Μια ομιλία πυκνή, καθηλωτική, με επιχειρήματα και ιστορικές αναφορές έκανε ακριβώς πριν από ένα χρόνο η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, η πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη για την προεδρία της Δημοκρατίας, σημειώνοντας πως η αμφισβήτηση του ρόλου των γυναικών ξεκινά τουλάχιστον 3.000 χρόνια πριν.
« Μητέρα, στην κάμαρά σου πήγαινε και τις δουλειές σου κοίτα, τον αργαλειό, την ρόκα (…) τα πολλά λόγια δεν ταιριάζουνε παρά στους άνδρες μόνο, κι απ’ όλους πιο σε μένα’ γιατί εγώ τούτο το σπίτι κυβερνάω ». Στην Οδύσσεια του Ομήρου, πριν από σχεδόν 3.000 χρόνια, βρίσκουμε, όπως αναφέρει η Mary Beard, το πρώτο καταγεγραμμένο παράδειγμα αμφισβήτησης του δημόσιου λόγου των γυναικών.
Στην Ιταλία νόμος του 1919 επέτρεπε στις γυναίκες για λόγους ισότητας να ασκούν όλα τα επαγγέλματα και να καταλαμβάνουν θέσεις στον δημόσιο τομέα, εκτός από όσα συνδέονταν με τα καθήκοντα του δικαστή, του πολιτικού και την άμυνα του κράτους. Το 1947, σε συζήτηση στη Βουλή, διατυπώθηκαν απόψεις « η γυναίκα πρέπει να μείνει βασίλισσα του σπιτιού, όσο απομακρύνεται από την οικογένεια τόσο αυτή διαλύεται (…) η δύσκολη τέχνη του δικάζειν απαιτεί μεγάλη ισορροπία και αυτή συχνά τους λείπει και για λόγους φυσιολογίας».
Σε απόφαση του Supreme Court του 2017, η Ruth Bader Ginsburg (RBG) έγραψε για την πλειοψηφία: « για σχεδόν μισό αιώνα αυτό το δικαστήριο αντιμετώπισε με καχυποψία νόμους που βασίζονται σε πολύ ευρείες γενικεύσεις για τα διαφορετικά ταλέντα, ικανότητες ή προτιμήσεις ανδρών και γυναικών (…) Νόμοι που απονέμουν ή αρνούνται ευεργετήματα που συνδέονται με στερεότυπα για τον οικιακό ρόλο των γυναικών, όπως παρατήρησε το δικαστήριο, μπορεί να δημιουργήσουν ένα αυτοτροφοδοτούμενο κύκλο διακρίσεων που αναγκάζει τις γυναίκες να συνεχίσουν να έχουν τον ρόλο εκείνου που κατεξοχήν φροντίζει την οικογένεια (…) ». Για την RBG τέτοιες διατάξεις στηρίζονται σε στερεότυπα κα απηχούν αναχρονιστικές απόψεις.
Το 2018 συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τότε που δόθηκε στην Αγγλία το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες. Ο δρόμος που διανύθηκε για τα δικαιώματα των γυναικών ήταν μακρύς και επίπονος. Κατά τον 19ο αιώνα οι γυναίκες είχαν κατώτερη θέση από τους άνδρες στη βρετανική κοινωνία, κοινωνικά και νομικά. Πριν από το 1870 οι παντρεμένες γυναίκες ήταν υποχρεωμένες να παραδίδουν όλη τους την περιουσία στους συζύγους τους, έπρεπε να περάσουν άλλα 120 χρόνια ώστε να θεωρηθεί ποινικό αδίκημα ο βιασμός εντός του γάμου. Τα δύο φύλα κατοικούσαν σε χωριστές σφαίρες, συναντώμενα μόνο στο πρωινό και το δείπνο. Μετά από τους αγώνες του κινήματος των σουφραζετών, οι γυναίκες απέκτησαν το δικαίωμα ψήφου το 1918. Ο νόμος « Sex discrimination removal act » του 1919 απαγόρευε την μη πρόσβαση των γυναικών σε επαγγέλματα λόγω φύλου. Το 1922 ο νόμος για την περιουσία επέτρεψε στις γυναίκες να κληρονομούν όπως και οι άνδρες.
