Εγκύκλιος από τον Άρειο Πάγο για τον περιορισμό του κορωνοϊού

Δείτε την εγκύκλιο που απέστειλε ο κος. Πλιώτας

Εγκύκλιο απέστειλε ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Βασίλης Πλιώτας στους εισαγγελείς. Ο κ. Πλιώτας τούς καλεί να πράξουν τα δέοντα για τον περιορισμό των συνεπειών της πανδημίας του κορονοϊού στον χώρο της Δικαιοσύνης.

 

Ειδικότερα, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Βασίλης Πλιώτας, με την εγκύκλιό του προς τους εισαγγελείς ζητά επαγρύπνηση και δίνει οδηγίες και κατευθύνσεις για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της νόσου και στον τομέα της Δικαιοσύνης.

Όπως εξηγεί ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, «οι αλλεπάλληλες αναστολές εκδίκασης των προσδιορισμένων ποινικών υποθέσεων λόγω της πανδημίας αύξησαν σημαντικά το μεγάλο αριθμό εκκρεμών ποινικών δικογραφιών στις εισαγγελίες και στα δικαστήρια της χώρας, επιτείνοντας αναπόφευκτα την αληθώς από δεκαετιών παρατηρούμενη βραδύτητα στην απονομή της Δικαιοσύνης, προβλήματος σύνθετου, η αντιμετώπιση του οποίου δεν μπορεί να είναι άμεση και δεν επιτυγχάνεται με μέτρα αποσπασματικά, με λύσεις εμβαλωματικές, με μεγαλόστομες λεκτικές διακήρυξης ή με μετάθεση ευθυνών».

Εγρήγορση και προσπάθεια
Ο κ. Πλιώτας αφού ξεκαθαρίζει στην εγκύκλιο του ότι επιβάλλεται η εγρήγορση και η προσπάθεια όλων των εισαγγελικών λειτουργών της χώρας για να αποκατασταθεί το απωλεσθέν έδαφος δίνει επτά κατευθύνσεις με σκοπό την αποκατάσταση της κατάστασης που επικρατεί στις δικαστικές αίθουσες όλης της χώρας.

Ειδικότερα, ο πρώτος τη τάξει εισαγγελικός λειτουργός της χώρας τονίζει στην εγκύκλιό του:

«Αναμφισβήτητα και στον χώρο της ποινικής δικαιοσύνης τέθηκαν σε δοκιμασία από την πανδημία του κορονοϊού θεμελιώδεις αρχές της ελληνικής ποινικής δίκης. Όπως η αρχή του σεβασμού και της προστασίας του ανθρώπου, από την οποία εκπορεύεται και το συνταγματικό του δικαίωμα να μπορεί να αναπτύξει τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα του και η αρχή της ταχείας διεξαγωγής της δίκης που υπηρετεί την ανάγκη αποκατάστασης της κοινωνικής ειρήνης και επιτάσσεται από το άρθρο 6 παράγραφος 1 εδάφιο Α της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με το οποίο κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα όπως υπόθεση του δικαστεί εντός «λογικής προθεσμίας», καθώς και το άρθρο 1 παράγραφος 3 στοιχείο Γ Δ.Σ.Α.Π.Δ, που εγγυάται την εκδίκαση χωρίς αδικαιολόγητες καθυστερήσεις».

Η βραδύτητα στην απονομή της Δικαιοσύνης
Όπως εξηγεί στην εγκύκλιο του ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, «οι αλλεπάλληλες αναστολές εκδίκασης των προσδιορισμένων ποινικών υποθέσεων λόγω της πανδημίας αύξησαν σημαντικά το μεγάλο αριθμό εκκρεμών ποινικών δικογραφιών στις εισαγγελίες και στα δικαστήρια της χώρας, επιτείνοντας αναπόφευκτα την αληθώς από δεκαετιών παρατηρούμενη βραδύτητα στην απονομή της Δικαιοσύνης, προβλήματος σύνθετου, η αντιμετώπιση του οποίου δεν μπορεί να είναι άμεση και δεν επιτυγχάνεται με μέτρα αποσπασματικά, Μελίσσης εμβαλωματικές, με μεγαλόστομες λεκτικές διακήρυξης ή με μετάθεση ευθυνών».

Αναλύοντας τις αιτίες του διαχρονικού αυτού προβλήματος, ο κ. Πλιώτας επισημαίνει ότι «μετά από την μερική άρση των περιορισμών που επέτρεψε στο χώρο της ποινικής δικαιοσύνης την εισαγωγή στο ακροατήριο και την εκδίκαση περισσότερων ποινικών υποθέσεων, σε ό,τι αφορά την λειτουργική αποστολή των εισαγγελικών λειτουργών επιβάλλεται η από όλους μας εγρήγορση, προσπάθεια, συστηματική και οργανωμένη μας ενέργεια, ως ελάχιστη συμβολή, για να αποκαθίσταται σταδιακά το απωλεσθέν έδαφος από την πανδημία, με απώτερο στόχο να προκύπτει, κατά το δυνατόν, ανεκτός ρυθμό στην δικαστική λειτουργία και να αποτρέπεται κάθε δικονομική ή άλλη αστοχία».

