Quantcast

Η αυτοβιογραφία του Μίκη Θεοδωράκη – Η ζωή με δικά του λόγια

Όπως αποτυπώνεται στις αυτοβιογραφικές αφηγήσεις του

Σημαντικοί σταθμοί της ζωής του κορυφαίου μουσικοσυνθέτη, Μίκη Θεοδωράκη, όπως αποτυπώνονται στις αυτοβιογραφικές αφηγήσεις του.

 

Ο Σείριος και η Αφροδίτη

Ηταν πραγματικά μία ζωή παραδεισένια, γιατί αυτοί οι άνθρωποι δούλευαν το πρωί, από το μεσημέρι όμως ήταν στη θάλασσα, και μετά κοιμόμαστε όλοι στρωματσάδα. Ξυπνάγαμε, πηγαίναμε εκδρομές, – ήταν ένας φάρος

εκεί κοντά – και το βράδυ πάλι φαΐ και χορός μέχρι αργά… Τότε διασκεδάζαμε πραγματικά. Και ένα άλλο πράγμα που ήταν πολύ σημαντικό για μένα ήταν το ότι το βράδυ κοιμόμαστε στρωματσάδα έξω, κοντά στη θάλασσα. Γι’ αυτό ξυπνάγαμε το πρωί και πηγαίναμε κατευθείαν στη θάλασσα, όλοι μαζί, περίπου τριάντα άνθρωποι. Εκεί κοντά στη θάλασσα ο πατέρας μου, το βράδυ, όταν ήταν έναστρος ο ουρανός, άρχιζε να μου μιλάει για τα ουράνια σώματα. Τα ήξερε κάπως, μπορούσε να τα διακρίνει… Θυμάμαι, μου έλεγε: «Αυτός είναι ο Σείριος, εκεί είναι η Αφροδίτη»… Αυτά με εντυπωσίαζαν πάρα πολύ και, αν κατέληξα κάποτε στον νόμο της Παγκόσμιας Aρμονίας, είναι γιατί τότε με εντυπωσίασε αυτό. Φαίνεται στην παιδική ψυχή έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο…

Επίσης, εκείνη την εποχή στην Αμερική είχε γίνει η περίφημη απαγωγή του γιου του Λίντμπεργκ. Ο Λίντμπεργκ ήταν ο πιλότος ο οποίος πέρασε πρώτη φορά τον Ατλαντικό και έγινε ο μεγαλύτερος ήρωας της εποχής. Είχε ένα παιδί πέντε χρόνων· το απήγαγαν και το σκότωσαν. Αυτό πάγωσε όλη την ανθρωπότητα. Εβαλε όμως και ιδέες στους ληστές, και έτσι οι ληστές της Μυτιλήνης αποφάσισαν να απαγάγουν εμένα!

Είχαμε το μοναδικό αυτοκίνητο, ένα Φορντάκι, και πήγαμε μία εκδρομή στα βουνά έξω από τη Μυτιλήνη. Οταν γυρίζαμε, εμφανίστηκαν δύο άνθρωποι, οι οποίοι είχαν βάψει τα πρόσωπά τους με κάρβουνο, ήταν μαύροι. Μόλις τους είδε η θεία μου η Ερωφίλη, η αδερφή της γιαγιάς μου, που ήταν καθηγήτρια, πρόλαβε και με έκρυψε κάτω απ’ τα φουστάνια της!

Αυτοί ήρθαν και ψάχνανε, δεν με βρήκαν και άρχισαν να παίρνουν κοσμήματα και λεφτά… Εκείνη τη στιγμή λοιπόν ο σοφέρ είχε το θάρρος να βάλει μπροστά το αυτοκίνητο και οι κακοποιοί τον τραυμάτισαν. Αυτός, τραυματισμένος, κατάφερε να φτάσει στη Μυτιλήνη. Αργότερα τους δίκασαν. Φαίνεται τους χτυπούσαν πολύ, ήταν πολύ άγρια τα πράγματα. Θυμάμαι τη δίκη τους. Ηταν πολύ τραυματική εμπειρία.

