Η συνάντηση του Μίκη Θεοδωράκη με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση που άλλαξε για πάντα το ελληνικό τραγούδι

Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει γράψει όλων των ειδών μουσικής

Σε πένθος έχει πέσει η χώρα από την απώλεια του σπουδαίου Μίκη Θεοδωράκη ο οποίος άφησε την πνοή του σήμερα το πρωί σε ηλικία 96 ετών.

 

 

Ο άνθρωπος που συνδέθηκε με τις σημαντικότερες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας της, ο αστείρευτος μουσικοσυνθέτης και ακατάβλητος αγωνιστής, δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας. Ο Μίκης Θεοδωράκης «έφυγε» σε ηλικία 96 ετών για τη συνοικία των αγγέλων αφήνοντας πίσω του ανεκτίμητη παρακαταθήκη.

Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει γράψει όλων των ειδών μουσικής, από όπερες, συμφωνική μουσική, μουσική δωματίου, ορατόρια, μπαλέτα και χορωδιακή εκκλησιαστική, έως μουσική για αρχαίο δράμα, θέατρο, κινηματογράφο, έντεχνο λαϊκό τραγούδι και μετασυμφωνικά έργα.

Μία από τις στιγμές της ζωής του που έμελλε να αλλάξει και την πορεία του ελληνικού τραγουδιού ήταν και η συνάντηση με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση που γέννησε αριστουργήματα. Σε χρόνια σκοτεινά, εκεί ακριβώς έγινε η συνάντηση δυο γιγάντων.

Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, την ώρα που ο υπόλοιπος πλανήτης προσπαθεί να κλείσει τις πληγές που άνοιξε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, στην Ελλάδα μαίνεται η εμφύλια σύρραξη ανάμεσα σε αριστερούς και δεξιούς.

Το 1945 ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στο Χαϊδάρι αρχικά και στην συνέχεια στη Μακρόνησο. Ο νεαρός Γρηγόρης έκανε γνωστό πως είναι μουσικός και ένας ανώτερός του έδωσε διαταγή να φτιάξει μια ορχήστρα για να διασκεδάζει τους αξιωματικούς της Λέσχης στη Μακρόνησο.

Όπως έχει γράψει στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Εγώ, ο σερ» (εκδόσεις Κοχλίας), ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, περιγράφει μια πρόβα που έμελλε να είναι ιστορική. Όπως γράφει, «Μια ημέρα που το κάναμε πρόβα με την ορχήστρα μου το τραγούδι αυτό και κάπου ήθελε ένα ακόρντο. Τους είπα ‘’εδώ φα’’. Και πετάγεται ένα παιδί που ήταν ξαπλωμένο με ένα βιβλίο στο χέρι και λέει: το ‘’φα πάει καλύτερα’’. Και τον ρωτάω ‘’τι δουλειά κάνεις εσύ ρε φίλε, με τι ασχολείσαι;’’. Και μου απαντά ‘’σπουδάζω μουσική’’. Αυτό το παιδί ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης. Ήταν η πρώτη μας συνάντηση και επαφή στη Μακρόνησο. Πού να φανταζόμουν, εκείνη τη στιγμή, τι ρόλο θα έπαιζε στη ζωή μου, στη μουσική της Ελλάδας, αλλά και στην παγκόσμια μουσική σκηνή αυτό το παλικάρι, που το είδα μ’ ένα βιβλίο στα χέρια, ξαπλωμένο να διαβάζει».

Αυτή ήταν η πρώτη φορά που δυο θρύλοι συναντήθηκαν. Οι δυο τους αντάμωσαν όμως ξανά. Την δεύτερη φορά σε πορεία προς την Αθήνα μέσα σε στρατιωτικό όχημα, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης έξω από το Μαρκόπουλο είδε μια μαρμαρένια βρύση να τρέχει. Σταμάτησε και έτρεξε και γέμισε ένα κύπελλο νερό και το πρόσφερε στον Μίκη Θεοδωράκη ο οποίος κατευθυνόταν προς το νοσοκομείο.

Ο Μπιθικώτσης μεγαλουργεί δίπλα σε εκείνο το ψηλό παλικάρι που είχε γνωρίσει στη Μακρόνησο. Δίπλα στον Μίκη Θεοδωράκη θα σφραγίσει με την αξεπέραστη φωνή του τον «Επιτάφιο» και το «Άξιον Εστί», γνωρίζοντας την πλατιά καταξίωση ανοίγοντας νέους δρόμους στο λαϊκό τραγούδι και λαμβάνοντας τον τιμητικό τίτλο του τραγουδιστή της Ρωμιοσύνης.