμερίσματα, και δεν ήξερα πως έπρεπε να αντιδράσω. Και, το κυριότερο, φοβόμουν μην επαναληφθεί κάτι παρόμοιο ή συμβούν χειρότερα. Ήθελα να φωνάξω, αλλά δεν έβγαινε η φωνή μου. Ήθελα να φωνάξω «τι έκανες;» Να τον βρίσω. Να του πω πως με αηδιάζει και πως τον σιχαίνομαι. Πως δε θέλω ούτε να τον ξαναδώ, ούτε να ακούσω τη φωνή του. Αλλά δεν μπορούσα. Το μόνο που έκανα ήταν να κάθομαι αποσβολωμένη, αμίλητη, ακίνητη, στο αυτοκίνητο, όπως ακριβώς με είχε αφήσει, και το μόνο που ήθελα και ευχόμουν ήταν να γυρίσω σπίτι. Ένιωθα τόσο ντροπιασμένη όσο και βρώμικη». Η 44χρονη ήταν σε κατάσταση σοκ τις επόμενες ημέρες ενώ απέχει από την εργασία της και παρακολουθείται από ψυχολόγο. Η ίδια στη μήνυσή της αναφέρει: «Είμαι σε άθλια ψυχολογική κατάσταση και λίγες ημέρες μετά το συμβάν λαμβάνω ψυχιατρική υποστήριξη, ώστε να καταφέρω με κάποιον τρόπο να διαχειριστώ το αποτρόπαιο αυτό συμβάν. Ο σύζυγός μου με υποστηρίζει και, παρά το γεγονός ότι ήθελε να πάει και να εκδικηθεί ο ίδιος τον εγκαλούμενο, προσπαθεί να συγκρατηθεί και εκείνος, πράγμα ούτως ή άλλως δύσκολο, όταν βλέπει τη δική μου ψυχολογική κατάσταση. Η ζωή μας έχει διαλυθεί, καθώς εγώ νιώθω ζωντανή νεκρή. Δεν του επιτρέπω ούτε να με αγκαλιάσει, γιατί νιώθω βρώμικη και ατιμασμένη. Κλαίω κατά διαστήματα και σε ανύποπτους χρόνους, χωρίς προφανείς λόγους. Τα παιδιά μας με βλέπουν τόσο στενοχωρημένη και αναστατώνονται και εκείνα. Πρόκειται για μία κατάσταση που διαρκεί ήδη δύο εβδομάδες και είναι δυσβάσταχτη».
Από την πλευρά του ο δικηγόρος της 44χρονης Θωμάς Παπαλιάγκας σχολίασε στο protothema.gr: «Τέτοιες πράξεις είναι απολύτως καταδικαστέες από όποιον κι αν προέρχονται, κατά μείζονα λόγο όταν προέρχονται από δημόσιο αξιωματούχο με εκμετάλλευση της δεσπόζουσας σχέσης του. Σεβόμενοι την προανακριτική διαδικασία, δεν μπορούμε να πούμε πολλά περισσότερα ούτε βεβαίως και να κάνουμε δημόσια δίκη. Αρκούμαστε σ’αυτά προς το παρόν. Σημειώνω ότι εξίσου μεγάλης ποινικής και ηθικής απαξίας είναι και οι προσπάθειες σπίλωσης της τιμής του θύματος που ξεκίνησαν από την προηγούμενη εβδομάδα όταν και έγινε γνωστό ότι είχε κινηθεί δικαστικώς. Αθλιότητες του τύπου ότι δήθεν υπήρχε συναίνεση ή δήθεν αθώα ερωτήματα όπως «τι γύρευε και βγήκε βράδυ με τον προϊστάμενο» εντάσσονται σε αυτή τη στρατηγική. Από τη στρατηγική αυτή όμως σκόπιμα παραλείπουν ότι είχαν εδώ και πλέον του ενός έτους αναπτυχθεί και σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ προϊσταμένου και πολλών από τους υπαλλήλους του γραφείου, στα πλαίσια των οποίων γίνονταν και διάφορες κοινωνικού τύπου έξοδοι. Αντιλαμβάνομαι ότι ο κάθε ύποπτος ή κατηγορούμενος έχει δικαίωμα κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ακόμη και να ισχυριστεί ψέματα, όμως η κατασυκοφάντηση αυτή, από τη μία πλευρά δεν μπορεί παρά να αποδεικνύει την τέλεση της πράξης και τον δόλο και από την άλλη βλάπτει πολύ περισσότερο την ήδη κλονισμένη εκ του γεγονότος ψυχική υγεία του θύματος. Φανερώνει μάλιστα και παντελή έλλειψη μεταμέλειας».