Δίκη για το Μάτι: «Τους εγκλώβισαν χωρίς δυνατότητα διαφυγής» – Η άσκηση ετοιμότητας που πήγε «στράφι»

Με συγκλονιστικές καταθέσεις που προκαλούν ανατριχίλα, αλλά και οργή, συνεχίζεται η δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι

Υπάρχουν φορές που οι λέξεις μοιάζουν φτωχές να περιγράψουν το περιεχόμενο καταθέσεων και να αποτυπώσουν το βάθος των συναισθημάτων, όπως συνέβη σήμερα στην αίθουσα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου της Αθήνας, με τις μαρτυρίες συγγενών θυμάτων από τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι και ανθρώπων που γλίτωσαν από θαύμα και δεν μπορούν ακόμα να ξεχάσουν όσα έζησαν αφημένοι στη μοίρα τους από το σύνολο του κρατικού μηχανισμού.

Η Μαργαρίτα Φύτρου, η οποία έχασε τον αδελφό της και τα δύο ανήλικα παιδιά του στην πύρινη λαίλαπα, συγκλόνισε με την κατάθεσή της στο δικαστήριο, περιγράφοντας τις στιγμές που βίωσε, όταν αρχικά έμαθε πως η μικρή της ανιψιά, η Εβίτα, ήταν ήδη νεκρή, ενώ εκείνη έψαχνε τον αδελφό της και τα παιδιά του, ώστε να μάθει αν ζουν και πού βρίσκονται.

 

«Τους εγκλώβισαν χωρίς δυνατότητα διαφυγής»

«Στις 3 τα ξημερώματα, μου τηλεφώνησε η σύζυγος του αδελφού μου και μου είπε, ‘το Εβιτάκι βρέθηκε νεκρό’. Η διαδρομή τού αδελφού μου προς διάσωση ήταν θανάσιμη.

»Στις κρίσιμες ώρες που ο αδελφός μου βίωνε αυτό, η Πολιτεία ήταν παντελώς ανύπαρκτη. Εάν είχε ενεργοποιηθεί το 112 θα είχαν σωθεί, όπως γίνεται σήμερα. Καμία προετοιμασία, κανένας σχεδιασμός. Όλοι έπρατταν κατά τη δική τους κρίση. Εάν είχε δεχθεί βοήθεια, θα ζούσαν.

»Έτσι έγινε η εκατόμβη των θυμάτων και των εγκαυματιών. Μετά από εννέα μήνες, έφυγε και ο πατέρας με αυτό τον καημό. Να δώσει το δικαστήριο μία δίκαιη τιμωρία για υπαίτιους. Τους εγκλώβισαν χωρίς δυνατότητα διαφυγής…», είπε η μάρτυρας σε έντονη συναισθηματική φόρτιση.

Στην εγκληματική απουσία του κρατικού μηχανισμού αναφέρθηκε και η προηγούμενη μάρτυρας, Παρασκευή Τσάμπρου, καταθέτοντας: «Τους άφησαν στο έλεος, δεν έκαναν απολύτως τίποτα».

Η κυρία Τσάμπρου έχασε τον πατέρα της, ενώ από θαύμα ζουν η μητέρα και ο αδερφός της, οι οποίοι επίσης βρέθηκαν στο βήμα του μάρτυρα την Δευτέρα.

Και οι τρεις μάρτυρες κατέθεσαν πως εκείνες τις τραγικές στιγμές, δεν υπήρχε ούτε ένα πυροσβεστικό μέσο, ούτε αεροπλάνο, ούτε όμως ακούστηκε ποτέ, όπως ανέφεραν, κάποια σειρήνα για να τους προϊδεάσει για την καταστροφή που ερχόταν.

«Όταν έφτασα στο αυτοκίνητο και αφού έσκυψα και κοίταξα, δεν είδα τίποτα και πήγα να φύγω. Και κάποιος τότε μου φώναξε – δεν ξέρω ποιος – ‘κοίταξε καλύτερα’. Είδα τον πατέρα μου πεσμένο στη θέση του συνοδηγού, με τα χέρια του να κρατάει το κεφάλι. Μου είπαν ότι δεν μπορώ να είμαι σίγουρη ότι είναι ο μπαμπάς μου αυτός. Τους ζήτησα να ανοίξουν το πορπ μπαγκάζ, γιατί ήξερα ότι είχε βάλει το σκύλο μέσα για να μην φοβηθεί», είπε η κ. Τσάμπρου.

