Quantcast

Ηφαίστειο Σαντορίνης: Υπαρκτός ο κίνδυνος ενεργοποίησης

ΤΟ ΠΙΟ ΑΚΡΑΙΟ ΣΕΝΑΡΙΟ

Στην εκπόνηση σχεδίου δράσης με την κωδική ονομασία «Τάλως» προχώρησε η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας για την αντιμετώπιση μελλοντικής εκδήλωσης ηφαιστειακής δραστηριότητας στη Σαντορίνη.

Στο σχέδιο με την κωδική ονομασία «Τάλως», επισημαίνεται η αυξημένη ετοιμότητα «εν όψει επαπειλούμενου κινδύνου για την εκδήλωση ηφαιστειακής δράσης», ενώ περιγράφονται εκτενώς μέτρα για την «Αντιμετώπιση Εκτάκτων Αναγκών και Άμεσης/Βραχείας Διαχείρισης των Συνεπειών από την Εκδήλωση Ηφαιστειακής Δραστηριότητας στο Ηφαιστειακό Σύμπλεγμα Σαντορίνης».

Ο σκοπός του συγκεκριμένου Γενικού Σχεδίου είναι η άμεση και συντονισμένη απόκριση των εμπλεκόμενων Φορέων σε Κεντρικό, Περιφερειακό και Τοπικό επίπεδο για την αποτελεσματική αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών από την εκδήλωση Ηφαιστειακής Δραστηριότητας και την άμεση διαχείριση των συνεπειών της, δράσεις που αποβλέπουν στην προστασία της ζωής, της υγείας και της περιουσίας των πολιτών, καθώς και στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, των πλουτοπαραγωγικών πηγών και των υποδομών της χώρας.

Όπως υπογραμμίζεται στις σελίδες του σχεδίου «Τάλως», η εκδήλωση ηφαιστειακής δραστηριότητας στο σύμπλεγμα της Σαντορίνης μπορεί να προκαλέσει:

  • Τραυματισμούς και απώλειες ανθρώπινων ζωών και αίσθημα ανασφάλειας
  • Καταστροφές στις υποδομές
  • Άμεσες και έμμεσες οικονομικές απώλειες από καταστροφές στις περιουσίες των πολιτών, στον πρωτογενή τομέα (γεωργία, κτηνοτροφία), σε διάφορες υποδομές της χώρας (δίκτυα ηλεκτρισμού, τηλεπικοινωνιών κλπ.), καθώς και συνέπειες στον τουρισμό εν γένει.

Το ηφαιστειακό σύμπλεγμα της Σαντορίνης περιλαμβάνει δύο ενεργούς ηφαιστειακούς πόρους, τον ηφαιστειακό πόρο της «Καμένης» που βρίσκεται στον χερσαίο χώρο της ομώνυμης νησίδας μεταξύ Θήρας και Θηρασιάς και τον υποθαλάσσιο ηφαιστειακό πόρο του «Κολούμπο» ο οποίος βρίσκεται σε απόσταση 8,5 περίπου χιλιομέτρων ΒΑ του ομώνυμου ακρωτηρίου στο βορειανατολικό άκρο του νησιού της Θήρας.

Η τελευταία έκρηξη στην Καμένη σημειώθηκε πριν από περίπου 80 χρόνια, το 1939 ενώ μία μικρή «υπολειμματική έκρηξη» αυτού του συμβάντος συνέβη το 1950. Η τελευταία έκρηξη στον ηφαιστειακό πόρο του Κολούμπο κατεγράφη το 1650 μ.Χ αλλά από τον Ιανουάριο του 2011 μέχρι τον Μάρτιο του 2013, παρατηρήθηκε σεισμική έξαρση στη Σαντορίνη, που συνοδεύτηκε από παραμορφώσεις στον φλοιό.

Το μεγαλύτερης έντασης ηφαιστειακό γεγονός που έχει κάποια πιθανότητα να εκδηλωθεί στο προσεχές μέλλον είναι μία υποπλινιακού τύπου έκρηξη. Από μία τέτοια έκρηξη αναπτύσσεται ηφαιστειακή στήλη ύψους μεταξύ 8-12 Km και διαρκεί από 30 έως 60 λεπτά. Από την ομπρέλα του ηφαιστειακού νέφους καταπίπτει τέφρα σημαντικού πάχους σε απόσταση που συνήθως δεν υπερβαίνει τα 10 Km στον άξονα κατεύθυνσης της φοράς του ανέμου κατά το χρόνο της έκρηξης.

Τροφοδοτούνται, επίσης, πυροκλαστικά ρεύματα πυκνότητας, ιδιαίτερα επικίνδυνα για τις εγγύς στον πόρο περιοχές, ενώ σε κίνδυνο εκτίθενται και πιο μακρινές περιοχές που βρίσκονται σε τοπογραφικά ταπεινά, καθώς οι ροές κινούνται οριζόντια και κατά μήκος των κοιλάδων ή των πεδινών περιοχών. Τέτοιες εκρήξεις είναι συνήθεις στα ενεργά ηφαίστεια του πλανήτη, και εκδηλώνονται αρκετές φορές κάθε έτος στη Γη.

Το πιθανότερο ηφαιστειακό γεγονός είναι μία «ιστορικού τύπου» ενδοκαλδερική επαναδραστηριοποίηση των ηφαιστειακών κέντρων των Καμένων. Πρόκειται για ηφαιστειακή δραστηριότητα αντίστοιχη με αυτές που εκδηλώθηκαν κατά τους ιστορικούς χρόνους και συνέβαλαν στη δημιουργία των νησίδων της Παλαιάς και Νέας Καμένης.

Οι αγωγοί τροφοδοσίας (πόροι) όλων των ιστορικών υποβρύχιων και χερσαίων ενδοκαλδερικών ηφαιστειακών κέντρων κατανέμονται ως γνωστόν κατά μήκος μιας ζώνης πλάτους περίπου 2 χιλιομέτρων και μήκους 13 χιλιομέτρων, ΒΑ διεύθυνσης, που προβάλλεται στις εικόνες 1 και 2 και έχει χαρακτηριστεί ως «γραμμή Καμένων».

Οι ηφαιστειακές αυτές δράσεις προαναγγέλλονται από εμφανή πρόδρομα φαινόμενα, όπως σεισμικά γεγονότα έντασης 4-6 σε κλίμακα Μερκάλι, αργή βύθιση της περιοχής στην οποία θα εμφανιστεί ο αρχικός πόρος της έκρηξης κατά δεκάδες εκατοστά, έντονη θερμική ανωμαλία και διάχυση μεγάλων όγκων υδροθερμικών ρευστών, τα οποία γίνονται εμφανή με τη σημαντική αύξηση της θερμοκρασίας και την έντονη αλλαγή προς το κίτρινο-πράσινο του χρωματισμού της θάλασσας στην εγγύς του αρχικού πόρου περιοχή.