Το 1974, δηλαδή, οι Έλληνες της Κύπρου βρέθηκαν στο έλεος των Τούρκων εισβολέων, που αποβίβασαν τις δυνάμεις τους στο μαρτυρικό νησί τα ξημερώματα της 20ης Ιουλίου.
Προφασιζόμενοι ότι σκοπός της «ειρηνικής παρέμβασής τους», ήταν η επαναφορά της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο, που είχε καταλυθεί από το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου στις 15 Ιουλίου 1974, τουρκικά αποβατικά σκάφη άρχισαν να αποβιβάζουν δυνάμεις, απαριθμώντας συνολικά γύρω στους 40.000 άνδρες υπό τη διοίκηση του αντιστρατήγου Νουρετίν Ερσίν.
Σχεδόν ταυτόχρονα, σμήνη τουρκικών αεροπλάνων άρχισαν τις επιθέσεις, κατά της ευρύτερης περιοχής της Κερύνειας και της Λευκωσίας. Άοπλοι πολίτες δολοφονήθηκαν, γυναίκες βιάστηκαν και αιχμάλωτοι στρατιώτες εκτελέστηκαν.
Η καθυστέρηση στις ενέργειες των ελληνικών Αρχών, οδήγησε τους Τούρκους σε παγίωση των θέσεων επιβολής στην Κύπρο. Οι μονάδες της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ, περίπου 12.000, κινητοποιήθηκαν αμέσως και άρχισαν να πολεμούν με ηρωική αυτοθυσία.
Αργά μέσα στην ημέρα, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εκδίδει το υπ’ αριθμόν 353 ψήφισμα, με το οποίο καλεί σε κατάπαυση του πυρός και σε αποχώρηση από την Κύπρο του «ξένου στρατιωτικού δυναμικού».
Παρά την ομόφωνη έγκρισή του, αγνοείται από την Τουρκία, η οποία συνεχίζει κανονικά τη δράση της, καταφέρνοντας δύο μέρες μετά να καταλάβει την πόλη της Κερύνειας.