Quantcast

Κορωνοϊός -ΕΚΠΑ: Τι συμβαίνει με τη μετάδοση του ιού από τον αέρα

ΝΕΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

Η Ιατρική βιβλιογραφία και οι βάσεις δεδομένων Διεθνών Οργανισμών εμπλουτίζονται καθημερινά από νέα δεδομένα όσον αφορά στο νέο κορωνοϊό (SARS-Cov-2).

Στη Θεραπευτική Κλινική της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, με Διευθυντή τον Καθηγητή και Πρύτανη Θάνο Δημόπουλο πραγματοποιείται αποδελτίωση των πιο σημαντικών δημοσιεύσεων και ανακοινώσεων.

Ο Dyani Lewis σε άρθρο του στο πολύ σημαντικό έγκριτο περιοδικό Nature με τίτλο: « Is the coronavirus airborne? Experts can’t agree» ( στις 02 Απριλίου 2020) σημειώνει ότι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ, 27.3.20) αναφέρει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία περί αερογενούς μετάδοσης του κορωνοϊού δεν προσφέρουν σαφείς ενδείξεις. Ο ΠΟΥ υποστηρίζει ότι μέτρα προστασίας για αερογενή μετάδοση θα πρέπει να λαμβάνονται σε περιπτώσεις όπου υπάρχει αυξημένη πιθανότητα δημιουργίας αερολύματος, όπως κατά τη διασωλήνωση ασθενούς. Ωστόσο, οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι η συλλογή επαρκών στοιχείων μπορεί να απαιτεί χρόνο και να κοστίσει ζωές.

Υποστηρίζουν πως η παραδοχή θα πρέπει να είναι ότι η αερομεταφερόμενη μετάδοση είναι δυνατή, εκτός αν πειραματικά στοιχεία το αποκλείσουν, επομένως μέτρα θα πρέπει να λαμβάνονται προληπτικά έως ότου συγκεντρώσουμε περαιτέρω στοιχεία. Τα επιστημονικά ερωτήματα που αναμένεται να απαντηθούν είναι εάν ο ιός είναι μολυσματικός στα σταγονίδια διαφορετικών μεγεθών, εάν οι ασθενείς με COVID-19 παράγουν αρκετά αερολύματα με ικανό ιικό φορτίο, ποια είναι η μολυσματική δόση (δηλαδή ο αριθμός των σωματιδίων του SARS-CoV-2 που απαιτούνται για να προκαλέσουν μόλυνση), καθώς και η απαιτούμενη διάρκεια της έκθεσης για να προκληθεί μόλυνση. Βεβαίως, ο προσδιορισμός της συγκέντρωσης αερολύματος που, λόγω του σωστού συνδυασμού της ροής αέρα, της υγρασίας και της θερμοκρασίας, μπορεί να δημιουργήσει μια μολυσματική δόση με την πάροδο του χρόνου, είναι εξαιρετικά δύσκολη.

Το άγχος αποτελεί εξέχοντα παράγοντα κινδύνου για την έναρξη και τη συντήρηση της κατάχρησης οινοπνεύματος. Οι επιπτώσεις της μακροπρόθεσμης κοινωνικής απομόνωσης στα επίπεδα άγχους, συμπεριλαμβανομένων των αυξημένων νευροενδοκρινικών αντιδράσεων και της αντιδραστικότητας του στρες, έχουν περιγραφεί σε ζωικά μοντέλα. Ωστόσο, οι συνεχιζόμενοι περιορισμοί κοινωνικών επαφών σε πολλές χώρες είναι μοναδικοί και λίγα είναι γνωστά για τις επιπτώσεις της χρόνιας απομόνωσης υπό αυτές τις συνθήκες στο γενικό πληθυσμό όσον αφορά στην υγεία και ευημερία.

Έτσι, αυτή η περίοδος απομόνωσης μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της κατάχρησης αλκοόλ, υποτροπή και ενδεχομένως ανάπτυξη διαταραχής της χρήσης αλκοόλ σε άτομα υψηλού κινδύνου, προκαλώντας έτσι περαιτέρω επιβάρυνση στις υπηρεσίες αντιμετώπισης εθισμού και στις υγειονομικές υπηρεσίες γενικά, τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά την πανδημία. Οι συγγραφείς συστήνουν παράλληλα με τις σημαντικές συμβουλές για τη δημόσια υγεία, οι κυβερνήσεις να παρέχουν προειδοποιήσεις για την δημόσια υγεία σχετικά με την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ κατά την περίοδο κοινωνικής απομόνωσης για την προστασία των ευάλωτων ατόμων.

