Όπως σημείωσε, «από τη στιγμή που κάποιος γιατρός δεν του χορήγησε κάποιο φάρμακο, το οποίο δεν θα αποσκοπούσε στο θάνατο αλλά στη θεραπεία, το να χορηγηθεί εξωγενώς από κάποιο τρίτο άτομο κάποιο φάρμακο που να βάλει σε κίνδυνο τη ζωή του ατόμου, μπορεί να γίνει».
«Αλλά και πάλι θα ήταν ανιχνεύσιμο άμεσα στις εξετάσεις που γίνονται στα τοξικολογικά εργαστήρια» συμπλήρωσε ο διδάκτωρ Ιατρικής του ΕΚΠΑ.
«Εκείνο που θα πρέπει να μας προβληματίσει είναι ότι την προηγούμενη ημέρα οι εξετάσεις έδειξαν ότι δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, ενώ έχουν αποκλειστεί τα γονιδιακά, τα κληρονομικά νοσήματα και έχουμε να κάνουμε με έναν αιφνίδιο θάνατο» υπογράμμισε ο κ. Σπαντιδέας.
Παράλληλα, ο κλινικός φαρμακολόγος εξήγησε ότι ανάμεσα στα αίτια του αιφνίδιου θανάτου της 9χρονης θα μπορούσαν να είναι και κάποια φάρμακα, που μπορεί να μην χορηγήθηκαν για να θανατώσουν το παιδί, αλλά για θεραπευτικούς λόγους και η καρδιακή ανακοπή να ήταν παρενέργεια των φαρμάκων αυτών.
«Ιατρικό λάθος δεν είναι» πρόσθεσε ο κ. Σπαντιδέας, εξηγώντας πως «ό,τι φάρμακα δίνουμε -και ιδιαίτερα μέσα σε νοσοκομειακό περιβάλλον- παρακολουθούμε την εξέλιξή τους, καταγράφουμε τις αντιδράσεις και τα αποτελέσματά τους».