Η περίπτωση του Καναδά
Στον Καναδά το 1929 οι γυναίκες απέκτησαν πλήρη δικαιώματα. Στην Αγγλία η «Sex discrimination act » του 1975 απαγόρευσε τις διακρίσεις σε βάρος των γυναικών στην εργασία, τη μόρφωση και την εκπαίδευση. Για δεκαετίες ο λόγος των γυναικών χαρακτηριζόταν συναισθηματικός και ενίοτε υστερικός, ενώ θεωρείται ότι τους ταιριάζουν επαγγέλματα όπως της δακτυλογράφου, της νοσοκόμας και γενικά όσα συνδέονται με φροντίδα. Πλέον, μετά από την κοινωνική και ιστορική εξέλιξη και τους αγώνες του γυναικείου κινήματος, οι γυναίκες δοκίμασαν την εμπειρία του να αμείβονται κανονικά και να έχουν αυξημένη οικονομική αυτονομία. Προβλήματα βέβαια εξακολουθούν να υπάρχουν. Οι γυναίκες δυσκολεύονται να φτάσουν στην κορυφή πολλών επαγγελμάτων˙το φαινόμενο της γυάλινης οροφής. Οι γυναίκες δεν αμείβονται με τον ίδιο τρόπο με τους άνδρες, εμφανίζουν καλύτερη απόδοση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση αλλά όχι στην απασχόληση. Στην κορυφή της Βιομηχανίας και της εκτελεστικής εξουσίας κυριαρχούν οι άνδρες. Το 2014, μόνο επτά από τους 150 εκλεγμένους αρχηγούς κρατών είναι γυναίκες και μόνον έντεκα από τους 192 είναι πρωθυπουργοί. Στο φαινόμενο αυτό πάντως οι εξελίξεις είναι θετικές: η νεαρή πρωθυπουργός της Νέας Ζηλανδίας είναι η δεύτερη γυναίκα που απέκτησε μωρό κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας της, ενώ στην αμερικανική Βουλή μετά τις τελευταίες εκλογές για πρώτη φορά εξελέγη τόσο μεγάλος αριθμός γυναικών. Στην Ινδία οι γυναίκες δίνουν τον δικό τους αγώνα για τα δικαιώματά τους. Πρόσφατα το Ανώτατο Δικαστήριο δικαίωσε δύο γυναίκες που είχαν διεκδικήσει το δικαίωμα να εισέλθουν σε ιερό ναό, που αποτελούσε γι’ αυτές άβατο.
Στη δεκαετία του 1950 κυριαρχούσε η αντίληψη ότι οι γυναίκες δεν ήταν ικανές για το έργο του δικαστή. Μετά κατέκτησαν τα δικαστικά επαγγέλματα και τώρα αποτελούν την πλειοψηφία του δικαστικού σώματος, ειδικά στους κατώτερους βαθμούς. Στη Γαλλία, παρόλο που οι γυναίκες απέκτησαν πρόσβαση στο επάγγελμα του δικαστή το 1946, αποτελούν ήδη την πλειοψηφία (60% των δικαστών). Μέλος του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου επισημαίνει το παράδοξο ότι οι ανώτερες ιεραρχικά θέσεις καταλαμβάνονται από άνδρες. Σε σύνολο 8.500 δικαστών, τέσσερις γυναίκες μόνο διευθύνουν εφετεία. Η Ένωση Δικαστών, χωρίς να διάκειται ευμενώς προς μία θετική διάκριση, επισημαίνει ότι μία γυναίκα με τις ίδιες ικανότητες και αρχαιότητα μπορεί να βρεθεί σε δυσμενή θέση κατά την διάρκεια της καριέρας της απέναντι σε άνδρα συνάδελφό της. Σύμφωνα με την εκρόσωπο άλλου συνδικαλιστικού σωματείου δικαστών, πολλές φορές οι γυναίκες αυτοπεριορίζονται και δεν υποβάλλουν υποψηφιότητα για υψηλές θέσεις.
