Ο Τόλης Βοσκόπουλος έφυγε από τη ζωή στα 81 του χρόνια, σήμερα Δευτέρα, 19 Ιουλίου, μία εβδομάδα ακριβώς πριν από τα γενέθλιά του.
Ήταν ένας άνθρωπος που πέρασε από τη φτώχεια στην αναγνώριση, που βίωσε παράφορους έρωτες και κραυγαλέους χωρισμούς έως ότου έριξε άγκυρα σε μια στέρεα πολύχρονη σχέση. Που έζησε απογοητεύσεις, περιπέτειες, δοκιμασίες, προδοσίες. Που έκανε φάουλ ως μακροχρόνιος φοροοφειλέτης Δημοσίου βάζοντας τρικλοποδιά στην πολιτική καριέρα της αγαπημένης του συζύγου. Που δημιούργησε χρέη, υποχώρησε σε κόλακες, έγινε θύμα εκμετάλλευσης. Χάρη στη λαϊκή αποδοχή και την επιβράβευση του ταλέντου του, όμως, έμαθε να ζει προνομιακά σαν γαλαζοαίματος με πολυτελή δώρα και μεγαλειώδη κεράσματα.
Ενας ανθεκτικός δρομέας
Ενα σεντ ή ένα εκατομμύριο ευρώ δεν είχαν για εκείνον διαφορά. Ποτέ δεν θεοποίησε το χρήμα. Πάντα κυκλοφορούσε απένταρος, αμέριμνος για το πόσο κάνουν τα τσιγάρα ή η βενζίνη. Αλλοι πλήρωναν τους λογαριασμούς, άλλοι κουμάνταραν συμβόλαια, πίστες, θέατρα, άλλοι στο όνομά του εκμεταλλεύονταν τα λουλούδια, τις γκαρνταρόμπες, τα πάρκινγκ στα μεγάλα κέντρα διασκέδασης. Αυτός τα «έφερνε», αλλά τα ποσά δεν τα μέτραγε. Μόνο μοίραζε. Απ’ αυτόν ζούσαν φτωχές οικογένειες, πάσης φύσεως μειονεκτούντες φίλοι και συνεργάτες. Πάντα γαλαντόμος και στα δύσκολα και στα εύκολα. Γι’ αυτό, παρότι αμείφθηκε πλουσιοπάροχα, είδε και τους κόπους μιας ζωής να εξανεμίζονται. Αλλά αυτός είναι ο ρομαντικός, ο ψυχοπονιάρης, ο αμνησίκακος, ο ανοιχτοχέρης και ενίοτε αφελής, ο αενάως ευαίσθητος, θεοσεβούμενος και πάντα μπεσαλής Τόλης. Ενα στροβιλιστικό ζεϊμπέκικο σε έξι δεκαετίες καριέρας.
Από την αφάνεια στα φώτα
Τα περιοδικά παραληρούσαν καθώς έσπαγε συνεχώς τα κοντέρ των πωλήσεων σε δίσκους και εισιτήρια. Οι ουρές θαυμαστών κύκλωναν τα τετράγωνα γύρω από τις κινηματογραφικές και θεατρικές αίθουσες όπου εμφανιζόταν, η Αστυνομία συνόδευε την πράσινη Jaguar του την οποία οδηγούσε μεταμφιεσμένος με περούκα και μουστάκι. Ενα απόγευμα στη Θεσσαλονίκη, όταν πήγε να παίξει μπιλιάρδο με τον Στράτο Διονυσίου, περισσότεροι από 17.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν αυθόρμητα έξω από το στέκι για να τον αποθεώσουν, για να τον απεγκλωβίσει εντέλει από τον ασφυκτικό κλοιό η Αστυνομία. Στα κέντρα της παραλιακής όπου τραγουδούσε γινόταν το αδιαχώρητο από την αφρόκρεμα των θαμώνων των μπουζουκιών που σκοτώνονταν για ένα τραπέζι.
