Τι υποστηρίζει ο Βασίλης Γκουρούσης για τις κατηγορίες περί κλοπής των τραπεζικών θυρίδων

Αρνείται όλες τις κατηγορίες

Τη δική του εκδοχή για τα στοιχεία που οδήγησαν στη σύλληψή του δίνει με το απολογητικό υπόμνημα που κατάθεσε στον ανακριτή ο 58χρονος Βασίλης Γκουρούσης, ο οποίος σήμερα το απόγευμα κρίθηκε προσωρινά κρατούμενος για την μεγάλη κλοπή τεσσάρων τραπεζικών θυρίδων από τράπεζα του Ψυχικού. Ο κατηγορούμενος αφού αρνείται κάθε εμπλοκή του στην υπόθεση, αμφισβητεί έντονα το στοιχείο που τον «έκαψε» και το οποίο δεν είναι άλλο από την ύπαρξη γενετικού υλικού στο εσωτερικό πλαστικό κουτί της μια εκ των τεσσάρων θυρίδων.

 

 

Όπως υποστηρίζει ο κατηγορούμενος στο υπόμνημά του, ο ίδιος ουδέποτε ήρθε σε επαφή με το εσωτερικό της θυρίδας, επισημαίνοντας πως το επίμαχο κουτί στο οποίο βρέθηκε το γενετικό του υλικό, δεν περιλαμβάνεται στα πειστήρια της δικογραφίας, «με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η αποτελεσματική άσκηση των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων».

 

 

«Σας δηλώνω κατηγορηματικά ότι ουδέποτε έχω έρθει σε άμεση επαφή με το εσωτερικό της θυρίδας με αριθμό (…). Μόνη εύλογη εξήγηση της ανεύρεσης του βιολογικού υλικού στο συγκεκριμένο σημείο, και μάλιστα αναμεμιγμένο με βιολογικό υλικό τουλάχιστον άλλων δύο ατόμων, είναι δια τρίτου προσώπου μεταφορά αυτού από το σημείο όπου πρωτογενώς εναποτέθηκε από εμένα» αναφέρει χαρακτηριστικά στο υπόμνημά του ο 58χρονος και σε άλλο σημείο επιχειρεί να δώσει τις δικές του εκδοχές για το πως μπορεί να βρέθηκε το γενετικό του υλικό στο εσωτερικό της θυρίδας.

 

 

Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει: «είναι αυτονόητο ότι στο χώρο του θησαυροφυλακίου, ερχόμαστε άπαντες σε άμεση σωματική επαφή με κοινές επιφάνειες, όπως η πόρτα εισόδου του θησαυροφυλακίου, τα κοινόχρηστα καθίσματα και το κοινό στο τραπέζι όπου εναποτίθενται τα κουτιά και το περιεχόμενο των θυρίδων. Ειδικά, δε, η επίμαχη θυρίδα βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο τραπέζι και τα καθίσματα όπου κάθονται οι μισθωτές. Πρέπει να αναφερθεί ότι σε περιβάλλον προστατευμένο από καιρικές συνθήκες, υγρασία κλπ όπως ακριβώς ο κλειστός χώρος του θησαυροφυλακίου, το βιολογικό υλικό διατηρείται αναλλοίωτο για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, ακόμα και για χρόνια». Ο 58χρόνος προβάλλει δεν ως πιθανότερη εκδοχή η μισθώτρια της συγκεκριμένη θυρίδας, βιολογικό υλικό της οποίας εντοπίστηκε στο μείγμα, πιθανότατα μετέφερε ακουσίως το βιολογικό υλικό του ιδίου από κάποια «κοινή» επιφάνεια επαφής, όπως για παράδειγμα το τραπέζι, στο σημείο που τελικά βρέθηκε το μείγμα DNA και όπου εκείνος δεν είχε πρόσβαση και επαφή. Κατά τον κατηγορούμενο ο ισχυρισμός αυτός επιβεβαιώνεται «από την ύπαρξη γενετικού υλικού τρίτου προσώπου, που επιβεβαιώνει περαιτέρω ότι το ανευρεθέν μίγμα προέρχεται εκ μεταφοράς και δεν προήλθε εκ πρωτογενούς επαφής».

 

 

