Πιστός στο κυβερνητικό δόγμα, «”εκλογές στο τέλος της τετραετίας” ή, εν πάση περιπτώσει, κοντά στο τέλος της τετραετίας», ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης απέρριψε, σε συνέντευξή του στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ το επιχείρημα ότι δεν έχει και τόση μεγάλη σημασία ο χρόνος διεξαγωγής των εκλογών, αφού, αργά ή γρήγορα, θα γίνουν. «Είναι πολλές οι διακυβεύσεις, που έχουμε μπροστά μας», σημείωσε χαρακτηριστικά. Με αφορμή δε, την επίσκεψη του πρωθυπουργού στο Λονδίνο, τόνισε πως «η Ελλάδα έχει αλλάξει σελίδα», αν και, συμπλήρωσε, «πράγματα τα οποία οικοδομούνται, πολλές φορές αποδομούνται με τις αλλαγές κυβερνήσεων». Διεξοδικός στο θέμα του νομοσχεδίου για την άρση απορρήτου – κυβερνοασφάλεια – προστασία προσωπικών δεδομένων, υπογράμμισε μία «σημαντική καινοτομία» του νομοσχεδίου: Έως τώρα για λόγους εθνικής ασφάλειας επιτρεπόταν η άρση απορρήτου στο διηνεκές, πλέον θα οριοθετείται στο δίμηνο ή στο δεκάμηνο, το μέγιστο, και μάλιστα υπό προϋποθέσεις. Ενώ, παραλλήλως, δήλωσε πως συμφωνεί απολύτως με την προσέγγιση ότι δεν μπορεί να παρακολουθείται ένα πολιτικό πρόσωπο ή, πολύ περισσότερο, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας με ένα απλό αίτημα του διοικητή της ΕΥΠ και την προσυπογραφή του αρμόδιου εισαγγελέα.
Ξεκινώντας, αναλυτικά, από την επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Λονδίνο και τις επαφές, εκεί, με επενδυτές, στο εισαγωγικό του σχόλιο ο υπουργός Επικρατείας δήλωσε ότι «η Ελλάδα έχει αλλάξει σελίδα και πηγαίνει σε μια φάση συνέχειας και συνέπειας». Αν και, προσέθεσε, «η ιστορία έχει αποδείξει ότι πράγματα τα οποία οικοδομούνται, πολλές φορές αποδομούνται με τις αλλαγές κυβερνήσεων». Ευκαιρίας δοθείσης, πάντως, υπογράμμισε τον «πολύ μεγάλο στόχο» ένταξης της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα το 2023, κάτι που «θα μας επαναφέρει, μετά την έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία, σε ένα καθεστώς οικονομικής κανονικότητας. Πρέπει για όλους μας να είναι ένα σημείο σταθμός».
Ερωτηθείς για τα εκλογικά σενάρια, ο υπουργός Επικρατείας ξεκίνησε την απάντησή του από την κοινή διαπίστωση ότι «το 2023 είναι μια εκλογική χρονιά», προχώρησε όμως στη συνέχεια ένα βήμα πιο πέρα λέγοντας: «Η αίσθηση την οποίαν έχω και θέλω να σας την μεταφέρω με κάθε ειλικρίνεια και μετά λόγου γνώσεως, είναι ότι παραμένουμε πιστοί στο, “εκλογές στο τέλος της τετραετίας” ή, τέλος πάντων, κοντά στο τέλος της τετραετίας. Δεν συντρέχει κανένας λόγος να μπούμε σε μια διαδικασία που θα προκαλέσει μία σημαντική αναστάτωση. Εκόντες άκοντες θα υποστούμε το σκόπελο της απλής αναλογικής, αλλά δεν παύει να δημιουργεί αναταραχή στη συνέχεια του κράτους. Δεν “ακούω” το επιχείρημα ότι, αφού κάποια στιγμή θα βρεθούμε απέναντι σε εκλογές, να έρθουν νωρίτερα. Και τούτο γιατί είναι πολλές οι διακυβεύσεις, που έχουμε μπροστά μας».
Με αφορμή, εξ άλλου, την πεποίθησή του περί διπλών εκλογών, απάντησε και στο ερώτημα εάν, κατά την άποψή του, θα μπορούσε να προκύψει κυβέρνηση από την πρώτη Κυριακή. Απάντησε δε, ως εξής: «Εμείς θεωρούμε ότι πρέπει να υπάρχει σταθερή και συνεπής κυβέρνηση. Η σταθερότητα της κυβέρνησης δεν εξασφαλίζεται μόνο από μονοκομματικές κυβερνήσεις», αναγνώρισε με την ταυτόχρονη διευκρίνιση πάντως, ότι «ακόμα και σε περίπτωση συνεργασίας (υπάρχει) ένας βασικός κορμός, ουδέποτε βγάλαμε από τη συζήτηση το θέμα της κυβερνητικής συνεργασίας. Εάν ο λαός μάς τάξει σε θέση αυτοδυναμίας θα το υπηρετήσουμε, αυτός είναι ο βασικός μας πολιτικός στόχος. Εάν μας τάξει σε μια θέση που θα πρέπει να αναζητήσουμε πολιτικές συνεργασίες, θα το κάνουμε. Το Σύνταγμα δεν προβλέπει αδιέξοδα, προβλέπει πολιτικές συναιρέσεις». Ενώ κατέληξε με το συμπέρασμα, «δυστυχώς την περίοδο αυτή φαίνεται ότι οι γέφυρες δεν είναι εξαιρετικά βιώσιμες, και τούτο όχι με ευθύνη της κυβερνητικής πλειοψηφίας».