Σε δημοσίευσή τους στο περιοδικό The Lancet Child & Adolescent Health (στις 09/04/2020), οι Lazzerini και συνεργάτες παρουσιάζουν τα δεδομένα από τις επισκέψεις παιδιατρικών ασθενών κατά την πανδημία COVID-19. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, οι επίσημες στατιστικές των νοσοκομείων κατά την περίοδο 1-27 Μαρτίου 2020 παρουσιάζουν ουσιαστικές μειώσεις – από 73% έως 88% – στις επισκέψεις παιδιατρικών ασθενών σε τμήματα εκτάκτων περιστατικών σε σύγκριση με την ίδια χρονική περίοδο το 2019 και το 2018. Σημειώνεται ότι αντίστοιχα δεδομένα έχουν παρατηρηθεί και για τις εισαγωγές ασθενών με καρδιολογικά προβλήματα, τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και στη χώρα μας.

Τα σχολεία και οι αθλητικές δραστηριότητες έχουν κλείσει από την 1η Μαρτίου στην Ιταλία, οπότε είναι κατανοητό ότι ο αριθμός των οξέων λοιμώξεων και τραυμάτων στα παιδιά είναι χαμηλότερος από το συνηθισμένο. Επιπλέον, έχουν αναφερθεί σχετικά λίγες περιπτώσεις COVID-19 μεταξύ παιδιών. Ωστόσο, τα παιδιά συνεχίζουν να αρρωσταίνουν με περιστασιακές μολύνσεις και επιπλοκές ή με οξεία εμφάνιση χρόνιων παθήσεων, όπως ο καρκίνος, οι ενδοκρινικές διαταραχές (π.χ. διαβήτης τύπου Ι) και οι χειρουργικές παθήσεις (π.χ. σκωληκοειδίτιδα).

Οι σημαντικές μειώσεις στην πρόσβαση στην παιδιατρική περίθαλψη στην Ιταλία ενδέχεται να αντανακλούν επίσης τη μειωμένη διαθεσιμότητα πόρων, ή του φόβου εκ μέρους των γονέων και των φροντιστών για κίνδυνο έκθεσης στον νέο κορωνοϊό. Αυτή η πολύ μειωμένη ή πολύ αργοπορημένη πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη μπορεί να αποβεί επιζήμια για την παιδιατρική υγεία γενικότερα, και τα παιδιά με ειδικές ανάγκες ειδικότερα (π.χ. λόγω εγκεφαλικής παράλυσης, επιληπτικής εγκεφαλοπάθειας, σοβαρών συνδρόμων ή ανοσοκαταστολής σχετιζόμενων με τη νόσο).

Οι συγγραφείς πιστεύουν ότι απαιτείται περαιτέρω επίβλεψη της πρόσβασης σε τακτική κλινική περίθαλψη κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19. Οι πτυχές αυτές πρέπει να θεωρηθούν ως μέρος του συνολικού αντίκτυπου της πανδημίας COVID-19 στη δημόσια υγεία. Συγκεκριμένα, οι γονείς πρέπει να έχουν πλήρη επίγνωση ότι οι κίνδυνοι καθυστερημένης πρόσβασης σε νοσοκομειακή περίθαλψη για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης μπορεί να είναι πολύ υψηλότεροι από αυτούς που θέτει η πανδημία.

Από τις 32.583 εργαστηριακά επιβεβαιωμένες περιπτώσεις COVID-19, η μέση ηλικία ασθενών ήταν 56,7 έτη και 16.817 (51,6%) ήταν γυναίκες. Το καθημερινά επιβεβαιωμένο ποσοστό των περιπτώσεων έφτασε στο μέγιστο σημείο στην τρίτη περίοδο και ακολούθως μειώθηκε σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές και στις υποομάδες φύλου και ηλικίας. Ωστόσο, στα παιδιά και στους εφήβους το ποσοστό των επιβεβαιωμένων περιπτώσεων συνέχισε να αυξάνεται. Τ