(Για τα παιδικά χρόνια στη Μυτιλήνη. Αξιος Εστί, τόμος ΙΙΙ, Γεώργιος Π. Μαλούχος, εκδ. Π. Κυριακίδη, 2010, επανεκδόθηκε από «ΤΑ ΝΕΑ» το 2018)

 

 

Οι έντεχνοι λαϊκοί

Ολα τα μουσικά μου έργα μετά τον «Επιτάφιο» (1960) σηματοδοτούν την προσπάθειά μου με στόχο την ολοκλήρωση και την εμπέδωση της έντεχνης λαϊκής μουσικής, δηλαδή τη μελοποίηση της ποίησης, με στόχο τη συνέχιση του λαϊκού μας τραγουδιού σε ένα νέο επίπεδο τόσο μουσικό όσο και προ παντός ποιητικό. Γι’ αυτόν τον σκοπό πέραν των Ρίτσου, Σεφέρη και Ελύτη, θεωρώ ως «έντεχνους λαϊκούς» και τους ποιητές, από τον Νίκο Γκάτσο, τον Τάσο Λειβαδίτη και τον Δημήτρη Χριστοδούλου μέχρι τον Λευτέρη Παπαδόπουλο και τη Λίνα Νικολακοπούλου που σε συνεργασία με άλλους τραγουδοποιούς εκτός από εμένα, αγκαλιάστηκαν από τον λαό μας. Πρώτα τον Μάνο Χατζιδάκι και στη συνέχεια όλους τους συνθέτες, από τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Μίμη Πλέσσα, τον Μάνο Λοΐζο, τον Χρήστο Λεοντή, τον Διονύση Σαββόπουλο, τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Σταύρο Κουγιουμτζή, τον Δήμο Μούτση, τον Γιάννη Σπανό, τον Ηλία Ανδριόπουλο, τον Θάνο Μικρούτσικο, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και τόσους άλλους μέχρι τους σημερινούς τραγουδοποιούς.

(Συνέντευξη Τύπου, με αφορμή τις παραστάσεις της «Ομορφης πόλης» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών σε σκηνοθεσία Γιώργου Βάλαρη τον Ιανουάριο του 2020).

«Με πλησίασε ο Ελύτης…»

«Ολη η ιντελιγκέτσια πήγαινε στο καφέ του Λουμίδη νωρίς, στη Σταδίου, απέναντι από την Κλαυθμώνος (…) Εκεί λοιπόν έπινα τον καφέ μου και ήρθε και με πλησίασε ο Οδυσσέας Ελύτης, τον οποίο ήξερα. Μου λέει: «Μόλις τελείωσα μια ποιητική σύνθεση, το Αξιον Εστί, τη γράφω πολλά χρόνια και θα κυκλοφορήσει αυτόν τον καιρό. Πιστεύω ότι είναι ένα ποίημα που θα σας οδηγήσει να κάνετε κάτι άλλο, πιθανώς μια λειτουργία, ένα ορατόριο, θα σας εμπνεύσει. Είμαι βέβαιος γι’ αυτό, γιατί απ’ ό,τι άκουσα από τα άλλα έργα σας, νομίζω ότι του ταιριάζει πολύ η μουσική σας…». Σε λίγες μέρες ο ταχυδρόμος μου έφερε το βιβλίο του, το οποίο καταβρόχθισα και άρχισα να γράφω τη μουσική. Δεν προλάβαινα στο πεντάγραμμο, τα περισσότερα τα έγραψα στο πλάι. Σε μια εβδομάδα είχα τελειώσει όλο το έργο, πλην του φινάλε, του δοξαστικού. (…)

(Αξιος Εστί, τόμος ΙΙ, Γεώργιος Π. Μαλούχος, εκδ. Π. Κυριακίδη, 2010)

 

 

Για το «Αξιον Εστί»

Τους μελοποίησα [τους στίχους] αμέσως κι άρχισα πάλι να τους τραγουδώ προς μεγάλη χαρά της μικρής Μαργαρίτας και απελπίζοντας τη Μυρτώ μέσα σε εκείνο το μικροσκοπικό δωμάτιο, στο οποίο έπρεπε να τα κάνουμε όλα. Να τρώμε, να ταΐζουμε τα παιδιά, να μελετάμε, να γράφω μουσική. Αλλά δεν ήξερα τι να το κάνω. Να κάνω ένα έργο για τις συναυλίες πάλι, ορχήστρες και λοιπά, ή έπρεπε να κάνω ένα έργο λαϊκό; (…) Οπωσδήποτε έπρεπε να χρησιμοποιήσω μέσα και συμφωνική ορχήστρα και χωρωδία και λόγιο τραγουδιστή. Ολα αυτά έπρεπε να τα συνδυάσω, ήταν τελείως πρωτόγνωρα.

