Επαφές με Έλληνες τραπεζίτες αλλά και πολιτικούς είχαν στην Αθήνα στελέχη της JP Morgan στέλνοντας τα δικά της θετικά μηνύματα στα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.Τα στελέχη της αμερικανικής τράπεζας μίλησαν για τις μακροοικονομικές προοπτικές, το Ταμείο Ανάκαμψης και τα σχέδια για τις καταθέσεις.
Οι συναντήσεις
Συγκεκριμένα, τα στελέχη της JP Morgan συναντήθηκαν με αξιωματούχους και στελέχη από: Aegean Airlines, Alpha Bank, Τράπεζα της Ελλάδος, Eurobank, Υπουργείο Οικονομικών, TXΣ, Intrum Hellas, IOBE, Εθνική Τράπεζα, ΟΠΑΠ, ΟΤΕ, Τράπεζα Πειραιώς, PRODEA Real Estate Investments και ΣΥΡΙΖΑ.
«Overweight στάση και στις τέσσερις συστημικές τράπεζες»
«Επιστρέφουμε με τη θετική μας άποψη για τις ελληνικές τράπεζες άθικτη μεσοπρόθεσμα», όπως τονίζει η JP Morgan, μετά το ταξίδι της στην Αθήνα. «Με μια σχετικά ευνοϊκή μακροοικονομική προοπτική, καθαρότερους ισολογισμούς, καλή αναπτυξιακή τροχιά, διαρθρωτικά στηρίγματα – συμπεριλαμβανομένης της θετικής επίδραση των υψηλών επιτοκίων της ΕΚΤ– καθώς και δυνατότητα για διανομή μερισμάτων, έχουμε overweight στάση και στις τέσσερις συστημικές τράπεζες», προσθέτει. Ενώ υπήρξε γενική παραδοχή ότι οι επερχόμενες εκλογές εγκυμονούν κινδύνους αβεβαιότητας βραχυπρόθεσμα, η ίδια «αισθάνεται» ότι οι θεσμοί με τους οποίους συναντήθηκε βλέπουν μάλλον περιορισμένο κίνδυνο μακροπρόθεσμης αναστάτωσης».
Για τις μακροοικονομικές προοπτικές αυτές παραμένουν ευνοϊκές είπαν οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι που τόνισαν ότι η οικονομική ανάπτυξη ξεπέρασε σταθερά τις προσδοκίες τα τελευταία τρία χρόνια, η ανεργία μειώθηκε στο 11,4%, στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2010 και με πτώση ~6% από το 2019. Επίσης, η αποκατάσταση των δημόσιων οικονομικών συνεχίστηκε, με ίσως την πιο επιθετική δημοσιονομική εξυγίανση από την πανδημία μεταξύ της ΕΕ και το χρέος προς το ΑΕΠ να πλησιάζει το 170%, εν μέρει υποβοηθούμενο από τη δυναμική του πληθωρισμού.
Το 2023 φαίνεται πιο δύσκολο, αλλά υπήρξε ευρεία εκτίμηση για θετική οικονομική ανάπτυξη με την αύξηση του ΑΕΠ να τοποθετείται στο 1,5%-1,8%, και να υποστηρίζεται από το ισχυρό αποτέλεσμα μεταφοράς από το 2022, την ανθεκτική αγορά εργασίας, την επιτάχυνση των επενδύσεων, καθώς και την ανθεκτική τραπεζική πιστωτική επέκταση.
Ο βασικός στόχος για την απόδοση των μετοχών
Ένας βασικός κίνδυνος για την απόδοση των μετοχών φέτος, κατά την άποψη της JP Morgan, είναι οι επερχόμενες γενικές εκλογές και οι αβεβαιότητες που τις περιβάλλουν. «Ενώ υπήρξε γενική παραδοχή ότι οι εκλογές εγκυμονούν κινδύνους βραχυπρόθεσμης αβεβαιότητας, αισθανθήκαμε ότι οι εγχώριοι συμμετέχοντες στην αγορά βλέπουν μάλλον περιορισμένο κίνδυνο μακροπρόθεσμης αναταραχής. Τα μέλη της αντιπολίτευσης που συναντήσαμε υπογράμμισαν μεταξύ των προτεραιοτήτων τους την αντιμετώπιση των ανισοτήτων καθώς και τη βελτίωση της διακυβέρνησης και της διαφάνειας, ενώ συνεχίζουν την ατζέντα με προσανατολισμό την ανάπτυξη», όπως επισημαίνει η JP Morgan.
Παράλληλα, όπως παρατήρησε, η απορρόφηση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης συνεχίζεται με καλό ρυθμό και αναμένεται να επιταχυνθεί στο β’ εξάμηνο. «Συνολικά, πιστεύουμε ότι η πρόοδος είναι ενθαρρυντική και, με τις εκταμιεύσεις να επιταχύνονται στο δεύτερο εξάμηνο του ’23, αναμένουμε να δούμε πιο ορατή συμβολή στην πιστωτική επέκταση των τραπεζών αργότερα μέσα στο έτος», όπως σημειώνει η αμερικανική τράπεζα.
Για τις καταθέσεις
Σε ότι αφορά τις καταθέσεις, η αμερικάνικη τράπεζα σημειώνει ότι μέχρι στιγμής, δεν έχει σημειωθεί πραγματική αύξηση στο κόστος των καταθέσεων παρά τα εμφανώς υψηλότερα επιτόκια. Εξετάζοντας τα στοιχεία της κεντρικής τράπεζας, το μικτό κόστος καταθέσεων στην Ελλάδα είχε αυξηθεί μόνο κατά 4 μονάδες βάσης από τον Οκτώβριο, παρά το Euribor 3μηνου που αυξήθηκε κατά ~200 μονάδες βάσης. Οι τράπεζες σαφώς ανακουφίζονται από τα βελτιωμένα προφίλ χρηματοδότησής τους (με το συνολικό δείκτη δανείων προς καταθέσει LDR να πέφτει στο 61% τον Σεπτέμβριο από 140% το 2016) και σηματοδοτούν ότι δεν σκοπεύουν να προβούν σε επιθετική τιμολόγηση για να αυξήσουν τα μερίδια αγοράς καταθέσεων.