Τη σημαντική μείωση των εκπομπών ρύπων στην Αττική είχαν ως αποτέλεσμα οι αυστηροί περιορισμοί της κυκλοφορίας.
Αυτό, σύμφωνα με επιστήμονες του Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΙΕΠΒΑ/ΕΑΑ) κάτι το οποίο είδαμε και σε διεθνές επίπεδο.
Μείωση της ρύπανσης στην Αττική
Αναλυτικότερα, τα στοιχεία που παρουσίασαν η διευθύντρια ερευνών δρ Βασιλική Ασημακοπούλου και η επιστημονική συνεργάτης Κυριακή-Μαρία Φαμέλη της ομάδας Μελέτης της Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης σε Αστικές Περιοχές (Urban Air Quality group – UAQ) του ΙΕΠΒΑ/ΕΑΑ, δείχνουν ότι:
Η μείωση των επιβατικών οχημάτων κατά 70% οδήγησε σε μείωση των εκπομπών μονοξειδίου του άνθρακα (CO), των οξειδίων του αζώτου (NOx) και των χονδρόκοκκων σωματιδίων (ΡΜ10) κατά 28%, 14% και 31% αντίστοιχα. Η αντίστοιχη μείωση των δικύκλων κατά 50% επέφερε μείωση των παραπάνω ρύπων και σωματιδίων κατά 22% (CO), 2% (NOx) και 5% (PM10).
Η καθολική μείωση της κίνησης όλων των τύπων οχημάτων κατά 50% επηρέασε σε πάρα πολύ μεγάλο ποσοστό τις εκπομπές CO, NOx και ΡΜ10 κατά 34%, 50% και 49% αντίστοιχα, αναδεικνύοντας τη συνεισφορά των φορτηγών στα συνολικά επίπεδα των εκπομπών.
Πολύ σημαντική υπήρξε η επίδραση της αύξησης στην ταχύτητα κίνησης των οχημάτων, καθώς κατά την περίοδο του lockdown δεν παρατηρήθηκαν τα συνήθη μποτιλιαρίσματα στους κεντρικούς οδικούς άξονες του λεκανοπεδίου. Τα αποτελέσματα του σχετικού σεναρίου έδειξαν ακόμη καλύτερο μετριασμό των εκπομπών κατά 42% για το CO, 45% για τα NOx και 44% για τα PM10.
Όσον αφορά στις υπολογιζόμενες εκπομπές από τις οδικές μεταφορές για την Αττική, παρατηρήθηκε ότι οι διαφορετικοί τύποι οχημάτων (επιβατικά Ι.Χ., ταξί, δίκυκλα, φορτηγά και λεωφορεία) επηρεάζουν ασύμμετρα τις εκπομπές, λόγω της χρήσης διαφορετικών τύπων καυσίμου. Πιο αναλυτικά, οι συνολικές εκπομπές μονοξειδίου του άνθρακα (CΟ) συνδέονται κυρίως με τα βενζινοκίνητα οχήματα (83% για τα Ι.Χ. και δίκυκλα), ενώ οι εκπομπές των οξειδίων του αζώτου (ΝΟx) με τα ντιζελοκίνητα (συμμετοχή των βαρέων φορτηγών κατά 55%, των επιβατικών οχημάτων κατά 20% και των λεωφορείων κατά 15%). Στις συνολικές εκπομπές των χονδρόκοκκων σωματιδίων (ΡΜ10) το ποσοστό συνεισφοράς των Ι.Χ. επιβατικών είναι 44%, ενώ των βαρέων φορτηγών 35%.
Επομένως, παρόλο που τα Ι.Χ. επιβατικά οχήματα χρησιμοποιούνται κυρίως κατά τη μετάβαση από και προς την εργασία, ο μεγάλος αριθμός τους συνεχίζει να αποτελεί παράγοντα επιβάρυνσης των συνολικών εκπομπών. Τα ταξί όσο και τα φορτηγά έχουν διαρκή κίνηση μέσα στο λεκανοπέδιο της Αττικής, με αποτέλεσμα το φορτίο των εκπομπών που τους αναλογεί, να είναι σημαντικό.
Οι δύο ερευνήτριες συμπεραίνουν ότι «τα οφέλη στο περιβάλλον από την προώθηση εναλλακτικών μέσων μεταφοράς (ποδήλατα, περπάτημα, μέσα μαζικής μεταφοράς) έναντι της καθημερινής χρήσης των ΙΧ επιβατικών αυτοκινήτων, όπως και η ομαλοποίηση της ροής στους κεντρικούς δρόμους, είναι πολύ σημαντικά και χρειάζονται γενναία μέτρα, αλλά και εκπαίδευση των πολιτών όλων των ηλικιών. Η παρούσα κατάσταση ευνοεί την μετάβαση σε μια καθημερινότητα με λιγότερα αυτοκίνητα στους δρόμους».
Από την άλλη, όπως επισημαίνουν, «δεν μπορεί ωστόσο να παραβλεφθεί το αρνητικό αντιστάθμισμα των παραπάνω βελτιώσεων, το οποίο σχετίζεται με τις εκπομπές από την θέρμανση των κατοικιών. Κατά τη διάρκεια του #ΜένουμεΣπίτι, αυξήθηκε η χρονική διάρκεια της θέρμανσης των κατοικιών, με αποτέλεσμα οι καθημερινές να θυμίζουν Κυριακές». Σε όλες τις περιφέρειες της Ελλάδας διαπιστώθηκε ότι τις Κυριακές κατά το χρονικό διάστημα 8:00-16:00 οι ένοικοι χρησιμοποιούσαν τα συστήματα θέρμανσης 48% περισσότερο απ’ ό,τι τις καθημερινές.