Ο φόβος των ανδρών
Στη Δικαιοσύνη, κρατική εξουσία που ιστορικά ανήκε στους άνδρες, μόλις την δεκαετία του 1950 οι πρώτες γυναίκες γίνονται δεκτές στο λειτούργημα του δικαστή στο Βέλγιο. Η Marie Poppelin το 1889 παρουσιάζεται στο Εφετείο των Βρυξελλών για να ορκιστεί δικηγόρος. Της το αρνούνται όχι γιατί ο νόμος το απαγορεύει αλλά γιατί « δεν υπάρχει καμία ανάγκη νομοθετικής ρύθμισης για μια απαγόρευση που είναι φυσιολογική στα μάτια όλων ». Την εποχή εκείνη οι γυναίκες πρέπει να αφοσιώνονται στο νοικοκυριό και στη μητρότητα. Σύμφωνα με μια ερευνήτρια του Πανεπιστημίου της Λιέγης, « ο μεγάλος φόβος των ανδρών δεν είναι η πρόσβαση των γυναικών στον δικηγορικό σύλλογο αλλά στην καθημένη δικαιοσύνη. Αυτό το επάγγελμα περιωπής είναι μια από τις τρεις κρατικές εξουσίες. Εδώ στεγάζεται η πιο έντονη άρνηση ». Μετά την απόκτηση του δικαιώματος να γίνονται δικηγόροι, οι γυναίκες δίνουν μια άλλη μεγάλη μάχη, να γίνουν δικαστές. Ένα από τα βασικά εμπόδια για να φτάσουν στο δικαστικό σώμα είναι το ότι οι γυναίκες δεν είναι ολοκληρωμένοι πολίτες, αφού δεν έχουν τα δικαιώματα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι. Αυτός ο μακρύς αγώνας ολοκληρώνεται το 1948 για το Βέλγιο, πρέπει όμως να έρθει η δεκαετία του 1980 για να διαπιστωθεί πραγματική παρουσία των γυναικών στη Δικαιοσύνη. Και πάλι όμως στην πλειοψηφία τους οι γυναίκες ασχολούνται με υποθέσεις οικογενειακού και εργατικού δικαίου, ενώ η παρουσία τους δεν είναι έντονη στις θέσεις που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία.
Το επάγγελμα του δικαστή για αιώνες είχε ασκηθεί αποκλειστικά από άνδρες. Σε αντίθεση με αυτό που θα περίμενε κανείς, η άφιξη των γυναικών δεν έφερε επανάσταση στις συνήθειες που επικρατούσαν. Εισερχόμενες στην Δικαιοσύνη, οι γυναίκες προσαρμόζονται στην υφιστάμενη επαγγελματική κουλτούρα: Σημαντικοί ρυθμοί δουλειάς, αποστασιοποίηση από τα οικογενειακά προβλήματα στο επαγγελματικό περιβάλλον, περιορισμός του αριθμού των παιδιών για επαγγελματικούς λόγους. Είναι συμπεριφορές που υιοθετούνται από τις γυναίκες, που κατά κάποιο τρόπο αυτοπεριορίζονται. Πολλές γυναίκες δικαστές δηλώνουν ότι φοβούνται μια έντονη θηλυκοποίηση της Δικαιοσύνης, που θα απαξίωνε το επάγγελμα.
Αν η επαγγελματική κουλτούρα δεν αλλάζει, ένα γυναικείο αποτύπωμα εγγράφεται στο Δίκαιο. Οι γυναίκες εισφέρουν στη Δικαιοσύνη μια πραγματικότητα διαφορετική από αυτή των ανδρών, που προέρχεται από την διαφορετική τους κοινωνικοποίηση. Η πραγματικότητα αυτή περνάει στις κρίσεις και τις σκέψεις τους, επηρεάζοντας τη νομολογία και τη νομοθεσία. Όπως έχει γραφτεί, « το 1948 κανένας δικαστής εν ενεργεία δεν είχε ποτέ αλλάξει πάνες ενός παιδιού. Οι πρώτες γυναίκες δικαστές έχουν αυτή τη διαφορετική εμπειρία του οικογενειακού βίου. Ένας δικαστής δεν δικάζει μόνο με τη γνώση του, αλλά και με την εμπειρία του, τις αμφιβολίες και τις ματαιώσεις του ». Πολλοί αντιμετωπίζουν αρνητικά μια μεγάλη αντιπροσώπευση των γυναικών σε ένα δικαστήριο. Οι αντιδράσεις αυτές δεν προέρχονται μόνο από τους διαδίκους αλλα και από τους συναδέλφους δικαστές ή τους δικηγόρους. Παρά την φαινομενική ισότητα, η δυσκολία στο να γίνει αποδεκτή η γυναίκα σε μια θέση εξουσίας που ιστορικά είναι συνδεδεμένη με τους άνδρες παραμένει.