Ο Τόλης δεν έπεσε ουρανοκατέβατος στο αφράτο πάπλωμα της φήμης και της διασημότητας. Το πάλεψε. Παιδί μεγαλωμένο στην Κατοχή, που δεν τα έπαιρνε τα γράμματα αλλά είχε καλλιτεχνικές ανησυχίες, τέλειωσε το Γυμνάσιο στην Αίγυπτο, όπου είχε μετακομίσει μία από τις 11 αδερφές του. Δεκαπέντε χρονών γράφεται στη Δραματική Σχολή, γίνεται μέλος του μπαλέτου του Γιάννη Φλερύ, ερμηνεύει ρολάκια χωρίς επιτυχία, μαθαίνει μόνος του μπουζούκι, στα 20 παντρεύεται την ηθοποιό Στέλλα Στρατηγού. Επιβιώνουν με χίλια ζόρια και τη σύνταξη της μητέρας της Στέλλας.
Μέσα σε τραυματικές συνθήκες στρες, αϋπνίας, κακής διατροφής και καταστροφικής επιχειρηματικής ακροβασίας τον χτυπάει και η φυματίωση. Στα όριά του να εγκαταλείψει κάθε όνειρο επαγγελματικής αποκατάστασης, έρχεται αρωγός στο αδιέξοδο του λαβωμένου από τις αιμοπτύσεις παλικαριού, σαν σε δακρύβρεχτο μελό του ελληνικού σινεμά, η τραγουδίστρια Δούκισσα (Φωταρά). Ερωτας μαζί της δημιουργικός που του ανοίγει βήμα σε περιφερειακές πίστες, στούντιο ηχογράφησης και κινηματογραφικά πλατό όπου συμπρωταγωνιστούν ως ντουέτο.
Η εύθραυστη και ελαφρά ένρινη φωνή του εργατικού και πολυσύνθετου Τόλη δεν είχε το βάθος ενός βάρδου σαν τον Καζαντζίδη, το βελούδινο ηχόχρωμα ενός Γαβαλά ή την κρυστάλλινη διαύγεια ενός Μπιθικώτση. Καθώς όμως διέθετε σκηνική ισορροπία μεταξύ πρόζας και ερμηνείας, είχε δημιουργήσει ένα μικρό κοινό. Επιπλέον έγραφε δικά του τραγούδια. Η ευκαιρία ήρθε το 1967 στο θέατρο «Φλόριντα» της λεωφόρου Αλέξανδρας, όπου σήμερα βρίσκεται το ξενοδοχείο «Ρark».
Ο Γιώργος Ζαμπέτας, που έχει γράψει τη μουσική για την παράσταση «Πέντε πρόσωπα ζητούν μεροκάματο», προορίζει τη σύνθεση «Μανούλα μου, μανίτσα μου, θα πάρω τη βαλίτσα μου» για τον Γιάννη Πουλόπουλο. Ο τελευταίος δεν τα βρίσκει με τον θίασο και το τραγούδι δίνεται στον 27χρονο Τόλη. Η «Βαλίτσα» γίνεται τρελό σουξέ ταξιδεύοντάς τον από τα μισοσκότεινα σοκάκια της Κοκκινιάς στη λουσμένη από προβολείς λεωφόρο της επιτυχίας. Ο εντυπωσιασμένος Ζαμπέτας τού εμπιστεύεται τον επόμενο χρόνο την αξεπέραστη σε πωλήσεις «Αγωνία», η οποία εκτοξεύει τον Βοσκόπουλο στον έναστρο ουρανό της καλλιτεχνικής καθιέρωσης. Ενας τροβαδούρος της αγάπης γεννιέται. Κάτι που επιβεβαιώνεται με το τραγούδι «Εκείνη».
