Quantcast

Αθανάσιος Σκουτέλης: Οι αλήθειες για την 4η δόση

Ο αντιπρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής εμβολιασμών, απαντά στα κρίσιμα ερωτήματα για το νέο κύμα θωράκισης απέναντι στον κορωνοϊό, μιλώντας στα Παραπολιτικά

Σε όλα τα εύλογα ερωτήµατα σχετικά µε τη χορήγηση τέταρτης δόσης του εµβολίου, δηλαδή δεύτερης ενισχυτικής, κατά του νέου κορωνοϊού στους πολίτες ηλικίας 60 ετών και άνω απαντά στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» ένας από τους πλέον αρµόδιους και έγκυρους ειδικούς επιστήµονες της χώρας, ο αντιπρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εµβολιασµών, οµότιµος καθηγητής Παθολογίας Λοιµώξεων της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Πατρών, Αθανάσιος Σκουτέλης.

Κύριε καθηγητά, πώς εξηγείτε το γεγονός ότι οι Ισραηλινοί µιλούν για θετικά συµπεράσµατα από τη χορήγηση τέταρτης δόσης στον γενικό πληθυσµό, αλλά µ όνον αναλόγως της ηλικίας των ατόµων;

Η πρόσφατη µελέτη από το Ισραήλ, παρότι περιλαµβάνει πολύ µεγάλο αριθµό ατόµων, πάσχει από αρκετά µεθοδολογικά προβλήµατα, που επηρεάζουν την ισχύ των αποτελεσµάτων. Είναι γνωστό ότι η ηλικία αποτελεί, µαζί µε τη βαριά ανοσοκαταστολή, τον πιο σηµαντικό παράγοντα κινδύνου για σοβαρή νόσηση και θάνατο. Το ερώτηµα που προσπαθεί να απαντηθεί από τη µελέτη είναι ποια οµάδα πληθυσµού ωφελείται από τη δεύτερη αναµνηστική δόση του εµβολίου και ποια όχι. Ας µην ξεχνάµε και τις πολύ σπάνιες, αλλά υπαρκτές ανεπιθύµητες ενέργειες από το εµβόλιο, που παρατηρούνται κυρίως στις ηλικίες 12-39 ετών.

Είναι γνωστός και επιβεβαιωµένος ο χρονικός ορίζοντας µε επαρκή και ικανοποιητική προστασία έναντι του SARSCOV-2 µετά τη λήψη της τρίτης δόσης, δηλαδή της πρώτης ενισχυτικής του εµβολίου;

Τα δεδοµένα ως προς τον βαθµό και τη διάρκεια προστασίας της πρώτης αναµνηστικής δόσης, που αποκαλείται και τρίτη δόση, είναι ατελή και περιορισµένα. Η εφαρµογή της αναµνηστικής δόσης, µε τα µέχρι στιγµής δεδοµένα, είναι ασφαλής και αποτελεσµατική έναντι της σοβαρής νόσου, ακόµα και από την παραλλαγή Όµικρον. Η διάρκειά της δεν είναι επακριβώς γνωστή. Φαίνεται ότι η προστασία έναντι της βαριάς νόσησης διαρκεί περισσότερο σε σύγκριση µε τη διάρκεια της προστασίας έναντι της ήπιας νόσου από την παραλλαγή Όµικρον. Μην ξεχνάµε, πάντως, ότι µια κατηγορία ατόµων, λόγω υποκείµενων νόσων, θεραπείας ή άλλων, άγνωστων µέχρι στιγµής, παραγόντων, ανταποκρίνεται καθόλου ή ελάχιστα στον εµβολιασµό.

