Γκίκας Μαγιορκίνης: Πόσες ενισχυτικές δόσεις θα χρειαστούµε

Με άρθρο του στα Παραπολιτικά

Ο επίκουρος καθηγητής Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της επιτροπής εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας, Γκίκας Μαγιορκίνης αναφορικά με την αναμνηστική δόση, καθιστά σαφές με άρθρο του στα «Παραπολιτικά», πως δηµοσιευµένη µελέτη από το Ισραήλ δείχνει ότι η ανοσία από το αρχικό σχήµα εξασθένησε ελαφρώς µέχρι τους 4 µήνες µετά τη δεύτερη δόση, ενώ µετά φαίνεται να σταθεροποιείται.

 

Ενώ όσον αφορά στο ερώτημα για πιθανές επιπλέον αναμνηστικές δόσεις στο απώτερο μέλλον, ο καθηγητής υποστηρίζει ότι αυτό θα εξαρτηθεί κατ’ αρχήν από την έλευση στελεχών που θα είναι ανθεκτικά στην ανοσολογική απόκριση από τα υπάρχοντα εµβόλια.

Το άρθρο του Γκίκα Μαγιορκίνη

Οι αρχικές κλινικές µελέτες αποτελεσµατικότητας των εµβολίων του κορονοϊού που έχουν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα έδειξαν ότι αυτά τα εµβόλια έχουν υψηλή αποτελεσµατικότητα στην αποτροπή θανάτου και σοβαρής νόσου. Ενα βασικό ερώτηµα που καλούνται οι τρέχουσες µελέτες να απαντήσουν είναι κατά πόσο είναι αναγκαίες οι ενισχυτικές δόσεις, αλλά και πόσο χρονικό διάστηµα διαρκεί η ανοσία. Πρόσφατα δηµοσιευµένη µελέτη από το Ισραήλ δείχνει ότι η ανοσία από το αρχικό σχήµα εξασθένησε ελαφρώς µέχρι τους 4 µήνες µετά τη δεύτερη δόση, ενώ µετά φαίνεται να σταθεροποιείται. Αυτή η εξασθένηση ήταν πιο έντονη στην πιθανότητα λοίµωξης παρά στην πιθανότητα για εισαγωγή στο νοσοκοµείο ή στην πιθανότητα θανάτου.

Η µελέτη δείχνει ότι η πτώση της ανοσίας περιορίζεται στους 3-4 µήνες µετά την τελευταία δόση, αλλά έχει σηµαντικούς περιορισµούς, καθότι λαµβάνει υπόψη την ηλικία, αλλά όχι τις νόσους που µπορεί να είχε κάποιος όταν µολύνθηκε µε τον κορονοϊό. Η τρίτη ή ενισχυτική δόση φαίνεται ότι µπορεί να καλύψει αυτήν τη µικρή πτώση της αποτελεσµατικότητας. Θα χρειαστούν όµως επιπλέον αναµνηστικές δόσεις στο απώτερο µέλλον;

Αυτό θα εξαρτηθεί κατ’ αρχήν από την έλευση στελεχών που θα είναι ανθεκτικά στην ανοσολογική απόκριση από τα υπάρχοντα εµβόλια. Προς το παρόν, δεν φαίνεται να υπάρχει σηµαντική διαφυγή από την ανοσολογική απόκριση εξαιτίας των εµβολίων. Αν και εφόσον συνέβαινε ένα τέτοιο γεγονός, τότε είναι πιθανό να χρειασθούν ετήσιοι εµβολιασµοί, που θα στοχεύουν σε επικαιροποιηµένα αντιγόνα του κορονοϊού. Κάτι παρόµοιο συµβαίνει στη γρίπη µε τον ετήσιο εµβολιασµό κατά της γρίπης. Από την άλλη, υπάρχουν κατηγορίες ασθενών που αναπτύσσουν πιο αδύναµη ανοσολογική απόκριση, όπως οι ανοσοκατεσταλµένοι. Σε αυτούς τους πολύ ειδικούς πληθυσµούς, που είναι και οµάδες υψηλού κινδύνου για βαριά νόσο COVID-19, είναι πιθανή η επανάληψη των δόσεων, µε σκοπό τη µέγιστη προστασία τους.

Τα δεδοµένα που βλέπουµε για τον γενικό πληθυσµό, ωστόσο, δείχνουν ότι τουλάχιστον για την αποτροπή βαριάς νόσου και θανάτου δεν υπάρχει σηµαντική εξασθένηση σε βάθος χρόνου. Τα στοιχεία είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά για παρατεταµένη αποτελεσµατικότητα, ωστόσο είναι ακόµη νωρίς για την εξαγωγή ασφαλούς συµπεράσµατος για το κατά πόσο θα χρειαστούν επιπλέον αναµνηστικές δόσεις. Αν ο στόχος είναι η ελάττωση της πιθανότητας λοίµωξης, τότε είναι πιθανό να χρειασθούν κάποια περιορισµένα ενισχυτικά σχήµατα στο µέλλον, καθότι η πλήρης αποτροπή λοίµωξης απαιτεί ισχυρότερες ανοσολογικές αποκρίσεις. Αν ο στόχος είναι η ελάττωση της βαριάς νόσου και του θανάτου, τότε είναι πιθανό να µη χρειασθούν καθόλου ενισχυτικές δόσεις (ή ίσως κάποιες πολύ περιορισµένες).