Αν επισκεφτεί κανείς μια αντιπροσωπεία ή έκθεση αυτοκινήτων σήμερα, θα γίνει μάρτυρας πρωτόγνωρων καταστάσεων, όπου οι μεν πελάτες διαμαρτύρονται για την πολύμηνη αναμονή του νέου αυτοκινήτου τους, οι δε έμποροι προσπαθούν να δικαιολογήσουν μια κατάσταση, για την οποία δεν φέρουν ευθύνη. Μάλιστα, με κάθε μήνα που περνά, η κατάσταση βαίνει επιδεινούμενη, κάτι που δεν προβλέπεται να αλλάξει ιδιαίτερα το επόμενο διάστημα.
Αν προχωρήσει κάποιος σε παραγγελία νέου οχήματος σήμερα, θα πρέπει να προετοιμαστεί για μια αναμονή της τάξεως των 10-12 μηνών, ενδεχομένως και ακόμα περισσότερο, ανεξάρτητα από την εταιρεία ή το μοντέλο που επιλέξει. Ασφαλώς, υπάρχουν και περιπτώσεις εκδόσεων και μοντέλων που πιθανώς να έχουν πιο σύντομους χρόνους παράδοσης, πάντως όχι νωρίτερα των 4-6 μηνών.
Η εξέλιξη αυτή φαίνεται πλέον και στα στοιχεία των πωλήσεων. Τον φετινό Ιανουάριο, στην ελληνική αγορά, ταξινομήθηκαν μόλις 5.526 νέα οχήματα, έναντι 7.766 τον αντίστοιχο μήνα του 2021 (όταν είχαμε ακόμα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας ελέω πανδημίας), μια πτώση της τάξεως του 28,8%. Σε επίπεδο Ε.Ε. η μείωση του φετινού Ιανουαρίου διαμορφώθηκε σε 6%, καθώς ταξινομήθηκαν 682.596 μονάδες. Ωστόσο, πρόκειται για ιστορικό χαμηλό στις πωλήσεις οχημάτων εντός Ε.Ε. για τον συγκεκριμένο μήνα.
Όπως προκύπτει, η κρίση των μικροτσίπ που έχει πλήξει την παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, καθώς φαίνεται πως βρισκόμαστε σε μια νέα εποχή μόνιμης διατάραξης της εφοδιαστικής αλυσίδας στον κλάδου του αυτοκινήτου. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα κι αν αντιμετωπιστούν οι σημερινές ελλείψεις, έστω από το 2023 και μετά, τα εργοστάσια θα εξακολουθήσουν να είναι ευάλωτα σε νέες κρίσεις, αν δεν αναθεωρηθεί συνολικά ο τρόπος οργάνωσης της παραγωγής. Σε διαφορετική περίπτωση, έκτακτα μέτρα, όπως το προσωρινό κλείσιμο εργοστασίων και μειώσεις σε βάρδιες, θα καταστούν συνηθισμένη πρακτική στο μέλλον.
«Η εποχή της διατάραξης της εφοδιαστικής αλυσίδας μόλις ξεκίνησε», επισημαίνεται χαρακτηριστικά. Οι απαιτήσεις για βιώσιμα υλικά κατασκευής, χαμηλή κατανάλωση ενέργειας, όπως επίσης και νέες απαιτήσεις πρώτων υλών για τα ηλεκτρικά οχήματα και τις μπαταρίες τους, θα συνεχίζουν να αποτελούν πρόκληση για την παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία. Το ίδιο ισχύει και την αυξανόμενη συχνότητα ακραίων καιρικών φαινομένων.
Πιθανές ελλείψεις και στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα τα επόμενα χρόνια
Πωλήσεις έως και 18,7 εκατ. ηλεκτρικών αυτοκινήτων είναι πιθανό να «χαθούν» την περίοδο 2022-2029, εξαιτίας προβλημάτων προμήθειας πρώτων υλών, αναφέρει σχετική μελέτη του Κέντρου Έρευνας Αυτοκινητοβιομηχανίας της Γερμανίας. Η κατακόρυφη άνοδος της ζήτησης και αντίστοιχα της παραγωγής ηλεκτρικών οχημάτων (20% ετησίως για τα επόμενα 10-15 χρόνια), έχουν ήδη αρχίσει να ασκούν πιέσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα. Σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής μπαταριών ιόντων-λιθίου συγκεντρώνεται στην Ασία, με την δημιουργία νέων γιγαντιαίων εργοστασίων, ώστε να καλυφθούν οι σχετικές ανάγκες. Υπάρχει όμως ένα θέμα αναφορικά με την δυνατότητα της προσφοράς σε πρώτες ύλες, να ανταποκριθεί. Στο πλαίσιο αυτό, είναι πιθανή η εμφάνιση ελλείψεων σε βασικά συστατικά, όπως το λίθιο και τα μαγγάνιο, όπως επίσης και ζητήματα σχετικά με τη μεταφορά και αποθήκευση όλων αυτών των μπαταριών. Για παράδειγμα, η αποθήκευση μπαταριών ιόντων λιθίου, απαιτεί ειδικές και ακριβές εγκαταστάσεις, που σήμερα είναι ελάχιστες. Αντίστοιχα, έλλειψη υπάρχει και σε υποδομές ανακύκλωσης μπαταριών και συναφών υλικών, τόσο στην Ευρώπη, όσο και στις ΗΠΑ.
Γι’αυτό οι εταιρείες θα πρέπει να ανακτήσουν τον έλεγχο της εφοδιαστικής αλυσίδας τους, ώστε να μπορούν να αποφασίσουν που θα εστιάσουν τις προσπάθειές τους για δημιουργία επιπλέον αποθεμάτων, ή να επιταχύνουν το μεταφορικό έργο, χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο την ρευστότητά τους. Για να συμβεί αυτό, προτείνεται μια στενότερη συνεργασία ανάμεσα στις αυτοκινητοβιομηχανίες και τους βασικούς τους συνεργάτες στον τομέα των logistics. Για παράδειγμα, η ίδια η Maersk, έχει κοινούς πελάτες στην εφοδιαστική αλυσίδα των μπαταριών, όπως π.χ. η εταιρεία κυψελών καυσίμου CATL, η οποία εφοδιάζει τόσο την Tesla όσο και τη BMW. Στο πλαίσιο αυτό, η Maersk, θα μπορούσε να οργανώσει και να συνδυάσει κοινά φορτία και διαδρομές για όλες τις εμπλεκόμενες εταιρείες, εξοικονομώντας χρόνο και χρήμα.