Δολοφονία στο Κουκάκι: «Την λάτρευα και με απαξίωνε» επιχειρεί να δικαιολογηθεί ο 55χρονος που σκότωσε τη γυναίκα του

Ολόκληρο το υπόμνημα του συζυγοκτόνου

Να δικαιολογήσει το αδικαιολόγητο έγκλημά του, την άγρια δολοφονία της 46χρονης συζύγου του Κατερίνας, μέσα στο διαμέρισμά τους στο Κουκάκι, τα ξημερώματα της περασμένης Παρασκευής, επιχείρησε ο 55χρονος συζυγοκτόνος, με 5σέλιδο υπόμνημα που κατέθεσε στην ανακρίτρια, χωρίς όμως να πείσει με τους ισχυρισμούς του, καθώς αμέσως μετά κρίθηκε προσωρινά κρατούμενος.

Με το υπόμνημά του ούτε λίγο ούτε πολύ ο 55χρονος παρουσιάζει το θύμα ως υπεύθυνο για το έγκλημα που διέπραξε και υποστηρίζει ότι ο ίδιος ήταν ένας καλός σύζυγος και πατέρας, ο οποίος ενδιαφέρονταν γα την επανασύνδεσή του με τη γυναίκα του. Εκείνη όμως, όπως υποστηρίζει, τον μείωνε και τον απαξίωνε συνεχώς.

Ο δράστης του άγριου εγκλήματος ζήτησε μάλιστα συγνώμη για τη δολοφονία της 46χρονης, δηλώνοντας συντετριμμένος και ψυχολογικά καταρρακωμένος!

«Κατ’ αρχάς, να ζητήσω εκ νέου συγγνώμη για το κακό που προξένησαν στη σύζυγό μου, στα παιδιά μου και στην οικογένειά της. Είμαι συντετριμμένος, καταρρακωμένος ψυχολογικά και συναισθηματικά που αφαίρεσα τη ζωή της μοναδικής γυναίκας που αγάπησα και μακάρι να μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω. Με τη σύζυγό μου ήμασταν 28 χρόνια παντρεμένοι και αποκτήσαμε δύο τέκνα» αναφέρει στο υπόμνημά του ο 55χρονος και προσθέτει: «Από τα πρώτα χρόνια της έγγαμης συμβίωσης μας είχαμε προβλήματα και μαλώναμε συχνά. Ποτέ όμως δεν είχα βιαιοπραγήσει σε βάρος της πολλώ μάλλον σε βάρος των τέκνων μας…».

«Την ικέτευα να γυρίσει»

Ο κατηγορούμενος στο υπόμνημά του υποστηρίζει πως αγαπούσε τη γυναίκα του με την οποία, όπως ισχυρίζεται, είχε πολλές αντεγκλήσεις και διαφωνίες.

Χαρακτηριστικά αναφέρει: «Πάντα την συγχωρούσα γιατί πραγματικά την αγαπούσα και το μόνο που έκανα ήταν να εργάζομαι σκληρά προκειμένου να προσφέρω όσο περισσότερα μπορούσα στην οικογένειά μου και να μη λείψει τίποτα τόσο σε αυτήν όσο και στα παιδιά μας. Το έτος 2011 η σύζυγος μου, μου ζήτησε να μείνουμε για λίγο χωριστά για να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας όπερ και εγένετο και μετακόμισα σε μισθωμένη οικία για ένα χρόνο ενώ αυτή παρέμεινε με τα τέκνα μας στην οικία μας (διαμέρισμα ιδιοκτησίας μου) στην οδό Ματρόζου. Όταν δε καλυτέρεψαν οι σχέσεις μας επέστρεψε στην οικία μας και μείναμε όλοι μαζί. Τα χρόνια που μεσολάβησαν είχαμε κάποιους καυγάδες και τσακωμούς όπως όλα τα ζευγάρια πότε όμως δεν βιαιοπράγησα σε βάρος της».

Συνεχίζοντας ο κατηγορούμενος υποστηρίζει πως το 2019 είχε με το θύμα «έντονη λεκτική διένεξη» με αποτέλεσμα, όπως λέει, να φύγει από την οικογενειακή εστία σε ακίνητο ιδιοκτησίας του στο Κουκάκι, επί της οδού Δημητρακοπούλου.

