Μελέτη για τη στοχευμένη άρση απορρήτου επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας, με τίτλο «Υποκλοπές και Απόρρητο: Θεσμικό πλαίσιο και Προτάσεις Πολιτικής» δημοσιεύει το Eteron – Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή.
Συγγραφέας της μελέτης είναι ο Δημήτρης Τσαραπατσάνης, αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του York και δικηγόρος Αθηνών. Η μελέτη αποτελεί μέρος του project του Eteron «Απόρρητο | Υποκλοπές – Προσωπικά Δεδομένα – Δημοκρατία», το οποίο έχει ως στόχο τη συμβολή στον δημόσιο διάλογο και τη διαμόρφωση προτάσεων πολιτικής σε θεσμικό και τεχνικό επίπεδο για την προστασία του απορρήτου και τη διασφάλιση της διαφάνειας.
Στο πλαίσιο αυτό, το Eteron πραγματοποιεί εκδήλωση για την παρουσίαση της μελέτης, την ερχόμενη Πέμπτη στην αίθουσα «Γεώργιος Καραντζάς» στον 1ο όροφο της ΕΣΗΕΑ (Ακαδημίας 20, Αθήνα).
Αντικείμενο της μελέτης είναι η κριτική αποτίμηση του τρόπου με τον οποίο η ελληνική έννομη τάξη ρυθμίζει τη «στοχευμένη»/εξατομικευμένη άρση του απορρήτου των επικοινωνιών των προσώπων για λόγους εθνικής ασφάλειας και συγκεκριμένα: (α) Η κριτική αποτίμηση του ισχύοντος νομικού πλαισίου, τόσο από την άποψη του εφαρμοστέου όσο και από εκείνη του εφαρμοζόμενου δικαίου.
(β) Η παρουσίαση και κριτική αποτίμηση του πλαισίου που συνάγεται από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), στο μέτρο που η τελευταία θέτει σαφείς περιορισμούς στους εθνικούς νομοθέτες των κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, μεταξύ δε αυτών και στον έλληνα νομοθέτη.
Επιπλέον στη μελέτη παρουσιάζονται συγκριτικά οι επιλογές που έχουν γίνει από τη γαλλική έννομη τάξη. Διατυπώνονται συγκεκριμένες προτάσεις για τη μεταρρύθμιση του ισχύοντος πλαισίου, ενώ γίνεται και μια πρώτη κριτική αποτίμηση του σχετικού νομοσχεδίου που κατατέθηκε σε δημόσια διαβούλευση από το Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Προτάσεις πολιτικής
Στη μελέτη καταγράφονται 9 συγκεκριμένες προτάσεις για τη ρύθμιση του ζητήματος της στοχευμένης άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας, προσαρμοσμένες στα νομικά δεδομένα της ελληνικής έννομης τάξης.
Σημείο εκκίνησης των προτεινόμενων παρεμβάσεων αποτελεί η διαπίστωση ότι, τόσο από την άποψη του εφαρμοστέου όσο και από εκείνη του εφαρμοζόμενου δικαίου, το παρόν πλαίσιο αποτελεί μια νομική «μαύρη τρύπα» που κυριαρχείται από τη raison d’Etat των κρατικών υπηρεσιών ασφάλειας και εντός της οποίας ελλοχεύει ο κίνδυνος κρατικών αυθαιρεσιών και μαζικής παραβίασης ατομικών δικαιωμάτων.
Οι εν λόγω πολιτικές εστιάζουν στα ζητήματα που αφορούν τον ορισμό της έννοιας της εθνικής ασφάλειας, την αρμοδιότητα έκδοσης των διατάξεων άρσης του απορρήτου, την αιτιολογία των διατάξεων άρσης του απορρήτου, τις ειδικά προστατευόμενες κατηγορίες, το δικαίωμα ενημέρωσης των θιγέντων εκ των υστέρων, την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, τον αποτελεσματικό έλεγχο των υπηρεσιών ασφαλείας από την ΑΔΑΕ και από τη Βουλή.
