Το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το ΕΜΠ, το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Αριστοτέλειο Θεσσαλονίκης θα είναι τα πρώτα ιδρύματα που θα αποκτήσουν την Ομάδα Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων (ΟΠΠΙ).
Επίσης, εξετάζεται εάν το Πανεπιστήμιο Πατρών θα συμπεριληφθεί στη σχετική λίστα. Αυτό αναφέρει ο σχεδιασμός του υπουργείου Παιδείας, βάσει του οποίου τα μέλη της ΟΠΠΙ θα εγκατασταθούν στα ιδρύματα με καταγεγραμμένα προβλήματα παραβατικότητας, βίας και ανομίας.
Σύμφωνα με τη Καθημερινή, κάθε ίδρυμα θα έχει και υπηρεσία φύλαξης, τα μέλη της οποίας θα έχουν αρμοδιότητα για την εποπτεία και φύλαξη των χώρων του, ελέγχου των εισόδων, τα οποία ευρύτερα αποτελούν ένα πρώτο «μάτι» για τα γεγονότα και τα απρόοπτα στην καθημερινή λειτουργία κάθε ΑΕΙ καθώς και για τον έλεγχο της χρήσης των χώρων τους.
«Ο τρόπος που τα ΑΕΙ θα οργανώσουν την υπηρεσία φύλαξής τους –με υπαλλήλους τους, με εταιρεία security ή όπως αλλιώς– είναι δικό τους θέμα», ανέφερε χθες στην Καθημερινή υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Παιδείας.
Συγκεκριμένα, τα μέλη της Ομάδας Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων θα έχουν αστυνομικές αρμοδιότητες. Θα λαμβάνουν ειδική εκπαίδευση, θα φορούν ειδική στολή. Θα περιπολούν μέσα στον χώρο των ιδρυμάτων και άρα σε περίπτωση περιστατικού βίας θα απευθύνονται αρμοδίως στην ΕΛ.ΑΣ., από όπου θα λαμβάνουν και τις εντολές για το πώς θα δράσουν.
Σημειώνεται πως η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας είναι κάθετη ότι τα μέλη της ΟΠΠΙ θα υπάγονται στην ΕΛ.ΑΣ. και όχι στα ΑΕΙσύμφωνα με πληροφορίες της Καθημερινής. Να σημειωθεί πως η ρύθμιση, η οποία είναι έτοιμη, προβλέπει την τοποθέτηση της ΟΠΠΙ –συνολικά 1.000 άτομα– μόνο στα κεντρικά ΑΕΙ της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης που έχουν προβλήματα με περιστατικά βίας. Ωστόσο, ο αριθμός των ατόμων που θα διατεθεί σε κάθε ΑΕΙ μπορεί να ενισχύεται σε ειδικές χρονικές περιόδους, σε συνεννόηση με το ίδρυμα. Επιπροσθέτως, μπορεί να αποχωρήσει η δύναμη της ΟΠΠΙ, εφόσον κριθεί ότι τα προβλήματα βίας και παραβατικότητας έχουν αμβλυνθεί.
Αξίζει να επισημανθεί πως τα ΑΕΙ θεωρούν ότι η Πολιτεία πρέπει να αντιμετωπίσει τα περιστατικά βίας ως οφείλει. Η Σύγκλητος του ΑΠΘ, στο πρόσφατο ψήφισμά της, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η καταπολέμηση της παραβατικότητας ποινικής φύσεως ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα στην αρμόδια δύναμη της πολιτείας, η οποία έχει το μονοπώλιο της συγκεκριμένης αρμοδιότητας σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, στην οποία ανήκουν και τα πανεπιστήμια. Η έκκληση προς την πολιτεία να αναλάβει τις ευθύνες της για την προστασία του πανεπιστημίου από προσβολές ποινικού χαρακτήρα, τις οποίες αδυνατεί να αντιμετωπίσει το ίδιο με τις δικές του δυνάμεις, αποτελεί ιστορικά ένα πάγιο αίτημα όχι μόνο της πανεπιστημιακής κοινότητας της χώρας, αλλά και της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας». Ερώτημα παραμένει, βέβαια, πώς οι καθηγητές και οι φοιτητές θα δεχθούν τους άνδρες της ΕΛ.ΑΣ. εντός των ιδρυμάτων.
Σύμφωνα πάντως με τη καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Αθηνών, Βάσω Κιντή, «οι διοικήσεις των πανεπιστημίων που αντιδρούν, ζητούν χρήματα από την κυβέρνηση για να προσλάβουν αυτοί φύλακες, οι οποίοι θα καταλήξουν θυρωροί», ενώ επισημαίνει ότι η κατάσταση που επικρατεί στα πανεπιστήμια δεν συμβαίνει πουθενά αλλού στον κόσμο. «Εδώ συμβαίνει συνέχεια, το έχουμε συνηθίσει, έχουμε φτάσει να μην μας ενοχλεί. Προσπαθούμε να βολευτούμε μέσα σ’ αυτή την κατάσταση και ο καθένας να κάνει τη δουλειά του. Δεν αναγνωρίζουμε ότι αυτό είναι πρωτοφανές, ότι δεν υπάρχει αλλού. Ντρεπόμαστε να πούμε αυτά τα συμβάντα και αυτές τις καταστάσεις σε συναδέλφους μας στο εξωτερικό», υπογραμμίζει στο liberal.gr
«Η Σύγκλητος του ΑΠΘ θεωρεί ότι η φύλαξη είναι αρμοδιότητα του Πανεπιστημίου αλλά από την άλλη καλεί την Πολιτεία να αναλάβει κατ’ αποκλειστικότητα την «παραβατικότητα ποινικής φύσεως». Και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ. Οι διοικήσεις των πανεπιστημίων που αντιδρούν ζητούν χρήματα από την κυβέρνηση για να προσλάβουν αυτοί φύλακες οι οποίοι, επειδή δεν μπορούν να έχουν αστυνομικές αρμοδιότητες, θα καταλήξουν θυρωροί. Δεν αντιμετωπίζεται έτσι το πρόβλημα που έχουμε. Οι πανεπιστημιακές αρχές πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους: πρώτον, να αναγνωρίσουν το πρόβλημα στις διαστάσεις του και δεύτερον να αναγνωρίσουν ότι δεν μπορούν οι ίδιοι να το λύσουν», τονίζει χαρακτηριστικά.