Χαρακτηριστικά αναφέρει: «Συγκεκριμένα είχα δει κάποια μηνύματα στο κινητό της και είχα καταλάβει ότι σχεδιάζει να ταξιδέψει με έναν άγνωστο σε εμέ άντρα. Την παρακάλεσα να μην το κάνει αυτό στο γάμο μας, ότι την αγαπούσα και δεν ήθελα να ταξιδέψει. Αυτή ωστόσο παρά τις εκκλήσεις μου πραγματοποίησε το ταξίδι και όταν επέστρεψε διαπληκτιστήκαμε λεκτικά και έφυγα από την οικία μας, ως ανώτερο ανέφερα. Καθ’ ον χρόνο διέμενα στην Δημητρακοπούλου οι σχέσεις μου με τη σύζυγό μου δεν είχαν εντάσεις και φρόντισα να καλύπτω όχι μόνο τα πάγια έξοδα της οικίας αλλά και όλα τα έξοδα και ανάγκες τόσο αυτής όσο και των τέκνων μας όπως άλλωστε πρώτα όλα αυτά τα χρόνια…».

«Ήταν λάθος να επιστρέψω»

Ο 55χρονος ισχυρίστηκε ότι πολλές φορές προσπάθησε να επανασυνδεθεί με το θύμα αλλά η 46χρονη, όπως υποστήριξε, του έλεγε ότι ήθελε διαζύγιο.

«Δεν ήθελε να τα ξαναβρούμε και όταν την ρωτούσα γιατί μου απαντούσε να μη με ενδιαφέρει τι κάνει στη ζωή της και ότι δεν ήθελε να επιστρέψει στην οικία μας» αναφέρει στο υπόμνημά του και συνεχίζει υποστηρίζοντας τα εξής:

«Το μήνα Μάιο του τρέχοντος έτους η σύζυγος μου με ενημέρωσε ότι θέλει διαζύγιο για να φτιάξει τη ζωή της. Αμέσως έπλασα στο μυαλό μου την εικόνα πως μέσα στο σπίτι μου, που με τόσο κόπο και μόχθο μια ζωής έχτισα, διαμένουν τα τέκνα μου και η σύζυγος μου με ένα νέο σύζυγό και εγώ να είμαι απομονωμένος. Έτσι πήρα την πρωτοβουλία να επιστρέψω στην οικία μου. Δυστυχώς ήταν λάθος να πιστέψω ότι με την επιστροφή μου θα άλλαζα γνώμη στην σύζυγό μου, θα τα ξαναβρίσκαμε και θα διαμέναμε όλοι μαζί σαν οικογένεια αγαπημένοι κάτω από την ίδια στέγη. Η συμπεριφορά τόσο της συζύγου μου όσο και των παιδιών μου ήταν επιθετική προς εμέ. Τα τέκνα μου καταφανώς επηρεασμένα από τη σύζυγό μου δε με ήθελαν κοντά τους πολλώ μάλλον αφού και αυτά ήθελα να κάνουν τη ζωή τους χωρίς τον πατρικό έλεγχο. Πριν μια εβδομάδα όταν απουσίαζαν τα τέκνα μας από την οικία μας, μαλώσαμε με τη σύζυγό μου. Για ακόμη μια φορά άρχισα να την παρακαλώ και κυριολεκτικά να την ικετεύω να τα ξαναβρούμε αφού την αγαπούσα και δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτήν, αυτή όμως ήταν ανένδοτη και φώναζε να την αφήσω ήσυχη και να φύγω αμέσως από το σπίτι. Ουδόλως την απείλησα ούτε την χτύπησα».

«Θα πήγαινε ταξίδι»