Ειδικότερα προτείνεται:
1/ Να λογίζονται ως λόγοι εθνικής ασφάλειας που επιτρέπουν την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών προσώπων μόνο: (α) η προστασία της εδαφικής ακεραιότητας και της άμυνας της χώρας και (β) η προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
2/ Η αίτηση για άρση του απορρήτου επικοινωνιών προσώπου για λόγους εθνικής ασφάλειας, που διαβιβάζεται σε όργανο αρμόδιο να αποφασίσει για το αν το μέτρο θα ληφθεί, να είναι αιτιολογημένη και τεκμηριωμένη.
3/ Η απόφαση για λήψη του μέτρου άρσης του απορρήτου επικοινωνιών προσώπου για λόγους εθνικής ασφάλειας να λαμβάνεται από πολυπρόσωπο όργανο, το οποίο παραμένει στην έδρα του και δεν αποσπάται σε επισπεύδουσα αρχή.
4/ Η διάταξη με την οποία αίρεται το απόρρητο των επικοινωνιών προσώπου για λόγους εθνικής ασφάλειας να πρέπει: (α) να περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο του παρακολουθούμενου προσώπου και (β) να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη από την επισπεύδουσα αρχή.
5/ Η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας που αφορά πολιτικά πρόσωπα, δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, δικηγόρους και δημοσιογράφους να επιτρέπεται μόνο αν επισπεύδεται από την ΕΥΠ, και να κοινοποιείται στην ΑΔΑΕ εντός εικοσιτεσσάρων ωρών. Επί του αιτήματος αποφαίνεται για μεν τα πολιτικά πρόσωπα ειδική επιτροπή της Βουλής με ευρύτερη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση μετά από διατύπωση γνώμης της ΑΔΑΕ, για δε τα λοιπά πρόσωπα ειδικός σχηματισμός του Συμβουλίου της Επικρατείας μετά από διατύπωση γνώμης της ΑΔΑΕ.
6/ Η επαναφορά της προϊσχύουσας δυνατότητας ενημέρωσης του θιγέντος από την ΑΔΑΕ, με κατάργηση του άρθρου 87 του νόμου 4790/2021. Επιπλέον, προτείνεται να δοθεί η δυνατότητα στην ΑΔΑΕ να ενημερώσει το θιγέν πρόσωπο για (α) τους λόγους και (β) τη χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του για λόγους εθνικής ασφάλειας.
7/ Η πρόβλεψη ειδικού ένδικου βοηθήματος ουσίας, ασκούμενου ενώπιον ειδικού σχηματισμού του Συμβουλίου της Επικρατείας, για κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο, με αντικείμενο την αναγνώριση της παρανομίας εν εξελίξει διαδικασίας άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών και τη λήψη κάθε κατάλληλου μέτρου για τη διακοπή της.
8/ Να ξεκινήσει μια ευρεία διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης για την αναβάθμιση του νομικού πλαισίου, των πόρων και της στελέχωσης της ΑΔΑΕ.
9/ Το άρθρο 43Α του Κανονισμού της Βουλής να συμπληρωθεί με την προσθήκη της εξής πρότασης: «Ο Διοικητής της Ε.Υ.Π. δεν μπορεί να επικαλεστεί την υποχρέωση εχεμύθειας του άρθρου 14 του νόμου 3649/2008». Αντίστοιχη πρόταση πρέπει να ενσωματωθεί και στα άρθρα 146 και 147 του Κανονισμού της Βουλής. Θα έπρεπε επίσης να γίνει μια ευρεία διαβούλευση για τη δυνατότητα θέσπισης ειδικής διαδικασίας, ενώπιον των ανωτέρω Επιτροπών της Βουλής, κάμψης και του απορρήτου που προβλέπεται από το άρθρο 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.