Να «τρέξουν» ποινικές υποθέσεις που οδεύουν προς παραγραφή
Στην εγκύκλιο περιέχονται οι εξής 7 κατευθύνσεις:

1.Να επανελεγχθούν οι εκκρεμείς προς εκδίκαση ποινικές υποθέσεις και προεχόντως εκείνες των οποίων ματαιώθηκε η συζήτηση κατά την περίοδο των αναστολών λόγω της πανδημίας και να προσδιορίσετε κατά προτεραιότητα τόσο τις δικογραφίες αυτές, όσο και ανεξαρτήτως της προϋπόθεσης αυτής, τις δικογραφίες με κατηγορούμενους που τελούν σε προσωρινή κράτηση ή κρατούνται δύναμη απόφασης πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, καθώς και εκείνες που αφορούν σε εγκλήματα με κίνδυνο παραγραφής ή που με ειδικές προβλέψεις ορίζεται η κατά προτεραιότητα εκδίκαση τους.

2.Ο εισαγγελέας της έδρας του δικαστηρίου και πρωτίστως των δικαστηρίων κακουργημάτων θα πρέπει να έχει πλήρη και σαφή εικόνα των μεταγενέστερων δικασίμων από απόψεως προσδιορισμένων ήδη υποθέσεων, σοβαρότητα αυτών, αριθμού διαδίκων κλπ, Ώστε σε περίπτωση αναβολής σε ρητή δικάσιμο να θέτει τα δεδομένα αυτά υπόψη του δικαστηρίου για τον σχετικό ορισμό ώστε να διασφαλίζεται μία ασύμμετρη κατανομή των υποθέσεων και να αποφεύγονται οι αναβολές σε δικασίμους «υπερφορτωμένες», που θα οδηγήσουν σε νέες αναβολές, αφάνταστη ταλαιπωρία των διαδίκων. Αυτονόητα και εισαγγελείς προσδιορισμού των υποθέσεων, είτε ορίζοντας το πρώτον δικάσιμο είτε μετά από αναβολή, εφόσον, στη δεύτερη περίπτωση, το δικαστήριο δεν ανέβαλε σε ρητή δικάσιμο, θα λαμβάνουν υπόψη και τα αμέσως προηγούμενα στοιχεία και επισημάνσεις.

3.Να υπάρξει ιδιαίτερη μέριμνα ώστε να εκλείψουν οι αρνητικές περιπτώσεις αναβολών ή κήρυξης απαράδεκτης της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο ή στο δικαστικό συμβούλιο, ελλείψει κλητεύσεως, εμπρόθεσμου ή μη παντάπασι ή μη νόμιμου τοιαύτης, αναλόγως και κατά περίπτωση, των διαδίκων ή των μαρτύρων.

4.Να συμβάλλετε στη δικονομικά επιβαλλόμενη εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας στο ακροατήριο με τη συστηματική σας προετοιμασία, την επιμέλεια άσκηση των καθηκόντων σας ως εισαγγελέων της έδρας, με την ουσιαστική συμμετοχή σας και ακόμη με προτάσεις αιτιολογημένες και τις ειδικές στην εν γένει ποινική διαδικασία, όταν τούτο επιβάλλεται.

5.Να εξετάσετε τυχόν προκύπτουσα ανάγκη αύξησης των δικασίμων των ποινικών δικαστηρίων και να ζητήσετε εφόσον κριθεί απαραίτητο και είναι εφικτό την σύγκληση της ολομέλειας του δικαστηρίου, για να αυξηθεί ο αριθμός των εκδικαζομένων υποθέσεων.

6.Να αξιοποιείτε, στο στάδιο της ποινικής προδικασίας, σε όλο το εύρος το δικονομικό μας οπλοστάσιο, ώστε να αποτρέπεται η παραπομπή κατηγορουμένου στο ακροατήριο μετά από υποβολή εγκλήσεων, μηνύσεων αναφορών και ανωνύμων καταγγελιών που δε στηρίζονται στον νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμες στην ουσία τους ή ανεπίδεκτες δικαστικής εκτιμήσεως ή εμποδίζεται ακόμη και η δικονομική τους προώθηση.

7.Οι εισαγγελείς εφετών, τέλος, να μας ενημερώνουν άμεσα κάθε φορά και σε πρόωρο δικονομικό στάδιο, εφόσον κρίνουν ότι πρόκειται, στην περιφέρεια του εφετείου που υπηρετούν, για υπόθεση «εξαιρετικής φύσης», ώστε να εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 32 εδάφιο τελευταίο του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και να διατάσσεται η διεξαγωγή της ανάκρισης και η εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο κατά απόλυτη προτεραιότητα.

Κλείνοντας ο κ. Πλιώτας αναφέρει :

«Αναγνωρίζονται ο μόχθος και οι θυσίες όλων των εισαγγελικών λειτουργών. Από την κοινή και συνεπή προσπάθεια όλων μας, στα πλαίσια της άσκησης των λειτουργικών μας καθηκόντων και κατά το λόγο που στον καθένα μας αναλογεί, πρέπει να αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη των πολιτών στην έννομη τάξη, να ευελπιστεί ο κάθε διάδικος ότι θα απολαμβάνει της δικαστικής προστασίας που του οφείλεται και δικαιούται, με την επιθυμητή, ανεκτή τουλάχιστον στην παρούσα φάση, ταχύτητα στην απονομή της Δικαιοσύνης, με σεβασμό και εγγύηση, πάντα, των προσωπικών ελευθεριών και των αρχών του ανθρωπισμού».