Αναφερόμενος στο στυγερό έγκλημα που διέπραξε ο 55χρονος ισχυρίστηκε πως η γυναίκα τον απαξίωσε όταν εκείνος της ζητούσε να τα ξαναβρούνε. Στο υπόμνημά του αναφέρει: «Πριν δύο μέρες πρόσεξα πως η θυγατέρα μας είχε ετοιμάσει τις βαλίτσες της για να πάει ταξίδι. Το ίδιο είχε κάνει και η σύζυγος μου και αμέσως την ρώτησα που θα πήγαινε. Εκείνη μου αποκρίθηκε ειρωνικά ότι δε μου πέφτει λόγος για το τι θα κάνει, ότι θα πήγαινε όπου ήθελε και πως δε χρειαζόταν την άδεια μου. Εγώ της απάντησα με ιδιαίτερη στεναχώρια για τον τρόπο που μου φερόταν πως αυτό δεν είναι σωστό και πως είμαστε παντρεμένοι και δεν μπορεί να φεύγει χωρίς να μου λέει που πάει και με ποιον. Την επίδικη ημέρα γύρισα από την εργασία μου στην οικία μας στις 22:30 περίπου, έκανα ένα μπάνιο και ξάπλωσα ενώ η σύζυγος μου καθόταν στην κουζίνα. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, ένιωθα συναισθηματικά και ψυχολογικά ράκος από τις μεταξύ μας συγκρούσεις και διενέξεις και από τα όσα συνέβαιναν στην σχέση μας και πως παρά το γεγονός πως την ικέτευα να τα ξαναβρούμε για ακόμη μια φορά η γυναίκα που λάτρευα με απαξίωνε και ετοιμαζόταν να με “εγκαταλείψει” για να πάει ταξίδι».

«Άρχισα να τρελαίνομαι»

Στη συνέχεια του υπομνήματός του ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται πως πήγε στην κουζίνα που βρίσκονταν η σύζυγός του και την ρώτησα γιατί φεύγει και που θα πάει και πως γίνεται να μην τον σκέφτεται καθόλου ενώ εκείνος της ζητεί επανασύνδεση. «Αυτή άρχισε να μου φωνάζει ότι είμαι ηλίθιος που δεν έχω καταλάβει ότι όλα έχουν τελειώσει μεταξύ μας και να εξαφανιστώ από τη ζωή της» ισχυρίζεται ο 55χρονος και συνεχίζει.

«Τότε της αποκρίθηκα πως αφού αισθάνεται έτσι γιατί δε φεύγει από το σπίτι και αυτή μου απήντησε ειρωνικά πως όταν θα έρθει η ώρα θα φύγει και δεν θα της πω εγώ τι θα κάνει και να σηκωθώ εγώ να φύγω από το σπίτι. Πήγα να την πλησιάσω και εξαίφνης μου έριξε μια δυνατή κλωτσιά κοντά στα γεννητικά όργανα και έφυγε προς το σαλόνι και κάθισε στον καναπέ. Χωρίς να σκεφτώ λογικά άρπαξα το μαχαίρι που είδα στο πάγκο της κουζίνας και πήγα προς το σαλόνι όχι όμως για να την απειλήσω αλλά έχοντας το, στραμμένο προς το στήθος μου, και της είπα απόψε θα τα τελειώσουμε όλα, εννοώντας τις μεταξύ μας διενέξεις και την σχέση μας, το σπίτι και την κοινή διαμονή. Αυτή μόλις είδε το μαχαίρι στραμμένο στο στήθος μου, μου είπε «σταμάτα τι πας να κάνεις εκεί» και τότε σκέφτηκα ότι μπορεί και να το μετάνιωσε, ακούμπησα στο τραπεζάκι το μαχαίρι και έκατσα δίπλα της και την ρώτησα που θα πάει ταξίδι και με ποιον, όταν ξέρει πόσο την αγαπάω και ότι θέλω να τα ξαναβρούμε».

Ο κατηγορούμενος υποστηρίζει πως το θύμα άρχισε τότε να «γελάει χαιρέκακα» και εν συνέχεια να του φωνάζει πως είναι «γελοίος», ότι τον σιχαίνεται και ότι δεν είναι άντρας και ότι στη ζωή της «ήθελε έναν άντρα και όχι κάποιον να τρέχει από πίσω της σαν το σκυλάκι».

Στη συνέχεια, ο 55χρονος υποστήριξε: «Δεν πίστευα αυτά που άκουγα και πήγα να της ακουμπήσω το πόδι για να ηρεμήσει μήπως και σταματήσει να με προσβάλει. Εκείνη όμως μου έριξε μια δυνατή κλωτσιά στο πόδι μου και τότε θόλωσε το μυαλό μου. Δε σκέφτομαι λογικά, άρχισα να τρελαίνομαι, της έριξε μια μπουνιά στο μπράτσο και αυτή άρχισε να φωνάζει βοήθεια. Αρχίσαμε να τσακωνόμαστε και με έβριζε με σκαιές εκφράσεις και τότε άρπαξα το μαχαίρι από το τραπεζάκι και την χτύπησα μια φορά, νομίζω στην αριστερή μεριά του σώματος στα πλευρά της αλλά δε θυμάμαι ακριβώς. Έπεσε κάτω και είδα αίμα να τρέχει από την πληγή, πανικοβλημένος τράβηξα το σεντόνι που ήταν στον καναπέ και προσπάθησα να σταματήσω με αυτό την αιμορραγία.