Η περίπτωση της Αγνής Ρουσσοπούλου Στουδίτου
Το 1929 η Αγνή Ρουσσοπούλου Στουδίτου άσκησε αίτηση ακυρώσεως κατά της πράξης της εξεταστικής επιτροπής, με την οποία αποκλείσθηκε από τον διαγωνισμό που είχε προκηρυχθεί για την κατάληψη δέκα θέσεων εισηγητών του Συμβουλίου της Επικρατείας. Την υπεράσπισή της ανέλαβε ο Αλέξανδρος Σβώλος. Με την απόφαση 42/1929 το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση, γιατί όπως κρίθηκε ο νόμος περί ΣτΕ δεν περιλαμβάνει διάταξη ότι μόνον άρρενες μπορούν να διορισθούν εισηγητές, αλλά από την διατύπωση των σχετικών προς τα προσόντα των μελών του Συμβουλίου διατάξεων, ιδίως την εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων, και από το πνεύμα όλης της νομοθεσίας, προκύπτει σαφώς ότι στις θέσεις των εισηγητών δεν επιτρέπεται ο διορισμός γυναικών. Στο πολύ ενδιαφέρον υπόμνημα του Αλ. Σβώλου τονίζεται η γενικότερη σημασία της εκλογής των γυναικών στην εκλογική ισοπολιτεία και γίνεται μνεία του αυξανόμενου αριθμού των χωρών, όπου οι γυναίκες αποκτούν τα ίδια πολιτικά δικαιώματα με τους άνδρες. Στις 20.3.1944, με πράξη της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης, της οποίας ο Αλ. Σβώλος ήταν πρόεδρος, αναγνωρίσθηκαν πολιτικά δικαιώματα και το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, αναγνώριση που είχε συμβολικό χαρακτήρα. Το δικαίωμα ψήφου δόθηκε στις Ελληνίδες το 1952 και αυτές ψήφισαν για πρώτη φορά το 1956. Το 1958 διορίσθηκε εισηγητής στο ΣτΕ η Πηνελόπη Αθανασοπούλου, η οποία έφτασε μέχρι τον βαθμό του συμβούλου, και το 1959 πάρεδρος στο Πρωτοδικείο Αθηνών η Άννα Αθανασιάδου. Σήμερα στο ΣτΕ υπηρετούν 4 γυναίκες αντιπρόεδροι σε σύνολο 10 αντιπροέδρων, 29 σύμβουλοι σε σύνολο 52, 36 πάρεδροι σε σύνολο 58 και 36 εισηγητές σε σύνολο 48.
Στον διεθνή χώρο, εδώ και δεκαετίες κάποιες γυναίκες διέγραψαν πορεία ως ανώτατοι δικαστές, και με τον δημόσιο λόγο τους υποστήριξαν ενδιαφέρουσες θέσεις όχι μόνο για την ισότητα των φύλων αλλά γενικότερα για θέματα δικαιωμάτων, αποτελώντας παράδειγμα για τις επόμενες γενιές. Στις ΗΠΑ πρώτη γυναίκα δικαστής σε ανώτατο δικαστήριο ήταν η Florence Ellinwood Allen. Ξεκίνησε την καριέρα της ως μουσικός και στη συνέχεια πήρε πτυχίο στις πολιτικές επιστήμες, το 1908. Ήθελε να ειδικευθεί στο συνταγματικό δίκαιο αλλά η νομική σχολή του πανεπιστήμιου της δεν δεχόταν γυναίκες. Τελικά γράφτηκε στον δικηγορικό σύλλογο του Ohio το 1914. Όπως έλεγε η ίδια, « δεν είχα πελάτες, δεν είχα χρήματα, αλλά είχα μεγάλες ελπίδες ». Ασχολήθηκε ενεργά με το γυναικείο κίνημα των σουφραζετών και υποστήριξε στο δικαστήριο του Ohio το δικαίωμα των γυναικών να ψηφίζουν στις δημοτικές εκλογές. Το 1922 εκλέχτηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ohio. Παρόλο που προτάθηκε από πολλούς, δεν επιλέχθηκε για το Supreme Court. Ο πρόεδρος Truman ήταν αντίθετος στο να προτείνει γυναίκα στο ανώτατο δικαστήριο της χώρας, προκειμένου να μην νιώθουν άβολα οι άνδρες δικαστές. Υποστήριζε πάντα την ειρήνη, λέγοντας « για να εξασφαλίσουμε την ειρήνη, πρέπει να υπάρχει δικαιοσύνη ». Τελικώς η πρώτη γυναίκα δικαστής στο Supreme Court ήταν η Sandra Day O’Connor, που προτάθηκε το 1981 από τον πρόεδρο Reagan, ο οποίος εκπλήρωσε σχετική προεκλογική του υπόσχεση. Η O’Connor υποστήριζε έντονα τη μνεία του αλλοδαπού δικαίου στις αποφάσεις: « Γίνεται λόγος σήμερα για τη διεθνοποίηση των νομικών σχέσεων. Το βλέπουμε ήδη στα αμερικανικά δικαστήρια και θα το δούμε αυξανόμενο στο μέλλον. Αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς ότι τα δικαστήριά μας μπορούν ή πρέπει να αφήσουν τον χαρακτήρα τους σαν εσωτερικοί θεσμοί. Αλλά τα συμπεράσματα στα οποία έχουν φτάσει άλλες χώρες και η διεθνής κοινότητα, παρόλο που τυπικά δεν μας δεσμεύουν, θα έπρεπε σε κάποιες περιπτώσεις να ασκούν πειστική επιρροή στα αμερικανικά δικαστήρια. Αυτό που συχνά αποκαλείται transjudicialism ».