Το κεφάλαιο «Ζωή»
Μετά τον πάταγο με το δικό του «Αδέλφια μου, αλήτες, πουλιά» κερδίζει ως συνθέτης το 1970 το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Με πρωταγωνιστή τον ίδιο, η ομότιτλη ταινία σκίζει κόβοντας 300.000 εισιτήρια. Τραγουδάει και στην ταινία «Μαριχουάνα Στοπ» του 1971 «Το φεγγάρι πάνωθέ μου», ενώ η Ζωή Λάσκαρη λικνίζεται μπροστά του. Στα γυρίσματα γεννιέται το παθιασμένο τους ειδύλλιο, κανονική καψούρα, που επισφραγίζεται πανηγυρικά σε πανελλήνια θέα από την ασπρόμαυρη τηλεοπτική μετάδοση του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1972.
Εκεί ο διαγωνιζόμενος Τόλης τραγουδώντας τη σύνθεσή του «Ξανθή αγαπημένη Παναγιά» με τους προβολείς στραμμένους πάνω του, υποκλίνεται ιπποτικά, γονατίζει σχεδόν μπροστά στη Ζωή που βρίσκεται ανάμεσα στο κοινό. Ουάου! Αν και κάποιοι τον αποδοκιμάζουν για υπερβολική και επιτηδευμένη ερμηνεία και ενώ το τραγούδι πάει άπατο διαγωνιστικά, ο κόσμος έχει ήδη αγκαλιάσει τρυφερά το ταιριαστό ζευγάρι.
Συμπρωταγωνιστούν την ίδια χρονιά στο μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη «Εραστές του ονείρου» με μουσική και τραγούδια του Μίμη Πλέσσα στο «Βέμπο». Οι ουρές ξεκινούν από την πλατεία Βάθη και από την άλλη πλευρά φτάνουν μέχρι την πλατεία Μεταξουργείου. Τα περιοδικά τροφοδοτούν το κοινό με νέα και «συνταρακτικές» εξελίξεις που αφορούν τις διακυμάνσεις στον έρωτα των δυο καλλιτεχνών. Είναι η εποχή όπου ο Τόλης τραγουδάει το ζεϊμπέκικο «Ας είχα κι άλλη μια ζωή» και οι θαυμαστές του κυλιούνται μερακλωμένοι στα πατώματα.
Η θυελλώδης σχέση τους κράτησε τρία χρόνια. Χώρισαν τηλεφωνικά. Εκείνος τα μάζεψε από το σπίτι που συγκατοικούσαν στη Γλυφάδα, άφησε τα κλειδιά στο χαλάκι της εξώπορτας και κατέληξε απαρηγόρητος χωρίς δεύτερο πουκάμισο φιλοξενούμενος της φίλης του Ματούλας στο Κολωνάκι. Οι μετέπειτα επιτυχίες του «Πριν χαθεί το όνειρό μας», «Του χωρισμού η ώρα», η δική του σύνθεση «Αποκοιμήθηκα», που τραγούδησε ο Στράτος Διονυσίου, θεωρούνται ότι παραπέμπουν στους καημούς εκείνου του αξεπέραστου έρωτα. Μόνο που τότε ο Τόλης ήταν, «ας είμαστε ρεαλισταί», παντρεμένος με τη Μαρινέλλα.
Η Μαρινέλλα, η Τζούλια και το πρώτο ριάλιτι
Στη ζωή του Τόλη κανένας έρωτας δεν πέρασε ξώφαλτσα. Τον συνδαύλισαν λατρείες, τον τυράννησαν ζήλιες, τον βασάνισαν υποψίες, τον αποδιοργάνωσαν ανασφάλειες, τον συνεπήραν φλερτ και τον πυρπόλησαν πάθη, αλλά καμία μα καμία γυναίκα δεν πέρασε από πλάι του χλωμά και αναιμικά. Τους συμπεριφέρθηκε αρχοντικά σαν να ήταν βασίλισσες.