Επρεπε να βρω μια ισορροπία, ώστε το έργο αυτό να μην είναι μακριά από την ευαισθησία του κόσμου. Ηξερα ότι ο κόσμος είναι ανώριμος ακόμη στον συμφωνικό ήχο, όπως και στον χορωδιακό, ότι ήθελε λαϊκά όργανα, λαϊκή φωνή. (…)

Ηθελα να μιμηθώ απολύτως το εκκλησιαστικό ύφος, αλλά και ο Ελύτης δεν είχε αντίρρηση, διότι μιλούσε πάντα για μια λαϊκή λειτουργία.

 

(Από τις σημειώσεις για το έργο στο mikistheodorakis.gr)

 

 

Ηρθε ένας άλλος αστυνομικός, ο Παναγιώτης ο Αγγελάκος, ο οποίος κατόπιν προήχθη και ήταν ο ανακριτής και

του Μπελογιάννη και του Πλουμπίδη. Αυτός ο Αγγελάκος όμως ήταν μια ειδική περίπτωση. Ηταν παθιασμένος με την κλασική μουσική, πραγματικά παθιασμένος! Μου λέει, λοιπόν, όταν με πήγαν στο γραφείο του: «Bλέπω ότι είσαι μουσικός».

«Nαι».

«Εγώ», λέει, «θα σου πω – όπως είπε και ο Γκαίτε – φτάνω μέχρι τον Μότσαρτ, ο Μπετόβεν με ενοχλεί».

Aυτή ήταν η πρώτη γνωριμία μας. Εμείς οι δεκατρείς ήμαστε «μπετόν αρμέ». Οταν ήρθε ο Αγγελάκος, άρχισε ένα άλλο σύστημα. Εφερνε τις γυναίκες και τα παιδιά των κρατουμένων, κι άρχιζε ένα ψηστήρι… και έτσι ένας ένας έκαναν δήλωση και τελικά μείναμε τρεις. Εμεινε ο Ελευθεριάδης ο Γιώργος, ο οποίος ήταν ο πρώην δήμαρχος («κόκκινος»)

της Νέας Σμύρνης, και ήταν και ένας Περικλής, πρώην χωροφύλακας, που ήταν πολύ φανατικός κομμουνιστής. Και οι τρεις μας τελικά μείναμε εκεί, οι άλλοι δέκα υπογράψανε….Τότε λοιπόν εμείς ετοιμαζόμαστε να κάνουμε το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ. Oπότε, μέσα στο κελί, άρχισα να τους τραγουδάω το «Λακριμόζα»… Κοντολογίς, άρχισα να τραγουδάω το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ γι’ αυτούς τους δεκατρείς, πριν ακόμη φύγουν. Δηλαδή κρατούσε το Ρέκβιεμ βρες πόσες ώρες…

Τέσσερις φορές πιο πολύ. Και δεν ήθελαν τίποτ’ άλλο οι κρατούμενοι, παρά μόνο το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ, τίποτ’ άλλο. Ξεκίναγα από το πρωί, μου είχε φύγει πλέον το λαρύγγι. «Πες μας το Ρέκβιεμ. Πες μας του Μότσαρτ, πες μας…». Οπότε, λοιπόν, μια μέρα, την ώρα που τραγουδούσα, χτυπάει η πόρτα. Χτύπησαν την πόρτα, για να μπουν ευγενικά μέσα.

Aνοίγει το κελί και μπαίνει ένας αστυνόμος. Σταματήσαμε εμείς. «Συνεχίστε», μας λέει. «Μήπως μπορώ να παρακολουθήσω κι εγώ;».

(Αξιος Εστί, τόμος Ι, Γεώργιος Π. Μαλούχος, εκδ. Π. Κυριακίδη, 2010)

 