Η Ruth Bader Ginsburg (RBG) δικαστής στο Supreme Court των ΗΠΑ, « φλογερή φεμινίστρια » κατά τη δήλωσή της, γεννήθηκε στο Brooklyn το 1933. Δεκατριών ετών έγραψε ένα άρθρο για την Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο Cornell, όπου της άρεσε να λέει ότι έμαθε να γράφει από τον Vladimir Nabokov. Εκεί συνάντησε και τον άνδρα της, Martin Ginsburg. Στη νομική σχολή του Harvard που δέχθηκε για πρώτη φορά γυναίκες το 1950 ήταν μια από τις εννέα γυναίκες σε μια τάξη 500 φοιτητών. Όπως εχει πει η ίδια, «ένιωθες ότι όλα τα μάτια ήταν στραμμένα πάνω σου. Κάθε φορά που απαντούσες σε μια ερώτηση, απαντούσες εκ μέρους όλου του γυναικείου φύλου». Σε μια παρατήρηση του κοσμήτορα της Σχολής γιατί κατέλαβε μια θέση που μπορούσε να είχε δοθεί σε έναν άνδρα, απάντησε «ο άνδρας μου φοιτά στο δεύτερο έτος και ήρθα κι εγώ για να μάθω για τη δουλειά του, ώστε να είμαι μια πιο υπομονετική και με κατανόηση σύζυγος. Την εποχή εκείνη μια γυναίκα είχε τη δυνατότητα να φοιτήσει στη νομική σχολή αλλά όχι να παραδεχθεί τη φιλοδοξία της.
«Δεν ζητώ χάρη για το φύλο μου»
Εκείνη την περίοδο η RBG έζησε για δύο χρόνια στην Σουηδία, όπου μελέτησε την πολιτική δικονομία και επηρεάσθηκε από τις προηγμένες στα θέματα της ισότητας κοινωνικές αντιλήψεις. Την εποχή εκείνη στους σουηδικούς ακαδημαϊκούς κύκλους είχε προκαλέσει αίσθηση ένα κείμενο της Eva Moberg: «Πρέπει να σταματήσουμε να κινούμαστε στη λογική των δύο ρόλων των γυναικών. Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες έχουν ένα βασικό ρόλο, να είναι άνθρωποι». Αρχικά ασχολήθηκε με τη δικηγορία και συγκεκριμένα έφερε στο Supreme Court σειρά υποθέσεων προσπαθώντας να πείσει ότι υπάρχει διάκριση λόγω φύλου και ότι αυτή παραβιάζει το Σύνταγμα. Στην υπόθεση Reed v. Reed (1971) υποστήριξε με επιτυχία ότι ένας νόμος που έδινε πλεονέκτημα στους άνδρες έναντι των γυναικών στη διαχείριση της ακίνητης περιουσίας παραβίαζε τη συνταγματική ρήτρα περί ισότητας. Στη συνέχεια η RBG ήθελε να φέρει στο Supreme Court την υπόθεση Struck v. Secretary of Defence. Όταν η λοχαγός Suzan Struck έμεινε έγκυος αποφάσισε να κρατήσει το μωρό, κάτι που αντέβαινε στην πολιτική της Αεροπορίας, που της επέβαλε να κάνει έκτρωση, αλλιώς θα έχανε τη δουλειά της. Η υπόθεση ομως δεν έφτασε τελικά στο Ανώτατο Δικαστήριο, γιατί εν τω μεταξύ η πολιτική αυτή της Αεροπορίας άλλαξε.