Ακόμη, για το θέμα αυτό ο 58χρονος υποστηρίζει πως: «το δείγμα συνελέγη από εσωτερικό σημείο ενός πλαστικού κουτιού, με το οποίο σπάνια θα έρθει σε επαφή κάποιος κατά τη χρήση του κουτιού ή κατά τη μεταφορά του εντός και εκτός της τραπεζικής θυρίδας, καθώς πρόκειται για «τυφλό», δυσπρόσιτο, μη λειτουργικό (εσωτερική ακμή). Ακριβώς επειδή πρόκειται για το συγκεκριμένο δυσπρόσιτο σημείο, εκμηδενίζονται οι πιθανότητες να έχουν έρθει σε άμεση πρωτογενή επαφή τρία διαφορετικά πρόσωπα σε τρεις διαφορετικούς χρόνους». Μάλιστα όπως τονίζει ο ίδιος «στις χειρολαβές του επίμαχου κουτιού, ήτοι στο μοναδικό σημείο με το οποίο έρχεται κάποιος αναγκαστικά σε άμεση επαφή προκειμένου να το εξάγει και να το εισάγει στην θυρίδα, βρέθηκε μείγμα βιολογικού υλικού της μισθώτριας και τρίτου αταυτοποίητου προσώπου, αλλά όχι δικό μου». Σύμφωνα με τον κατηγορούμενο ο παραπάνω συλλογισμός οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ιδιοκτήτρια της θυρίδας μετάφερε το βιολογικό υλικό των άλλων δυο ατόμων, ενώ χαρακτηρίζει «αξιοσημείωτο γεγονός» τη μη ύπαρξη βιολογικού του υλικού σε καμία από τις άλλες τρεις παραβιασμένες θυρίδες.

 

 

Τι λέει για το καπέλο και τα γάντια

 

Σε ό,τι αφορά στα μέτρα προφύλαξης που φέρεται να ελάμβανε για να εισέλθει στην τράπεζα, ο 58χρονος υποστηρίζει πως κάτι τέτοιο είναι «εντελώς αβάσιμο αφού αφενός μεν καταγράφεται η είσοδος στο χώρο του θησαυροφυλακίου κατόπιν επίδειξη της αστυνομικής ταυτότητας, αφετέρου την επίμαχη περίοδο δηλαδή τέλη Οκτωβρίου 2020 η χρήση χειρουργικής μάσκας και η λήψη αυξημένων μέτρων προστασίας σε χώρους διαρκούς προσέλέσυσης κοινού ήταν υποχρεωτική και επιβεβλημένη στο πλαίσιο των μέτρων της πολιτείας για την αποφυγή διάδοσης του ιού COVID-19».

 

 

Ακόμη αναφερόμενος στο ότι φέρεται να είχε μαζί του κρεμαστή θήκη φορητού υπολογιστή, ο 58χρονος επισημαίνει πως: «Το επιχείρημα αυτό είναι έωλο, διότι αφενός είναι συνήθης την καθημερινή ζωή χρήση θήκης ή σακιδίου, αφετέρου είναι αδύνατον ο τεράστιος όγκος των αφαιρεθέντων αντικειμένων από τις θυρίδες να χωρούσε σε μία θήκη λάπ – τοπ με περιορισμένη χωρητικότητα, ενώ σίγουρα μεταφορά των αντικειμένων αυτόν δεν θα περνούσε απαρατήρητη».

 

 

Τι λέει για τα κλοπιμαία

Σε άλλο σημείο του υπομνήματός του ο 58χρονος αναφέρεται στα κλοπιμαία και αναφέρει πως « σύμφωνα με κατάθεση αστυνομικού υπήρξα στόχος παρακολούθησης από την αστυνομία με απολύτως αρνητικό αποτέλεσμα, καθώς το μόνο που διαπίστωσαν οι αστυνομικοί ήταν η καθημερινή μετάβαση μου από την μόνιμη κατοικία μου στην Βάρη προς το κομμωτήριο της συζύγου μου στο Χαλάνδρι και προς λοιπές επαγγελματικές υποχρεώσεις. Δεν διαπιστώθηκε τίποτα άλλο, ούτε ύποπτα ραντεβού, ούτε ύποπτες επαφές, ούτε παράλογα έξοδα, ούτε προσπάθεια απόκρυψης ή αποθήκευση αντικειμένων, ούτε φυσικά προσπάθεια διαφυγής μου ή προπαρασκευή αυτής». Όπως δε προσθέτει σε βάρος του «δεν διαπιστώθηκε τίποτα άλλο, ούτε ύποπτα ραντεβού, ούτε ύποπτες επαφές, ούτε παράλογα έξοδα, ούτε προσπάθεια απόκρυψης ή αποθήκευση αντικειμένων, ούτε φυσικά προσπάθεια διαφυγής μου ή προπαρασκευή αυτής».

 

 

«Αδύνατη η παραβίαση των θυρίδων»

Τέλος, ο 58χρονος αντικρούει την έκθεση του πραγματογνωμοσύνης στην οποία γίνεται λόγος για χρήση «κατσαβιδιού ενισχυμένου» για το άνοιγμα των θυρίδων. «Είναι προφανώς αδύνατον οι αναφερόμενες ενέργειες του δράστη για την παραβίαση των θυρίδων, να έλαβαν χώρα εντός του ωραρίου λειτουργίας της τράπεζας, και να μην έγιναν αντιληπτές από το προσωπικό της. Τα παραπάνω οδηγούν σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα σε σύγκριση με αυτά που έχουν αποτυπωθεί στην δικογραφία, τα οποία πρέπει να διερευνηθούν», υπογραμμίζει για το θέμα αυτό.