«Τα πράγματα άλλαξαν. Το ερώτημα είναι αν εμείς οι Ευρωπαίοι είμαστε έτοιμοι να πάρουμε τη θέση μας σε αυτή την παγκόσμια τάξη» τόνισε ο Γκι Φερχόφστατ, πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου και επικεφαλής της Ομάδας των Φιλελευθέρων στο Ευρωκοινοβούλιο, μιλώντας από το βήμα του «The Second Thessaloniki Metropolitan Summit» του Economist και του powergame.gr στο Συνεδριακό Κέντρο «Ιωάννης Βελλίδης» στη Θεσσαλονίκη.
Όπως είπε ο πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου, μιλώντας στη θεματική ενότητα που αναφερόταν στο μέλλον της Ευρώπης, «σήμερα βλέπουμε μία νέα εποχή αυτοκρατοριών», αναφερόμενος στη Ρωσία και την Κίνα. «Τα ατομικά κράτη-έθνη θα πρέπει να συμμετέχουν σε μία μεγαλύτερη οντότητα που θα προασπίζεται τα συμφέροντά τους. Αυτό το μάθημα πήραμε από την Ουκρανία». Και η παγκόσμια τάξη πλέον δεν είναι μια παγκόσμια δύναμη ενάντια στην άλλη, «αλλά συγκρούσεις και στον οικονομικό και τεχνολογικό τομέα».
Ας είμαστε ειλικρινείς, σήμερα βλέπουμε μία τεράστια νέα παγκόσμια τάξη, σημείωσε ο κ. Φερχόφτατ, δεν είναι ο ψυχρός πόλεμος, αλλά μία νέα εποχή αυτοκρατοριών, για καλό ή για κακό.
Όπως παρατήρησε, σχετικά με το ρόλο της Ευρώπης σε αυτή τη νέα εποχή αυτοκρατοριών: «Χρειαζόμαστε να δράσουμε μόνοι μας και να είμαστε έτοιμοι για τη νέα παγκόσμια τάξη, ως Ευρωπαίοι». Όμως, διαπίστωσε, «δεν είμαστε έτοιμοι». Κι αυτό, γιατί «πρέπει να κάνουμε σημαντικές μεταρρυθμίσεις εντός της ΕΕ, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα».
Τι λένε οι αριθμοί για την άμυνα
Ο κ. Φερχόφστατ παρουσίασε μία σειρά διαφανειών, για να δείξει τους παγκόσμιους στρατιωτικούς αλλά και τεχνολογικούς εξοπλισμούς. «Θα ήθελα να μιλήσω για τη μεταρρύθμιση στην Άμυνα», σημείωσε. «Είναι ένα θέμα, πάνω στο οποίο δεν είμαστε έτοιμοι ακόμη».
Οι ΗΠΑ, ανέφερε, είναι οι «πρωταθλητές« με 800 δισ. δολάρια δαπάνες για την άμυνα, η Κίνα με 252 δισ. δολάρια, καθώς και η Ευρώπη, η οποία δαπανά σχεδόν το ίδιο ποσό με την Κίνα.
Οι Ευρωπαίοι, επεσήμανε, μπορούμε να αναλάβουμε το 10% των επιχειρήσεων που αναλαμβάνει ο αμερικανικός στρατός. Όμως, όπως σχολιάζει, υπάρχει ένα πρόβλημα: Είμαστε λιγότερο αποτελεσματικοί από τους Αμερικανούς, λόγω του ό,τι έχουμε λιγότερα οπλικά συστήματα από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία.
Ο «Στάλιν που επέστρεψε» και η τραγωδία της Ευρώπης στον τομέα της τεχνολογίας
Ο κ. Φερχόφστατ είπε χαρακτηριστικά πως «έχουμε τον Στάλιν που επέτρεψε σήμερα, με το όνομα του Πούτιν». Γι’ αυτό, οι Ευρωπαίοι πρέπει να κάνουμε τη μελέτη που χρειάζεται, όχι μόνο αναφορικά με τα χρήματα που δαπανούμε, αλλά να δούμε τί (οπλικά συστήματα) έχουμε. «Πρέπει να γίνουμε οικονομικά κυρίαρχοι και να έχουμε τα δικά μας στανταρτ και προδιαγραφές», τόνισε.
Στη συνέχεια, παρουσίασε μία δεύτερη διαφάνεια, στην οποία διαφαίνεται η χρηματιστηριακή αξία από τις πλατφόρμες του διαδικτύου, παγκοσμίως. Σε αυτήν πρώτες θέσεις έχουν αμερικανικές εταιρείες, όπως η Amazon. Όμως η συμμετοχή των ευρωπαϊκών εταιρειών είναι πολύ μικρή, με μεγαλύτερη τη γερμανική πολυεθνική SAP.
Το πρόβλημα της Ευρώπης, σχολίασε, δείχνει η πορεία της σουηδικής εταιρείας Spotify. Η Spotify χρειαζόταν 27 αδειοδοτήσεις από 27 εθνικές αρχές στην Ευρώπη, για να μπορέσει να αδειοδοτηθεί. Γι’ αυτό πήγε στις ΗΠΑ, έγινε επιτυχημένη και επέστρεψε στην Ευρώπη. Στην Ευρώπη επίσης, πρέπει να συνεργαστεί με 100 διαχειριστές κινητής τηλεφωνίας.
Ο κ. Φερχόφστατ αναφέρθηκε στην απουσία μίας ενεργειακής ένωσης της ΕΕ, την οποία είχε διαπιστώσει ήδη από την εποχή που ήταν πρωθυπουργός και συμμετείχε σε σύνοδο κορυφής υπό τον τότε Βρετανό πρωθυπουργό, Τόνι Μπλερ.
Αλλά και ζήτησε να γίνει «μία θεσμική μεταρρύθμιση», όσον αφορά το θέμα των αποφάσεων στην ΕΕ με την αρχή τη ομοφωνίας, καθώς έτσι δεν θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε.
«Δείτε τί συνέβη με τις κυρώσεις προς τη Ρωσία», σημείωσε. «Οι ΗΠΑ, δύο μήνες μετά την έναρξη του πολέμου αποφάσισαν σκληρό εμπάργκο. Εμείς συζητούμε και μετά από δύο μήνες δεν ξέρουμε τι θα αποφασίσουμε ως το τέλος του έτους».
«Μία τέτοια ΕΕ δεν θα επιβιώσει στη νέα εποχή των αυτοκρατοριών και θα έχουμε δράματα και τραγωδίες, σαν αυτά που βιώσαμε» προειδοποίησε. «Ας ξεκινήσουμε τη μεταρρύθμιση της ΕΕ για να είναι σε θέση να δράσει, για να πετύχουμε την ενότητα» πρότεινε, επισημαίνοντας στο σημείο αυτό πως δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το 62-63% των Βρετανών θέλουν να επανέλθουν στην ΕΕ.