Η RBG το 1973 παραστάθηκε στο Supreme Court για την υπόθεση μιας αξιωματικού της Αεροπορίας, στην οποία είχαν αρνηθεί ευεργετήματα για τον άνδρα της, που ομως χορηγούνταν στους άνδρες για τις γυναίκες τους. «Δεν ζητάω χάρη για το φύλο μου», είπε στην αγόρευσή της στους εννέα άνδρες στην έδρα, επαναλαμβάνοντας τα λόγια αγωνίστριας του 19ου αιώνα για τα δικαιώματα των γυναικών, «αυτό που ζητώ από τους αδελφούς μας είναι να σταματήσουν να μας πατάνε στον λαιμό». Το 1979, όταν ο πρόεδρος Jimmy Carter επεξέτεινε την ομοσπονδιακή δικαιοσύνη και είχε αποφασίσει να διορίσει γυναίκες δικαστές , η RBG αναζήτησε και πέτυχε θέση δικαστή στο Εφετείο της Washington DC. Το 1970, σε σύνολο 10.000 δικαστών, οι γυναίκες ήταν λιγότερες από 200. Το 1971 ο πρόεδρος του Supreme Court Warren Burger, μαθαίνοντας ότι ο πρόεδρος Richard Nixon σκεφτόταν να ορίσει γυναίκα δικαστή, υπέβαλε παραίτηση. Η Washington Post έγραψε για τον διορισμό της RBG «φεμινίστρια επελέγη για το Εφετείο». Το 1993 διορίσθηκε από τον πρόεδρο Bill Clinton ως η δεύτερη γυναίκα δικαστής στο Supreme Court. Σε ερώτηση του προέδρου της Επιτροπής Joe Biden κατά την ακρόασή της, η RBG έκανε την ακόλουθη δήλωση, που απηχεί τον κανόνα της αυτοσυγκράτησης του δικαστή: «Απολαμβάνουμε να ζούμε σε δημοκρατία και γνωρίζουμε επίσης ότι αυτό το Σύνταγμα δεν δημιούργησε ένα τριπλό σύστημα εξουσιών. Οι δικαστές πρέπει να μην ξεχνούν ποια είναι η θέση τους σε αυτό το σύστημα και να θυμούνται πάντα ότι ζούμε σε μια δημοκρατία που μπορεί να καταστραφεί αν αναλάβουν τον ρόλο να αποφασίζουν ως πλατωνικοί φύλακες».
Τον Φεβρουάριο του 2009, τρεις εβδομάδες μετά από εγχείρηση που είχε υποστεί, η RBG παραστάθηκε στην πρώτη ομιλία του προέδρου Obama προς το Κογκρέσο. Όπως είπε, πήγε γιατί ήθελε η χώρα να δει ότι υπάρχει μια γυναίκα στο Supreme Court. Για τον ρόλο των γυναικών η RBG εχει δηλώσει ότι «Στο παρελθόν έλεγα κάτι και περνούσε απαρατήρητο. Μετά, κάποιος άλλος έλεγε σχεδόν το ίδιο πράγμα, και οι άνθρωποι τον πρόσεχαν. Στις δεκαετίες του 50 και του 60 υπήρχε η αντίληψη ότι αν άκουγες γυναικεία φωνή δεν χρειαζόταν να προσέχεις, γιατί δεν επρόκειτο να πει κάτι σημαντικό. Αυτό έχει μειωθεί αλλά υπάρχει ακόμη και δεν πρόκειται για δική μου μόνο εμπειρία». Κατά την άποψή της, η παρουσία των γυναικών στην έδρα οδήγησε τα δικαστήρια στο να εκτιμήσουν πιο έγκαιρα ότι η σεξουαλικη παρενόχληση εμπίπτει στο κεφάλαιο παραβιάσεων των ατομικών δικαιωμάτων. Είχε εξαιρετική συνεργασία με τον πρόεδρο Rehnquist, ο οποίος έγραψε την γνώμη της πλειοψηφίας σε απόφαση του 2003 αναφερόμενος σε σκέψεις της RBG για τα στερεότυπα, ότι δηλαδή όταν οι γυναίκες περιγράφονται με στερεότυπο τρόπο ως υπεύθυνες για τα οικιακά και όχι οι άνδρες, αυτό τις κάνει να φαίνονται λιγότερο άξιες ως εργαζόμενες. Οι μειοψηφίες της, τις οποίες μερικές φορές διαβάζει στην έδρα, προκαλούν πάντα το επιστημονικό ενδιαφέρον, ενώ η ίδια έχει μετατραπεί σε ζωντανό θρύλο.
Πριν από λίγους μήνες, κατά τη διάρκεια της ακρόασης για τον δικαστή Kavanaugh, η RBG δήλωσε: «Μακάρι να είχα ένα μαγικό ραβδί για να γυρίσω τα πράγματα εκεί που ήταν. Η κομματικοποίηση διέφθειρε τη διαδικασία διορισμού. Η νομιμοποίηση του Δικαστηρίου υποχώρησε. Οι γυναίκες ακόμη δεν έχουν κερδίσει την ισότητα ενώπιον του νόμου και δεν υπάρχει μαγικό ραβδί». Ήδη υπάρχουν τρεις γυναίκες στο Supreme Court. Όταν κάποτε η RBG ρωτήθηκε με πόσες ακόμη γυναίκες θα ήταν ευχαριστημένη αν έβλεπε στο Δικαστήριο, απάντησε «Όταν θα είναι εννέα».
