Στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης η Ελλάδα «έχασε» τουλάχιστον 500.000 ανθρώπους, οι οποίοι έφυγαν από τη χώρα σε αναζήτηση μιας καλύτερης εργασιακής τύχης στο εξωτερικό. Πρόκειται για ένα δυναμικό, συνήθως υψηλού μορφωτικού και επιστημονικού επιπέδου, το οποίο η Ελλάδα έκτοτε προσπαθεί να τους επαναπατρίσει.
Στο μέτωπο που πολυπόθητου «brain regain» η χώρα δείχνει να κάνει κάποια πρόοδο. Έλληνες του εξωτερικού, που σήμερα απασχολούνται κατά κύριο λόγο στον χώρο της τεχνολογίας, εκδηλώνουν πρόθεση επιστροφής στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, άλλη μια δεξαμενή ταλέντων, που βρίσκεται εκτός συνόρων, οι Έλληνες διδάκτορες, επίσης δείχνουν να …ψηφίζουν Ελλάδα.
Σήμερα, το 15% των Ελλήνων διδακτόρων ζει διασκορπισμένο σε πάνω από 50 χώρες και 500 πόλεις ανά τον πλανήτη. Οι άνθρωποι αυτοί έφυγαν, στην πλειοψηφία τους (το 72,8% εξ αυτών) από την Ελλάδα μετά το 2011, για λόγους που συνδέονται άμεσα με την εργασία (επαγγελματική ανέλιξη, καλύτερες εργασιακές συνθήκες, καλύτερες οικονομικές απολαβές.
Σχεδόν τα δύο τρίτα εξ αυτών ζουν και εργάζονται σε μία από τις 10 πιο καινοτόμες χώρες του κόσμου, ενώ το 75% ζει σε πόλεις που θεωρούνται παγκόσμιες μητροπόλεις, από το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη μέχρι το Παρίσι και τη Βοστώνη.
Ένα ιδιαίτερα ενθαρρυντικό στοιχείο είναι ότι σχεδόν οι μισοί από αυτούς τους επιστήμονες σήμερα εξετάζουν σοβαρά το ενδεχόμενο να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Μάλιστα το 61,4% από αυτούς σκέφτεται να το κάνει άμεσα: το 39% μέσα σε «1-2 χρόνια» και το 22,4% «φέτος». Αντίθετα, μόλις το 9,2% των Ελλήνων διδακτόρων, που ζουν στο εξωτερικό, απαντά ότι δεν ενδιαφέρεται καθόλου να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Τι θέλουν από την Ελλάδα
Σύμφωνα με την απογραφική έρευνα του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης, η οποία, μεταξύ άλλων, καταγράφει την πρόθεση των Ελλήνων διδακτόρων να επιστέψουν στην Ελλάδα, οι προϋποθέσεις επιστροφής αυτού του δυναμικού στη χώρα συναρτώνται κυρίως με την εύρεση εργασίας.
Το 70% δηλώνει ότι θα επέστρεφε εάν έβρισκε «εργασία ανάλογη με τα προσόντα του στην Ελλάδα», το 43% θα επέστρεφε για «οικογενειακούς λόγους» και το 35,6% εάν «ένας από τους δύο συντρόφους έβρισκε εργασία στην Ελλάδα που ήταν οικονομικά ικανοποιητική».
Στο ερώτημα για το τι μπορεί να κάνει το κράτος για να βοηθήσει την επιστροφή τους, το 60,7% δήλωσε ότι ικανή συνθήκη είναι «να προκηρυχθούν νέες θέσεις εργασίας στα ΑΕΙ/ Ερευνητικά Κέντρα». Το 58,4% απάντησε να βελτιωθούν οι γενικότερες συνθήκες στη χώρα (κοινωνικές υποδομές, βελτίωση της οικονομίας).
Σημαντικό τμήμα τους δήλωσε ότι πρέπει να βελτιωθεί η διασύνδεση αυτών που εργάζονται στο εξωτερικό με την Ελλάδα. Συγκεκριμένα, το 37,2% θεωρεί ότι πρέπει «να βελτιωθούν οι δυνατότητες διασύνδεσής με την ελληνική ερευνητική κοινότητα» και το 29,2% ότι χρειάζεται «διαφάνεια και αμεσότητα στην ενημέρωση για κίνητρα-υποτροφίες που προσφέρονται στην Ελλάδα».
Εξαιρετικό δυναμικό
Από τη χαρτογράφηση του ΕΚΤ μεταξύ των Ελλήνων διδακτόρων προκύπτει ότι κατά κανόνα αυτοί κατέχουν περισσότερους από έναν τίτλους σπουδών. Επίσης, εμφανίζουν πολύ υψηλό ποσοστό απασχόλησης (97,5%), κυρίως στον δημόσιο τομέα (66%), ενώ σε σημαντικό ποσοστό (31,3%) διαθέτουν εργασιακή εμπειρία στο εξωτερικό.
Ειδικότερα, το 10,4% των Ελλήνων διδακτόρων έχει δεύτερο πτυχίο, το 74,4% μεταπτυχιακό, το 14,9% είναι κάτοχοι δεύτερου μεταπτυχιακού, το 0,8% έχει αποκτήσει και δεύτερο διδακτορικό, ενώ το 11,2% έχει διενεργήσει μεταδιδακτορική έρευνα (postdoc).
Τα πτυχία τους είναι μάλιστα στους πιο κομβικούς τομείς της εποχής που διανύουμε, στις Επιστήμες Υγείας, στις Φυσικές Επιστήμες, στα Μαθηματικά και τη Στατιστική. Σε σημαντικό ποσοστό από αυτούς, απέκτησαν τα πτυχία τους στο εξωτερικό: 8% πήραν το πρώτο πτυχίο τους στο εξωτερικό, 22,4% το μεταπτυχιακό τους, 2,8% το διδακτορικό τους και 26,3% το μεταδιδακτορικό τους.
Το 95,7% των διδακτόρων που συμμετείχαν στην έρευνα εργάζονται, κυρίως στον δημόσιο τομέα (66%) και σε μικρότερο ποσοστό στον ιδιωτικό (33,8%). Σημαντικό ποσοστό τους εργάζονται σε πανεπιστήμια (32,4%) ή ερευνητικά κέντρα (7,4%), και το 21,4% σε επιχειρήσεις.
Πηγή: powergame.gr