Ξαφνικά σταμάτησε να κουνιέται και κατάλαβα ότι είχε πεθάνει. Σηκώθηκα, με το σεντόνι να έχει καλύψει το πρόσωπο της, προφανώς κατά την προσπάθεια μου να σταματήσω την αιμορραγία και όχι δεμένο γύρω από το λαιμό της. Όντας σε κατάσταση σοκ αντιλαμβανόμενος το κακό που είχα προξενήσει και λειτουργώντας μηχανικά έβγαλε τα ρούχα που φορούσα, σκουπίστηκα με μία πετσέτα και έφυγα από την οικία παίρνοντας το κινητό μου και τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Κάλεσα τον άντρα της αδερφής της συζύγου μου και του είπα ότι δεν άντεξα άλλο σκότωσα την Κατερίνα και πάω να αυτοκτονήσω και να προσέχει τα παιδιά μου και στη συνέχεια κάλεσα τον υιό μου και του είπα ότι έφυγα από το σπίτι, έγινε μακελειό και να καλέσει την αστυνομία.

Οδήγησα προς την παραλιακή ψάχνοντας κάποιο άνοιγμα στο δρόμο προκειμένου να πέσω με το αυτοκίνητο μου και να σκοτωθώ. Κάποια στιγμή ζαλίστηκα και έχασα τον έλεγχο του αυτοκινήτου μου με αποτέλεσμα αυτό να πέσει σε ένα χαντάκι και να τραυματιστώ. Σαστισμένος και έχοντας συνείδηση του γεγονότος πως είχα αφαιρέσει τη ζωή της γυναίκας μου που αγαπούσα και δεν είχε κανένα νόημα η δική μου ζωή, πήρα ένα μαχαίρι που είχα στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου μου και προσπάθησα να κόψω τις φλέβες μου ενώ κατάφερα και χτυπήματα στην κοιλιακή μου χώρα αλλά πάλι δεν κατάφερα να αυτοκτονήσω. Δεν ήθελα πλέον να ζω μετά από αυτό που έκανα. Σε απόλυτη σύγχυση βγήκα στο δρόμο και προσπάθησα να σταματήσω κάποιο διερχόμενο αυτοκίνητο αλλά κανένας δε σταματούσε. Τελικά πρωινές ώρες σταμάτησε ένα αυτοκίνητο και αφού είπα στον οδηγό ότι σκότωσαν τη γυναίκα μου, αυτός κάλεσε την αστυνομία και το ΕΚΑΒ».

Ακόμη, ο 55χρονος υποστήριξε πως έχει μετανιώσει για το κακό που προξένησε. «Εύχομαι» -είπε -«κάποια στιγμή να μπορέσουν τα τέκνα μου να με συγχωρέσουν. Από τα ανωτέρω ιστορούμενα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται πως δεν είχα δόλο να σκοτώσω τη σύζυγό μου, δεν το είχα σχεδιάσει και δεν το είχα προαποφασίσει. Τέλεσα την πράξη υπό το κράτος έντονη ψυχική υπερδιέγερσής και δε σκεφτόμουν λογικά αλλά ήμουν τρελαμένος. Όταν δε συνειδητοποίησα πως είχα αφαιρέσει τη ζωή της συζύγου μου προσπάθησα να αυτοκτονήσω γιατί η ζωή μου δεν είχε καμία αξία χωρίς την παρουσία της ενώ από την πρώτη στιγμή ομολόγησα την πράξη μου χωρίς καν να διανοηθώ να αποπροσανατολίσω τις αρχές».

Τέλος, ο κατηγορούμενος υπέβαλλε στην ανακρίτρια αίτημα για διορισμό πραγματογνώμονα προκειμένου να διενεργηθεί ψυχιατρική εξέτασή του.