Το ανώτατο δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου ιδρύθηκε το 2009 και ανέλαβε τις δικαστικές αρμοδιότητες του House of Lords. Είναι δωδεκαμελές, και τρία από τα μέλη του είναι γυναίκες. Πρώτη γυναίκα δικαστής στο δικαστήριο αυτό και ήδη πρόεδρός του είναι η Lady Hale, η οποία ήταν η μία από έξι γυναίκες σε τάξη εκατό φοιτητών στο Πανεπιστήμιο του Cambridge το 1963, δίδαξε για χρόνια σε πανεπιστήμια και είχε σημαντικό νομοπαρασκευαστικό έργο: Children Act, 1989, Family Law Act, 1996. Ο θυρεός της γράφει: «Omnia Feminae Aequissimae» (οι γυναίκες είναι ίσες σε όλα). Το 1984 έγραψε: «Βαθιά ριζωμένα προβλήματα ανισότητας επιμένουν και ο νόμος εξακολουθεί να αντανακλά την οικονομική, κοινωνική και πολιτική κυριαρχία των ανδρών». Τον Δεκέμβριο του 2018, κατά την διάρκεια μιας συνέντευξης για τα 100 χρόνια από τον νόμο του 1919 που ήρε τα εμπόδια για την είσοδο των γυναικών στα επαγγέλματα, η Hale υποστήριξε ότι το δικαστικό σώμα έπρεπε να γίνει πιο ποικιλόμορφο, ώστε το κοινό να αποκτήσει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους δικαστές. Ζήτησε μια πιο ισορροπημένη εκπροσώπηση των φύλων στο Ανώτατο Δικαστήριο και ταχύτερη εξέλιξη για αυτούς που προέρχονται απο εθνικές μειονότητες και έχουν ζήσει λιγότερο προνομιούχα ζωή. Κατά τη διατύπωσή της, οι άνθρωποι να λένε «οι δικαστές μας» και όχι «όντα από άλλον πλανήτη». Όσο για την ποικιλομορφία, αυτή δίνει διαφορετικές μορφές στη συζήτηση. Πάντως η Hale είναι αντίθετη στις θετικές διακρίσεις, γιατί «Κανείς δεν θέλει να νιώθει ότι πήρε τη δουλειά με άλλον τρόπο παρά με την ίδια την αξία του». Φέτος συμπληρώνεται 10ετία από την ίδρυση του Δικαστηρίου και στην ερώτηση πόσες γυναίκες θα έπρεπε να υπηρετούν σε αυτό η Hale απάντησε «η άποψή μου είναι ότι το 1/4 είναι σημαντική κατάκτηση. Ιδανική θα ήταν μια σχέση 6040». Επισήμανε ότι, παρά την απαγόρευση των διακρίσεων, υπάρχει ανησυχητική απόσταση στην αμοιβή λόγω φύλου, την οποία οι γυναίκες τώρα συνειδητοποιούν, ακόμη κι όταν πρόκειται για επιτυχημένες δικηγόρους. Η σεξουαλική παρενόχληση αποτελεί επίσης πρόβλημα για τις γυναίκες μέλη του δικηγορικού συλλόγου. Δήλωσε περήφανη για την υπόθεση που αφορά το άρθρο 50 για το Brexit, γιατί ήταν ένα κλασικό συνταγματικό ζήτημα για το τι μπορεί να κάνει η Κυβέρνηση και τι η Βουλή. « Μας θύμισε τη μάχη του 17ου αιώνα μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Βασιλιά. Επιβεβαιώσαμε αρχές που είχαν καθιερωθεί τότε ».