«Δεν το κάνανε. Το έκανα εγώ. Πήρα το κινητό μου και έριξα φως στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και είδα τον σκύλο μέσα. Τους είπα ότι σε αυτό το αμάξι βρίσκεται πλήρως απανθρακωμένος ο πατέρας μου. Το αυτοκίνητο είχε λιώσει, αλλά η πινακίδα μπορούσε να αναγνωριστεί».

Όλα πήγαν καλά σε άσκηση ετοιμότητας δύο μήνες πριν

Ακόμη, κατά τη διάρκεια της κατάθεσής της, η ίδια ανέφερε ότι περίπου 70 ημέρες πριν τη φονική πυρκαγιά, πολύ κοντά στην περιοχή τους, είχε γίνει «μια πολύ ωραία» άσκηση ετοιμότητας.

Κατέθεσε χαρακτηριστικά: «Η ειρωνεία είναι ότι όταν έγινε η άσκηση, υπήρχαν τα ίδια δεδομένα όπως εκείνη την ημέρα της πυρκαγιάς, ίδιοι άνεμοι, οι ίδιες συνθήκες. Αλλά εκεί λειτούργησαν όλα άψογα, γιατί κατάφεραν να συντονιστούν όλοι, εναέρια μέσα ΕΚΑΒ, Αστυνομία, drones. Αλλά 2,5 μήνες μετά, δεν λειτουργούσε τίποτα. Ίδια περιοχή, ίδιες συνθήκες.

»Σε παλαιότερες πυρκαγιές, μας είχε κάνει εντύπωση ότι είχε περάσει αεροπλάνο και είχε ρίξει υγρό ειδικό. Σε άλλες πυρκαγιές πέρναγε περιπολικό με μεγάφωνα και έλεγε ‘εκκενώστε’. Αυτή τη φορά τίποτα. Από τότε προσπαθούμε να καταλάβουμε τι πήγε λάθος. Όλα πήγαν λάθος, ήταν μόνοι τους και όσοι σώθηκαν, σώθηκαν από θαύμα. Αεροπλάνα είδα την επόμενη ημέρα, αφού είχε σβήσει η φωτιά. Ήταν όλες οι δυνάμεις στην Κινέττα….».

«Ζούμε κατά τύχη»

Ακολούθως, στο δικαστήριο κατέθεσε ο γιος του θύματος Νικόλαος Τσάμπρος, ο οποίος ανέφερε: «Ο πατέρας μου ήταν ένα αυτοκίνητο πίσω από εμένα. Έκανα αναστροφή και ένας γείτονάς μου, μου φώναξε να φύγουμε από άλλο δρόμο. Ξαφνικά πέφτανε πύρινες μπάλες, ακούγονταν εκρήξεις, επικρατούσε μια κατάσταση σαν να ήταν σε πόλεμο. Θεωρούσα ωστόσο ότι ο πατέρας μου ακολουθούσε από πίσω. Περιμέναμε μέσα στο αυτοκίνητο τον πατέρα μου, ο οποίος δεν ακολουθούσε. Ξεκίνησα να τον παίρνω τηλέφωνο, δεν το έβρισκα. Περιμέναμε χωρίς ανταπόκριση».

Τέλος, η σύζυγος του θύματος, Μαρία Τσάμπρου, είπε στο ακροατήριο: «Ο άντρας μου κάηκε ζωντανός, μαρτύρησε. Εγώ, ο πατέρας μου (σ.σ. αναφέρεται στον 92χρονο πατέρα της, τον οποίο κατάφεραν να πάρουν μαζί τους στο ίδιο αυτοκίνητο) και ο γιος μου ζούμε κατά τύχη, δεν ξέραμε πού πηγαίναμε, δεν γνωρίζαμε τίποτα. Μέσα στο κέντρο της Αθήνας, είναι δυνατόν; Ένα ελικόπτερα να περάσει δεν άκουσα, μια σειρήνα να ηχήσει δεν άκουσα, τόσες οικογένειες να διαλυθούν; Δεν ξέρω τι να πω…».

Η δίκη θα συνεχιστεί την 1η Δεκεμβρίου.