Παλαμάς και Σολωμός

Εχοντας στη μια τσέπη τον Καβάφη και στην άλλη τον Μπραμς, θα μοιραζόμουνα παρανομίες, μάχες, φυλακές και εξορίες, με τον μικροπωλητή, τον υδραυλικό, τον σκαφτιά, τον ψαρά, που δεν είχαν φανταστεί την ύπαρξή τους. Ζωή παρανοϊκή σίγουρα. Βρήκα όμως δυο δασκάλους. Δύο Ελληνες. Τα μεγαλύτερα μυαλά, για να με οδηγήσουν: τον Κωστή Παλαμά και τον Διονύσιο Σολωμό…. Διάβασα, όπως έπρεπε, στον καιρό μου τον Νίτσε. Ιδιαίτερα τη Γέννηση της τραγωδίας, που με δίδαξε πολλά. Ομως, αυτό που χοντρικά και εύκολα οι πιο πολλοί αποκαλούν νιτσεϊκό πνεύμα εγώ το βρήκα πρώτα στον εαυτό μου – που είχε ανάγκη να αυτοϋμνηθεί για να επιζήσει – και στη συνέχεια το διδάχτηκα από τον Παλαμά: «Μέσα στους ξεχωριστούς ο ξεχωριστός εγώ είμαι. Μες στης φυλακής τους διαλεχτούς είμαι ο διαλεχτός εγώ του φυλακιστή (…). Μόνος και ψηλά. Χαμήλωσε και λαός με το λαό γίνε. Να κι οι ανθοί (…) οι ευκολοθέριστοι στ’ άγριο τ’ άλογό σου εμπρός οι ξεψυχιστοί στέφανα του γάμου σου ας γενούν με την άσκημη Ζωή με όλων τη ζωή (…). Και είναι τ’ άστρο η σκλάβα κι η άσκημη κι η γυναίκα σου η Ζωή, και όλων η ζωή. Ξένε, και μ’ αυτή ξανά καβαλλάρης ν’ ανεβείς, τ’ άσπρο σου άτι εσύ, ν’ αστραποδιαβαίνεις και λαός το κατόπι σου Ωσαννά να σκορπάει βοή (τρισωιμέ και τρισαλλοί…, 1899)».

(«Οι δρόμοι του Αρχάγγελου», τόμος Β, ΠΕΚ)

 

 

«Μπήκαμε στο τρένο για να πάμε στον πόλεμο»

 

«Μετά τον τορπιλισμό του «Ελλη» την 15η Αυγούστου του 1940 στην Τήνο από ιταλικό υποβρύχιο, ο πατριωτισμός μας ανέβηκε στα ύψη. Με το Οχι ο ελληνικός λαός, ενωμένος σε μια γροθιά, όχι μόνο δεν φοβήθηκε, αλλά πανηγύρισε και – το πιο σπουδαίο – πίστεψε στη νίκη, πράγμα που έγινε τελικά. Εγώ την εποχή εκείνη ήμουν μαθητής της Δ’ Τάξης Γυμνασίου στην Τρίπολη Αρκαδίας. Στο γυμνάσιό μας έγινε μια τελετή, στην οποία κάποιος καθηγητής μάς μίλησε για την ελληνική ιστορία, πράγμα που μας έδωσε μεγάλο θάρρος. Σε λίγο καιρό άρχισαν να φτάνουν από τα χωριά και να πηγαίνουν στον σιδηροδρομικό σταθμό οι επιστρατευμένοι. Πολλές φορές τούς συνόδευαν μέλη της οικογένειάς τους. Ετσι είδα και άκουσα νέα παιδιά να αποχαιρετούν τη μάνα τους και εκείνη να τους απαντά «Με τη νίκη!». Αυτό το γεγονός οδήγησε κι εμένα και τους φίλους μου στο γυμνάσιο να μπούμε στο τρένο για να πάμε να πολεμήσουμε.

Ο κόσμος τραγουδούσε, χόρευε, αγκάλιαζε ο ένας τον άλλο μέσα στον δρόμο. Κι εμείς μπήκαμε στο τρένο κρυφά από τους δικούς μας. Ομως οι γονείς μας, με τη βοήθεια της Χωροφυλακής, μας έπιασαν στη Λάρισα και μας γύρισαν πίσω. Εγώ θύμωσα πολύ με τον πατέρα μου, γιατί με σταμάτησε, ενώ ο ίδιος σε ηλικία 16 ετών τραυματίστηκε στην Ηπειρο, στο Μπιζάνι, όπου πολέμησε ως εθελοντής. Τον ρώτησα λοιπόν για ποιο λόγο με εμπόδισε να κάνω αυτό που είχε κάνει ο ίδιος. Και βέβαια το μόνο που βρήκε να μου πει ήταν ότι εκείνος τότε ήταν 16 ετών, άρα… έναν χρόνο μεγαλύτερος από μένα! Τότε κι εγώ του ανακοίνωσα ότι μετά το γεγονός αυτό δεν μπορούσα πλέον να ζω κάτω από την ίδια στέγη μαζί του. Εφυγα από το σπίτι και εντάχθηκα στην Αεράμυνα, γιατί στο μεταξύ άρχισαν να βομβαρδίζουν την πόλη οι Ιταλοί».

(Από τις τελευταίες αφηγήσεις του Μίκη στα «ΝΕΑ» για το πού βρισκόταν την 28η Οκτωβρίου 1940. Δημοσιεύτηκε στις 24 Οκτωβρίου 2020)

 

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα τα ΝΕΑ