ο καθημερινά επιβεβαιωμένο ποσοστό περιστατικών σε όλη την περίοδο στους τοπικούς εργαζόμενους στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης (130,5 ανά εκατομμύριο άτομα) ήταν υψηλότερο από αυτό του γενικού πληθυσμού (41,5 ανά εκατομμύριο άτομα). Το ποσοστό των σοβαρών και κρίσιμων περιπτώσεων μειώθηκε από 53,1% σε 10,3% στις 5 περιόδους. Ο κίνδυνος σοβαρότητας αυξήθηκε με την ηλικία: σε σύγκριση με τα άτομα ηλικίας 20 έως 39 ετών (ποσοστό κρίσιμων και κρίσιμων περιπτώσεων, 12,1%), οι ηλικιωμένοι (≥ 80 ετών) είχαν μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν σοβαρή ή κρίσιμη νόσο (ποσοστό 41,3%) , ενώ οι νεότεροι (<20 ετών) είχαν χαμηλότερο κίνδυνο (λόγος κινδύνου 0,47 [95% όρια αξιοπιστίας 0,31-0,70]).

Ο πραγματικός αριθμός αναπαραγωγής κυμάνθηκε πάνω από 3,0 πριν από τις 26 Ιανουαρίου, μειώθηκε κάτω από 1,0 μετά τις 6 Φεβρουαρίου και μειώθηκε περαιτέρω σε λιγότερο από 0,3 μετά την 1η Μαρτίου. Συμπερασματικά, μια σειρά πολύπλευρων παρεμβάσεων δημόσιας υγείας συνδέθηκε προσωρινά με βελτιωμένο έλεγχο της επιδημίας COVID-19 στην περιοχή Γιουχάν της Κίνας. Αυτά τα ευρήματα ενδέχεται να επηρεάσουν την πολιτική δημόσιας υγείας σε άλλες χώρες και περιοχές.

Η ομάδα εκδοτών του περιοδικού The Lancet με το άρθρο τους “the gendered dimensions of COVID-19” υπογραμμίζουν (στις 11/04/2020) τη φυλετική διάσταση της πανδημίας COVID-19. Ο SARS-CoV-2 δεν κάνει διακρίσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, αλλά χωρίς προσεκτική μελέτη, η παγκόσμια αντίδραση στην πανδημία του COVID-19 θα μπορούσε να οδηγήσει σε τέτοιου είδους διακρίσεις. Οι γυναίκες και οι άνδρες επηρεάζονται από τη λοίμωξη COVID-19, αλλά η βιολογία και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε φύλου διαμορφώνουν τον αντίκτυπο της νόσου. Η Global Health 50/50 παρακολουθεί τα δεδομένα για τη μόλυνση και τη θνησιμότητα από COVID-19 στις 39 περισσότερο πληγείσες χώρες.

Ορισμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένων του Ηνωμένου Βασιλείου, των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Βραζιλίας, δεν έχουν ακόμη αναφέρει τέτοια δεδομένα. Από τα υπάρχοντα δεδομένα δεν είναι σαφές αν οι γυναίκες ή οι άντρες είναι πιο πιθανό να μολυνθούν, αλλά στατιστικά πολύ περισσότεροι άνδρες πεθαίνουν από COVID-19. Τα ανεπιθύμητα αποτελέσματα του COVID-19 φαίνεται να συνδέονται με συννοσηρότητες, συμπεριλαμβανομένης της υπέρτασης, της καρδιαγγειακής νόσου και της πνευμονικής νόσου. Αυτές οι καταστάσεις είναι πιο συχνές στους άνδρες και συνδέονται με το κάπνισμα και την κατανάλωση αλκοόλ, που είναι και συχνότερα μεταξύ των ανδρών.

Οι γυναίκες φέρουν διαφορετικό είδος φόρτου από το COVID-19. Οι ανισότητες επηρεάζουν δυσανάλογα την ευημερία τους και την οικονομική τους ανθεκτικότητα κατά τη διάρκεια των μέτρων κοινωνικής απομόνωσης. Το βάρος του νοικοκυριού επαφίεται σε αυτές, όπως και η φροντίδα των παιδιών, η φροντίδα των ηλικιωμένων και οι οικιακές εργασίες. Παράλληλα, οι ανησυχίες για την αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας αυξάνονται. Με την υπερβολική επιβάρυνση των υπηρεσιών υγείας, οι υπηρεσίες αναπαραγωγικής υγείας των γυναικών, καθώς και η προγεννητική και η μεταγεννητική περίθαλψη, διαταράσσονται.