Με την παλιά του γνώριμη, την 39χρονη τότε Μαρινέλλα, η οποία μόλις έχει χωρίσει από τον Φρέντυ Σερπιέρη, παντρεύτηκαν τον Δεκέμβριο του 1975 στην τραπεζαρία του διαμερίσματος της νύφης στην οδό Αστυδάμαντος στο Παγκράτι! Καλεσμένοι στο «κεκλεισμένων των θυρών» μυστήριο, το ζεύγος Κατσαρού, που έγιναν κουμπάροι, ο Φρέντυ Γερμανός και η αδελφή της Μαρινέλλας με τον σύζυγό της. Το ζευγάρι σύντομα μαζί με την εκτός γάμου κόρη της Μαρινέλλας, Τζωρτζίνα, μετακόμισε στη βίλα της Νέας Κηφισιάς, την οποία ο Τόλης αγόρασε από τη Ρένα Βλαχοπούλου.
Οι δύο τραγουδιστές έγιναν ντουέτο στη ζωή και την τέχνη. Ηχογράφησαν μαζί το αξέχαστο «Εγώ κι εσύ» το 1974, το οποίο έκανε ρεκόρ πωλήσεων. Εμφανίστηκαν παρέα στη «Νεράιδα», αλλά την παράσταση την έκλεβε εκείνη, ξεδιπλώνοντας όλο το φωνητικό και χορευτικό της ταλέντο. Είχε ήδη αφοσιωθεί στην επιτυχημένη καριέρα της μετά από μια αποτυχημένη εγκυμοσύνη που απογοήτευσε και τους δύο. Μετά από 8 χρόνια κοινής ζωής χώρισαν. Ο Τόλης, σωστός κύριος και κιμπάρης, φεύγοντας πήρε μαζί του μόνο δύο χιλιάρικα για βενζίνη και μια γαστρορραγία από τη στενοχώρια. Είναι η εποχή που εγκαθίσταται στην καμπάνα 304 του «Αστέρα», που θα γίνει το σπίτι του για τα επόμενα 10 χρόνια. Δώρα, σπίτια, εξοχικά και κότερο τα άφησε στη Μαρινέλλα και την κόρη της. Αρχοντας.
Ενα βράδυ στο κέντρο «Ακρωτήρι» γνωρίζεται με την 26χρονη Τζούλια Παπαδημητρίου και γίνονται ζευγάρι. Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 1985, αρραβωνιάζονται στο σπίτι του Γιώργου Κατσιφάρα στη Φιλοθέη, όπου παραστάθηκε συμβολικά ως κουμπάρος ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου – εποχή που ο τραγουδιστής τού αφιέρωνε το «Ανεπανάληπτος». Ωστόσο, η πρωθυπουργική αίγλη και οι ευχές για μακροημέρευση του ζευγαριού δεν απέτρεψαν την καταβύθιση του αοιδού σε ένα οικογενειακό δράμα, όπως ο ίδιος το βίωνε.
Παντρεύτηκαν τον Νοέμβριο του 1990 μετά από μακροχρόνια συμβίωση και όταν ήδη η κόρη τους -την οποία είχε αναγνωρίσει ως παιδί του και βάφτισε Χαραλαμπία από το όνομα του πατέρα του- ήταν σχεδόν 5 χρονών. Κουμπάροι στο μυστήριο στο εκκλησάκι των Ταξιαρχών της Στησιχόρου ο Θόδωρος και η Σάσα Βαρδινογιάννη και παρανυφάκι η μικρή τους Χαρά. Χρόνια αργότερα ο τραγουδιστής αμφισβήτησε την πατρότητά της και ζήτησε τεστ DNA. Λέγεται πως τελικά το Εφετείο Αθηνών απεφάνθη πως η 31χρονη σήμερα Χαρά δεν μπορεί να φέρει το επίθετο του τραγουδιστή του κάνοντας δεκτό τον ισχυρισμό του πως παραπλανήθηκε.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 το ζευγάρι εγκαταλείπει τον «Αστέρα» και μετακομίζει σε διαμέρισμα της Στησιχόρου, πίσω από το Προεδρικό Μέγαρο. Η μεταξύ τους σχέση πάει από το κακό στο χειρότερο. Οι διαφωνίες, οι αλλεπάλληλοι καβγάδες είναι καθημερινοί, με τον Τόλη να υποστηρίζει ότι η σύζυγός του και η οικογένειά της με επικεφαλής την πεθερά του Ναυσικά τον εκμεταλλεύονται. Η έναρξη του πολύκροτου διαζυγίου με τις εκατέρωθεν αγωγές, τις μηνύσεις για υπεξαιρέσεις, απάτες και πλαστογραφίες, τα ασφαλιστικά μέτρα και τα απολογητικά υπομνήματα αποτέλεσε την αρχική ύλη για το πρώτο ενδοοικογενειακό τηλεοπτικό ριάλιτι σόου που δημιούργησε αφόρητες ψυχολογικές πιέσεις στον καταβεβλημένο τραγουδιστή. Αντί για κραυγαλέες αντιπαραθέσεις ο ίδιος προτίμησε να σιωπήσει έχοντας υιοθετήσει ως στάση τον στίχο του τραγουδιού του «Οι άντρες δεν μιλούν πολύ».