Νοµίζετε ότι η πρόσφατη απόφαση της οµοσπονδιακής Υπηρεσίας Φαρµάκων και Τροφίµων (FDA) των ΗΠΑ διαµορφώνει διεθνώς και στη χώρα µας νέα δεδοµένα στον προβληµατισµό και την επιστηµονική συζήτηση για το ενδεχόµενο χορήγησης τέταρτης δόσης σε συγκεκριµένες κατηγορίες του γενικού πληθυσµού;

Κάθε χώρα, µέσω των αντίστοιχων επιστηµονικών της οργάνων, καθορίζει τα πλαίσια δράσης, µε γνώµονα την τρέχουσα επιστηµονική γνώση, αφενός, και τις ιδιαιτερότητες και τα δεδοµένα του πληθυσµού της, αφετέρου. Πρακτικές άλλων χωρών µπορούν να υιοθετούνται µόνο εάν είναι συµβατές µε τις τοπικές κοινωνίες και νοοτροπίες. Μια χώρα µπορεί να αποφασίζει, για παράδειγµα, µεγαλύτερη χαλάρωση των µέτρων για κοινωνικούς, οικονοµικούς ή άλλους λόγους και, ταυτόχρονα, να επεκτείνει τη χρήση εµβολίων σε περισσότερες οµάδες πληθυσµού.

Υπάρχει εξήγηση για το ότι οι πλήρως εµβολιασµένοι διασωληνωµένοι ασθενείς µε πολύ σοβαρή νόσο COVID-19 ξεπερνούν πλέον ακόµα και το 41% επί του συνόλου των διασωληνωµένων ασθενών µε κορονοϊό στη χώρα µας;

∆εν κρίνουµε προσκολληµένοι µόνο σε ποσοστά και αριθµούς, αλλά πρέπει να λαµβάνουµε υπόψη όλους τους παράγοντες. Παραδείγµατα: α. Τα εµβόλια αποτελούν έµµεσες παρεµβάσεις, σε αντίθεση µε τα κλασικά φάρµακα, που δρουν άµεσα, όπως τα αντιυπερτασικά, για παράδειγµα, που ελαττώνουν την αρτηριακή πίεση, τα αντιπυρετικά, που µειώνουν τον πυρετό, κ.ο.κ. Τα εµβόλια δρουν έµµεσα, διεγείροντας το ανοσιακό µας σύστηµα να παραγάγει αντισώµατα, που θα µας προστατεύσουν από ιούς, µικρόβια κ.λπ. Μπορεί το εµβόλιο να κάνει άριστα τη δουλειά του, αλλά το ανοσιακό σύστηµα του ατόµου να µην είναι σε θέση να ανταποκριθεί. Αυτό θα το καταλαβαίναµε καλύτερα αν µπορούσαµε να χωρίσουµε τους εµβολιασµένους σε δύο οµάδες, στους «εµβολιασµένους και ανταποκριθέντες» και στους «εµβολιασµένους και ουδέποτε ή ελάχιστα ανταποκριθέντες». Εάν µπορούσαµε να υπολογίσουµε αυτή την «ανταπόκριση», πράγµα εξαιρετικά δύσκολο, τότε το ποσοστό των «εµβολιασθέντων και ανταποκριθέντων» που βρίσκονται διασωληνωµένοι στις ΜΕΘ θα ήταν κοντά στο 0%. β. Ενας άλλος λόγος που προκύπτουν αυτά τα φαινοµενικά υψηλά ποσοστά είναι οι ορισµοί. «Πλήρως εµβολιασµένος», για παράδειγµα, θεωρείται αυτός που έχει κάνει τις δύο δόσεις του βασικού εµβολιασµού (η τρίτη δόση είναι αναµνηστική). Γνωρίζουµε, όµως, ότι οι εµβολιασµένοι µε τρεις δόσεις προστατεύονται πολύ καλύτερα από βαριά νόσηση. γ. Επιπλέον, υπάρχει και η «γκρίζα ζώνη» ως προς τον ορισµό του «θανάτου από COVID» και του «θανάτου µε COVID». Όλα αυτά, νοµίζω, πολλές φορές δηµιουργούν την ψευδή εντύπωση ότι τα ποσοστά βαριάς νόσησης και θανάτου στους εµβολιασµένους είναι υψηλά. Αυτή η επιπόλαια ανάγνωση των δεδοµένων κάνει κακό στη µεγάλη προσπάθεια καθιέρωσης αυτού του πολύτιµου αγαθού, του εµβολιασµού.