Στο ερώτημα, όμως, εάν η υπόθεση των υποκλοπών έκοψε την επικοινωνία αυτή, παρατήρησε: «Η γέφυρα είχε διαρραγεί πολύ νωρίτερα όταν ο αρχηγός του Κινήματος Αλλαγής -πολύ φρέσκια τοποθέτηση από ένα νέο άνθρωπο- δήλωσε ευθέως ότι δεν πρόκειται ποτέ να συνεργασθεί με τον αρχηγό του πρώτου κόμματος. Από την άλλη, το ζήτημα της νόμιμης άρσης απορρήτου του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη είναι, πράγματι, ένα πολύ σοβαρό πλήγμα. Δεν θέλω να εθελοτυφλώ, ποτέ δεν το κάνω. Είναι ένα σοβαρό ζήτημα, ο ίδιος ο πρωθυπουργός ανέλαβε την ευθύνη για την αστοχία αυτή», σημείωσε και προσέθεσε ότι καταλαβαίνει «απολύτως και το θυμό στον αρχηγό του ΚΙΝΑΛ και το θεσμικό βάρος της πράξης αυτής. Όμως, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών οφείλει να λειτουργεί, τους λόγους (σ.σ. άρσης του απορρήτου) δεν τους γνωρίζω».
Σύμφωνα με τον υπουργό Επικρατείας, «υπάρχουν κάποια όρια εντός των οποίων θα πρέπει να λειτουργεί κάθε υπηρεσία εθνικής ασφάλειας -και το λέω μετά λόγου γνώσεως, μετά από μελέτη όλων των ευρωπαϊκών συστημάτων. Ο κ. Ανδρουλάκης είχε την ευκαιρία να ενημερωθεί για τα ζητήματα αυτά κατά μόνας από τη διοίκηση της ΕΥΠ, προτίμησε να το αναγάγει σε θέμα περισσότερο πολιτικού διαλόγου έτσι ώστε κατά τη θεώρησή του να αποκομίσει τα μεγαλύτερα δυνατά πολιτικά οφέλη. Αυτά όμως δεν είναι ζητήματα που μπορούν να συζητιούνται δημόσια».
Ταυτοχρόνως, με τρόπο κατηγορηματικό επανέλαβε την κυβερνητική θέση ότι «το ελληνικό Δημόσιο δεν έχει προμηθευτεί, δεν έχει χρησιμοποιήσει με κανένα τρόπο τέτοιου τύπου κακόβουλα λογισμικά, περιλαμβανομένης της ΕΥΠ». Εξ άλλου, εξήγησε τα κατασκοπευτικά λογισμικά είναι μια ζέουσα συζήτηση παντού στον κόσμο, τα περισσότερα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αντιμέτωπα με το θέμα αυτό.
Στο θέμα, ειδικότερα, του κατατεθέντος νομοσχεδίου και στο ερώτημα εάν η κυβέρνηση είναι ανοιχτή σε περαιτέρω αλλαγές, ο Γ. Γεραπετρίτης παρατήρησε αρχικώς ότι «έχουμε αποδείξει το διαβουλευτικό μας χαρακτήρα». Σε κάθε περίπτωση, συμπλήρωσε, το μέχρι τούδε πλαίσιο καθοριζόταν από νόμο του 1994, με πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά στη χρήση του διαδικτύου και της κινητής τηλεφωνίας.
Επί της ουσίας του προς συζήτηση νομοσχεδίου ανέφερε ότι «μέχρι σήμερα για λόγους εθνικής ασφάλειας μπορούσε ο οποιοσδήποτε δημόσιος φορέας να αχθεί ενώπιον του εισαγγελέα και να ζητήσει άρση», (αλλά) αυτό σήμερα περιορίζεται, όπως είπε, με τρεις τρόπους:
Ο πρώτος, είναι ότι «δεν μπορεί κάθε δημόσιος φορέας, αλλά μόνο η ΕΥΠ και η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία».
