Στα διευρυμένα μέτρα στήριξης που ανακοινώνουν οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης για να αντιμετωπίσουν την πληθωριστική και ενεργειακή κρίση, αναφέρεται σε νέα της έκθεση η Capital Economics. Το συμπέρασμα της βρετανικής εταιρείας οικονομικών μελετών είναι ότι τα μέτρα θα περιορίσουν, αλλά δεν θα εξαλείψουν την κρίση κόστους ζωής που βιώνουν οι Ευρωπαίοι, ενώ οι κεντρικές τράπεζες θα συνεχίσουν τις αυξήσεις των επιτοκίων.
Η ζοφερή πραγματικότητα της κρίσης κόστους ζωής στην Ευρώπη αρχίζει να ωθεί τις κυβερνήσεις σε δράση. Στη Γερμανία, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα πακέτο στήριξης που παγώνει τις τιμές της ενέργειας για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ενώ στη Μ. Βρετανία, η κυβέρνηση εφάρμοσε κάτι παρόμοιο. Αυτές οι τεράστιες δημοσιονομικές παρεμβάσεις έχουν στόχο να αντιμετωπίσουν την κρίση που απειλεί τις οικονομίες της Γερμανίας και της Μ. Βρετανίας και αναμένεται να προσφέρουν κάποια ανακούφιση. Όμως, η πολυπλοκότητα της κρίσης κόστους ζωής απαιτεί μια πιο εμπεριστατωμένη και πιο οδυνηρή πολιτική απάντηση από το πάγωμα των τιμών, εκτιμά η Capital Economics.
Στην πραγματικότητα, η «κρίση κόστους ζωής» αφορά σε πολλά ζητήματα. Οι πραγματικοί μισθοί και το επίπεδο διαβίωσης στην Ευρώπη συμπιέζονται από την επιδείνωση των όρων εμπορίου που προκαλεί η εκτίναξη των παγκόσμιων τιμών ενέργειας. Όμως, ο πληθωρισμός αντανακλά επίσης μια πιο γενική αύξηση στις τιμές καθώς η μετά την πανδημία ανάκαμψη της ζήτησης πλήττει την πλευρά της προσφοράς και οι εργαζόμενοι δικαιολογημένα αντιδρούν στις αυξήσεις των τιμών, προσπαθώντας να αυξήσουν τις αποδοχές τους για να προστατέψουν το επίπεδο διαβίωσης.
Οι πιέσεις στο κόστος και στις τιμές έχουν διαφορετικές αιτίες και διαφορετικές επιπτώσεις, που σημαίνει ότι απαιτούν διαφορετικές πολιτικές απαντήσεις, σημειώνει ο οίκος.
Αν οι τιμές του φυσικού αερίου διατηρηθούν για πολύ στα τρέχοντα επίπεδα, η επιδείνωση στους όρους εμπορίου θα είναι αντίστοιχη του 4% του ΑΕΠ της Ιταλίας, περίπου 3% στη Γερμανία και γύρω στο 2% στη Μ. Βρετανία. Οι απώλειες αυτές της οικονομικής δραστηριότητας είναι μεγαλύτερες και από τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 1970.
Το τελικό πλήγμα για το ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα εξαρτηθεί όχι μόνο από το μέγεθος και τη διάρκεια του σοκ στους όρους εμπορίου, αλλά επίσης από το ποιος θα σηκώσει τι οικονομικό βάρος: οι καταναλωτές, οι επιχειρήσεις, οι κυβερνήσεις ή ένας συνδυασμός όλων αυτών; Αν το σοκ είναι προσωρινό, τότε οι κυβερνήσεις θα μπορέσουν να το σηκώσουν μέσω δημοσιονομικής στήριξης. Αυτή είναι η λογική του παγώματος των τιμών λιανικής στο φυσικό αέριο και το ρεύμα που ανακοίνωσαν Γερμανία και Μ. Βρετανία την περασμένη εβδομάδα.
Τα μέτρα αυτά δεν αναμένεται να αποτρέψουν την ύφεση σε καμία από τις δύο χώρες στα επόμενα τρίμηνα, όμως θα περιορίσουν το βάθος της. Ως αποτέλεσμα, τα πακέτα στήριξης που έχουν ανακοινωθεί, αναμένεται σύμφωνα με την Capital Economics να περιορίσουν την απώλεια του ΑΕΠ για τη Μ. Βρετανία στο 0,5% από 1% που αρχικά αναμενόταν.