Η Ανδρομάχη Καρακατσάνη
Στο δικαστήριο αυτό υπηρετούν εννέα δικαστές, από τους οποίους οι τέσσερις είναι γυναίκες. Η Beverley McLachlin υπηρέτησε ως πρόεδρος από το 2000 έως το 2017. Περιέγραψε το λειτούργημά της σαν κάτι που απαιτεί συνειδητή αντικειμενικότητα: « Α υ τ ό π ο υ π ρ έ π ει ν α κ ά ν ει κ α ν είς σ α ν δικ α σ τ ή ς, είτ ε π ρ ό κ ειτ α ι γ ια θ έ μ α συνταγματικότητας ή για οποιοδήποτε άλλο, είναι να προσπαθήσεις να μπεις με την φαντασία σου στη θέση των μερών και να δεις πώς αυτό φαίνεται από την δική τους σκοπιά (…) προσπάθησα να κρίνω τις υποθέσεις όσο πιο έντιμα μπορώ και όχι να σκέφτομαι τα θέματα με πολύ στρατηγικό τρόπο. Η δουλειά μου είναι να ακούω τι έχουν να πουν οι διάδικοι και να προσπαθώ να καταλάβω τις συνέπειες της μιας ή της άλλης απόφασης, τι είναι καλύτερο για την κοινωνία του Καναδά στο συγκεκριμένο ζήτημα και να καταλήξω στην καλύτερη δυνατή κρίση αφού ακούσω τους άλλους οκτώ συναδέλφους μου (…) ». Το Ανώτατο Δικαστήριο υπό την προεδρία της έκρινε αντίθετα με την τότε συντηρητική κυβέρνηση σε σημαντικά θέματα, όπως η πορνεία, η υποβοηθούμενη αυτοκτονία, η υποχρεωτική ελάχιστη ποινή για εγκλήματα συμμοριών. Τον Μάιο του 2015 σε μια διάλεξή της υποστήριξε ότι ο Καναδάς αποπειράθηκε να διαπράξει πολιτισμική γενοκτονία κατά των αυτόχθονων πληθυσμών, αποκαλώντας το την χειρότερη κηλίδα στην ιστορία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Καναδά.
Το 2004 διορίσθηκε η Rosalie Abella, εβραία γερμανικής καταγωγής που έφτασε στον Καναδά με την οικογένειά της το 1950. Κατά τη διάρκεια της αναγόρευσής της στο Yale δήλωσε: « Σε αυτούς τους ιδιαίτερα ρευστούς, πνευματικά σκληρωτικούς, οικονομικά ναρκισιστικούς, ιδεολογικά πολωμένους και ρητορικά θυελλώδεις καιρούς – ένας κόσμος που συχνά μοιάζει να βγαίνει εκτός ελέγχου – χρειαζόμαστε ένα νομικό επάγγελμα που νοιάζεται για το πώς είναι ο κόσμος και συμπάσχει με τους ευάλωτους ». Στο ίδιο δικαστήριο υπηρετεί από το 2011 και η πρώτη ελληνοκαναδή δικαστής, η Ανδρομάχη Καρακατσάνη. Η Καρακατσάνη έχει γράψει την πλειοψηφία σε σημαντικές αποφάσεις που αφορούν την προστασία θυμάτων σεξουαλικών επιθέσεων και την καταγγελία καταχρηστικών συμπεριφορών εκ μέρους της αστυνομίας. « Προσπαθούμε να βρούμε συναινετικές λύσεις. Μερικές φορές απλά βλέπουμε την υπόθεση διαφορετικά. Εάν δεν συμφωνούμε με τα επιχειρήματα της πλειοψηφίας, νομίζω είναι πιο υγιές να καταθέτει κανείς τη δική του άποψη. Η διαφωνία μεταξύ των δικαστών μπορεί να κάνει καλό, μπορεί να οδηγήσει σε δημόσιο και επιστημονικό διάλογο. Μερικές φορές οι μειοψηφίες του σήμερα μπορεί να γίνουν οι πλειοψηφίες του αύριο. Είμαστε μέλη του Δικαστηρίου ως θεσμού. Το κρίσιμο δεν είναι το άτομο. Έχουμε το καθήκον να διατηρήσουμε τη νομιμοποίηση του Δικαστηρίου, τον σεβασμό για το Δικαστήριο, και να δημιουργήσουμε βεβαιότητα σε σημαντικά θέματα για τη χώρα ».
Πρόσφατα μία από τις νεοεκλεγείσες πολλές γυναίκες στο αμερικανικό Κονγκρέσο δήλωσε « Δεν νομίζω ότι το φύλο μου καθορίζει ποια είμαι, αλλά πράγματι προσθέτει αξία και προοπτική στις αποφάσεις που παίρνω ». Από την αμφισβήτηση στη δικαίωση, ο αγώνας των γυναικών ήταν μακρόχρονος και παρά τα πολύ σημαντικά βήματα τα προβλήματα δεν έχουν εκλείψει. Αλλά, όπως έχει δηλώσει η RBG, « ο καιρός είναι με την αλλαγή».