Οταν ο Τόλης γνώρισε την Αντζελα
Οταν πια στα μέσα του 1995 επανέρχεται από τη βασανιστική ανάβαση του Γολγοθά του, όπως χαρακτήριζε τη βαριά σκιά της αμέσως προηγούμενης σχέσης του, είναι πάλι όρθιος. Στα 55 του είναι ανανεωμένος και, κυρίως, ήρεμος. Πίνει μόνο εμφιαλωμένο νερό και μπίρες δίχως αλκοόλ, γυμνάζεται και περιποιείται με εφηβική σχεδόν αυταρέσκεια τον εαυτό του. Στέκεται και πάλι στο καλλιτεχνικό ύψος που συντηρεί τον επικοινωνιακό μύθο του. Το μόνο κομμάτι που απομένει για να συμπληρωθεί πλήρως το παζλ της επανασυναρμολόγησης είναι ο έρωτας. Δεν αργεί να καταφτάσει εκτυφλωτικός μέσα στα σμαραγδένια μάτια της καλλονής ηθοποιού και μετέπειτα βουλευτή Αντζελας Γκερέκου.
Συναντήθηκαν απρόοπτα στο «On the Rocks» της Βουλιαγμένης. Ο έρωτάς τους ήταν τόσο κεραυνοβόλος που φάνταζε ως έναρξη της ολοκλήρωσης του άσματος «Εγώ αγαπώ μία». Ο Τόλης εκείνα τα φεγγάρια έψαχνε ένα σταθερό θεμέλιο για να οικοδομήσει μια καινούρια ζωή. Τον μπούσουλα και τη σιγουριά της συναισθηματικής άγκυρας του τα πρόσφερε με μοναδική γενναιοδωρία η 36χρονη Αντζελα. Αυτή που έγινε το «Αυτοκολλητάκι» και το «χτυποκαρδάκι» του. Αντάλλαξαν στέφανα και όρκους αιώνιας πίστης το απομεσήμερο της 2ας Αυγούστου του 1996 στο δημαρχείο της γενέτειρας της νύφης, της Κέρκυρας. Κουμπάροι, ο δημοσιογράφος Τέρενς Κουίκ και ο επιχειρηματίας Στέργιος Βρούσγος.
Πέντε χρόνια αργότερα, με το ξημέρωμα του νέου αιώνα, ο ερχομός της κόρης τους Μαρίας μεγάλωσε την ευτυχία μαζί με την οικογένειά τους. Σήμερα, μετά από 23 χρόνια σταθερής και ασυννέφιαστης κοινής διαδρομής του ζευγαριού, ο 78χρονος πλέον Τόλης Βοσκόπουλος μπορεί να υπερηφανεύεται ότι χάρη στην Αντζελα κατάφερε να χαρίσει βιωματική υπόσταση στον τίτλο του τραγουδιού «Μια γυναίκα, μια αγάπη, μια ζωή».