Ο δεύτερος, «οριοθετείται πλέον ο όρος “εθνική ασφάλεια”». Γίνεται, με άλλα λόγια, ένας «πάρα πολύ στενός» κατάλογος και παρότι, όπως δημοσιοποίησε ο υπουργός, «εγώ δεν έχω πεισθεί ότι θα πρέπει να πάμε σε έναν πολύ στενότερο κατάλογο. Όμως άκουσα και την πολιτική και την επιστημονική κοινότητα, που είχε σαφείς επιφυλάξεις για έναν ευρύ όρο εθνικής ασφάλειας. Σήμερα πλέον είναι κατά βάση η εθνική άμυνα, η εξωτερική πολιτική, η ενεργειακή ασφάλεια και η κυβερνοασφάλεια. Αφήνουμε έξω θέματα όπως η δημόσια υγεία, η περιβαλλοντική ασφάλεια και άλλες μορφές σύγχρονης επίθεσης κατά της ακεραιότητας ενός κράτους».
Ο τρίτος τρόπος είναι ότι «δεν υπήρχε συγκεκριμένος τύπος τεκμηρίωσης του αιτήματος […] Πλέον το αίτημα θα πρέπει να καταλαμβάνει πολύ συγκεκριμένα ζητήματα, π.χ. να αναφέρει τους λόγους και, επιπλέον, να τεκμηριώνεται η αναγκαιότητα της άρσης του απορρήτου».
Στο σημείο αυτό ανέφερε και «μία σημαντική καινοτομία» που, όπως είπε, εισάγει το νομοσχέδιο: «Ενόσω για λόγους εθνικής ασφάλειας επιτρεπόταν η άρση απορρήτου στο διηνεκές, πλέον θα οριοθετείται σε ένα πλαίσιο δίμηνης παρακολούθησης, που μπορεί να φθάνει το μέγιστο τους δέκα μήνες. Όμως, κάθε παράταση πέραν του διμήνου θα πρέπει να γίνεται με την ίδια διαδικασία και επιπλέον δεν θα αρκεί απλή τεκμηρίωση του λόγου και της αναγκαιότητας. Αλλά θα πρέπει, κατά την κρίση των εισαγγελέων, ο κίνδυνος να καθιστά άμεση και εξαιρετικά πιθανή την διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας».
Κληθείς να σχολιάσει τις αντιρρήσεις, που διατυπώθηκαν στο στάδιο της διαβούλευσης, το πρώτο του σχόλιο ήταν ότι «το 50-75% όσων τέθηκαν στη διαβούλευση έγιναν αποδεκτά». Από εκεί και πέρα, όσον αφορά την προσέγγιση των ανεξάρτητων αρχών, «στην πολύ μεγάλη πλειονότητα των θεμάτων που ετέθησαν από την Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών και από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα έγιναν οι παρεμβάσεις, έτσι ώστε να ενσωματωθούν στο νομοσχέδιο που κατατέθηκε», υποστήριξε. Για τη δε τριετία για την ενημέρωση του παρακολουθούμενου, παρατήρησε πως «υφίσταται και αλλού, είναι ένας εύλογος χρόνος». Για την εμπλοκή, τέλος, του προέδρου της Βουλής, αφού αναγνώρισε ότι «πράγματι στις περισσότερες έννομες τάξεις το φίλτρο δεν είναι ο πρόεδρος της Βουλής αλλά ένας κυβερνητικός παράγων», ζήτησε να ληφθούν υπόψη και οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής πολιτικής τάξης, ως εκ τούτου «νομίζω ότι ο πρόεδρος της Βουλής, που είναι ο τρίτος πολιτειακός παράγων της χώρας, υπέρκειται σε πολλά σημεία της κυβερνητικής πλειοψηφίας […] νομίζω ότι είναι το πρόσωπο εκείνο στο οποίο συμπίπτει η βούληση να είναι πολιτικό μεν φίλτρο, αλλά όχι φίλτρο που να είναι κατευθυνόμενο πολιτικά».
Ενώ στην παρατήρηση ότι ένα πολιτικό πρόσωπο ή, πολύ περισσότερο, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν μπορεί να παρακολουθείται με απλό αίτημα του διοικητή της ΕΥΠ και την προσυπογραφή του εισαγγελέα, ο Γ. Γεραπετρίτης αντέδρασε λέγοντας: «Συμφωνώ απολύτως».
Η συνέντευξη έκλεισε με «μία πολύ σημαντική προσθήκη» που, όπως ανέφερε, έγινε μετά την κατάθεση σε διαβούλευση: η επιτροπή που θα αποφασίσει εν τέλει την ενημέρωση του ενδιαφερόμενου ότι, πράγματι, υπήρξε νόμιμη άρση απορρήτου, θα αποτελείται όχι, όπως αρχικώς είχε λεχθεί, από το διοικητή της Υπηρεσίας, τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ και έναν εισαγγελέα, αλλά από δύο εισαγγελείς και τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ.