Quantcast

Θεσσαλονίκη – Γεωργία Μπίκα: Γιατί η εισαγγελέας απαλλάσσει τον 27χρονο κατηγορούμενο

Στην κρίση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών βρίσκεται η υπόθεση βιασμού της 24χρονης Γεωργίας σε σουίτα πολυτελούς ξενοδοχείου, ανήμερα της πρωτοχρονιάς, στη Θεσσαλονίκη

Στην κρίση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών βρίσκεται η υπόθεση βιασμού της 24χρονης Γεωργίας σε σουίτα πολυτελούς ξενοδοχείου, ανήμερα της πρωτοχρονιάς, στη Θεσσαλονίκη.  Αναμένεται η έκδοση σχετικού βουλεύματος για την παραπομπή ή την απαλλαγή του μοναδικού κατηγορούμενου- του 27χρονου γόνου εύπορης οικογένειας, σε βάρος του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για γενετήσιες πράξεις χωρίς τη συναίνεση του θύματος.

Στο πλαίσιο της κύριας ανάκρισης, εξετάστηκαν ως μάρτυρες οι συμμετέχοντες στο πάρτι, μιας παρέας τεσσάρων ανδρών από την Αθήνα, αλλά και εργαζόμενοι του ξενοδοχείου. Απ’ αυτούς κάποιοι κατέθεσαν ότι είδαν την 24χρονη να επιστρέφει στο πάρτι μετά την πρώτη αποχώρηση της και, στη συνέχεια, να απομακρύνεται οικειοθελώς με τον κατηγορούμενο ενώ δεν προέκυψε ομαδικός βιασμός.  Από τις τοξικολογικές εξετάσεις δεν προέκυψε η χορήγηση ναρκωτικών ουσιών στην καταγγέλλουσα, ενώ η κατανάλωση αλκοόλ ήταν σε χαμηλά επίπεδα.

Το GRTimes παρουσιάζει βασικά σημεία της εισαγγελικής  πρότασης που απαλλάσσει τον 27χρονο κατηγορούμενο.  Η εισαγγελέας Πρωτοδικών Κυριακή Κλιάμπα έκρινε χωρίς καμία αμφιβολία, βασιζόμενη στα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, ότι σε βάρος της εγκαλούσας δεν τελέστηκε το αδίκημα του βιασμού, ούτε καμία άλλη αξιόποινη πράξη και ότι όσα αυτή ισχυρίστηκε είναι παντελώς ψευδή.

«Συναινετική συνεύρεση»

«Τούτη, για τους δικούς της προσωπικούς λόγους, επιδόθηκε σε μια  ενορχηστρωμένη προσπάθεια απόδοσης ευθυνών στον κατηγορούμενο, ακολούθως στον αδελφό του και στη συνέχεια στο φίλο της (σ.σ. τότε υπεύθυνο γνωστής παραλιακής καφετερίας της Θεσσαλονίκης ο οποίος ήταν διοργανωτής και την προσκάλεσε στο πάρτι). Διαστρέβλωσε γεγονότα και καταστάσεις κι επιχείρησε να παρουσιάσει την πραγματικότητα, ήτοι τη συναινετική, με τη γνήσια βούληση της και κατόπιν ελεύθερης επιλογής της συνεύρεσης της με τον κατηγορούμενο, ως ειδεχθές έγκλημα τελεσθέν εναντίον της.

Μόνο που στην προσπάθεια της αυτής υπέπεσε σε ασύστολα ψεύδη, αναρίθμητες αντιφάσεις και ανακολουθίες. Διαψεύστηκε από την πληθώρα των μαρτύρων που είχαν ή έλαβαν γνώση των γεγονότων, ακόμη κι εκείνων στη βοήθεια των οποίων προσέβλεπε, οι οποίοι λόγω της υπερβολής στην περιγραφή τους επιδόθηκαν κι οι ίδιοι σε ανακρίβειες και αβάσιμους ισχυρισμούς. Προφανώς δεν υπολόγισε ότι τόσο η επιστήμη όσο και οι μάρτυρες και τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία θα οδηγούσαν στη διαλεύκανση και κατάδειξη της αλήθειας» αναγράφεται στην εισαγγελική πρόταση που υποβλήθηκε προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και παρουσιάζει το GRTimes.  

Ένδεκα αντιφάσεις

Η κα. Κλιάμπα καταλήγει στο συμπέρασμα της, ότι η καταγγελία είναι παντελώς ψευδής, απαριθμώντας  11 αντιφάσεις κατά την εξιστόρηση των γεγονότων από την 24χρονη Γεωργία.

  1. Στις καταθέσεις που έδωσε την 1η και 14η Ιανουαρίου απέφυγε τεχνιέντως να αναφέρει ότι κατά την αλλαγή του χρόνου βρισκόταν καλεσμένη στην οικία του εργοδότη της και μόνον στην τελευταία της κατάθεση, στις 21 Ιανουαρίου, όταν δηλαδή, υπό το φως διάφορων δημοσιευμάτων αλλά και νέων στοιχείων, είχε ήδη κληθεί ο παραπάνω και κατέθεσε σχετικά , η 24χρονη το παραδέχτηκε. Την ίδια στάση κράτησε και η ανήλικη φίλη της.
  2. Μολονότι στην αρχική κατάθεση της ισχυρίστηκε πως όταν έφυγαν από το πάρτι τους ανέμενε η μητέρα της φίλης της,  ακολούθως, και αφού η ανήλικη αποκάλυψε ότι τελικώς μια άλλη προσκεκλημένη θα τους μετέφερε, αποκάλυψε και η ίδια την αλήθεια.
  3. Στις αρχικές της καταθέσεις ενώπιον των αστυνομικών, και λίγες ώρες μετά την υποτιθέμενη σε βάρος της πράξη, ισχυρίστηκε ότι αφού πλήρωσε με μετρητά για την κράτηση του δωματίου, κατευθύνθηκε προς τον ανελκυστήρα αλλά δεν θυμόταν σε ποιον όροφο ανέβηκε, ακολούθως δε προσπάθησε να βρει το δωμάτιο της. Ωστόσο, η θέση της έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα όσα κατέθεσε ενώπιον της ανακρίτριας. Στις 21 Ιανουαρίου, κατέθεσε ότι ανέφερε τον αριθμό του δωματίου στον γνωστό της (σ.σ.διοργανωτή)  και αυτό σημαίνει ότι εφόσον του το γνωστοποίησε, δεν τελούσε σε κατάσταση λήθης ή μέθης, όπως ισχυρίστηκε, και δεν έψαχνε το δωμάτιο της.  Εξάλλου, η πλήρης αντιληπτική της ικανότητα ενισχύεται και από το γεγονός ότι τούτη ανέβηκε με τον ανελκυστήρα στον 5οόροφο , δηλαδή στο σωστό, εκεί όπου βρισκόταν το δωμάτιο της, στο οποίο ουδέποτε εισήλθε, διότι είναι προφανές ότι το μετάνιωσε, δεν της χρειαζόταν και αποφάσισε να επιστρέψει στο πάρτι.
  4. Μολονότι ενώπιον των αστυνομικών δήλωσε ότι τα πρόσωπα που την κακοποίησαν σεξουαλικά ήταν δύο, εντελώς ξαφνικά στην επόμενη κατάθεση της ισχυρίστηκε ότι τα άτομα που συνάντησε στο διάδρομο του ξενοδοχείου, καθώς έψαχνε το δωμάτιο της (το οποίο ήταν δίπλα στον ανελκυστήρα), δεν ήταν δύο αλλά τρία, και μάλιστα και οι τρεις βρίσκονταν στο πάρτι. Ανέφερε αυτό το στοιχείο τότε, δίχως βέβαια να απαντήσει πειστικά πως είναι δυνατόν να θυμάται ότι επρόκειτο για άτομα που παραβρίσκονταν στο πάρτι της σουίτας αλλά αδυνατούσε να τα θυμηθεί και να τα ταυτοποιήσει, ενώ άλλα συμβάντα τα θυμόταν. Περαιτέρω, εντύπωση στην αναφορά και περιγραφή των προσώπων προκαλεί και το γεγονός ότι μολονότι αναγνώρισε εξ αρχής τον κατηγορούμενο (με τον οποίο είχε ούτως ή άλλως ηθελημένη σεξουαλική επαφή), μέχρι και σήμερα δεν έχει αναγνωρίσει το πρόσωπο με τα ξανθά μαλλιά και τα γαλάζια μάτια, ο οποίος κατά τα λεγόμενα της βρισκόταν και στο πάρτι αλλά δεν ήταν μετά βεβαιότητας ο ένας από την παρέα των Αθηναίων, που θα μπορούσε να προσομοιάζει εξαιτίας των χρωμάτων του, μολονότι ουδείς άλλος με τέτοια περιγραφή και χαρακτηριστικά παραβρέθηκε στη σουίτα.
  5. Επίσης, στην αρχική της κατάθεση δήλωσε ότι συνάντησε δύο άνδρες που προσφέρθηκαν να την βοηθήσουν, στην επόμενη κατάθεση της ίδιας ημέρας είπε ότι μόλις βγήκε στο διάδρομο συνάντησε δύο άνδρες που της ζήτησαν να κοιμηθεί μαζί τους και επέμεναν ακόμη κι όταν τους είπε ότι έχει δικό της δωμάτιο. Στην κατάθεση της 14ηςΙανουαρίου ισχυρίστηκε ότι δεν θυμάται καθόλου τη συζήτηση με τον κατηγορούμενο, ανέφερε ότι θυμάται μόνο πως ένας από τους τρεις της είπε ότι είναι από την Αθήνα. Στις 22 Ιανουαρίου κατέθεσε ότι θυμόταν πως τα παιδιά που συνάντησε στο δωμάτιο της συστήθηκαν και της είπαν ότι είναι από την Αθήνα, επιχειρώντας με αυτό τον τρόπο να καταστήσει πιστευτό τον ισχυρισμό ότι οι επίδοξοι βιαστές της, που τελικά ήταν τρεις και όχι δύο, ήταν επιπλέον και ευγενείς απέναντι της αφού προέβησαν στις δέουσες συστάσεις ενημερώνοντας την ότι προέρχονται από την Αθήνα.
  6. Ενώ κατά τη δεύτερη κατάθεση της (που δόθηκε την ίδια μέρα με την αρχική) ισχυρίστηκε ότι δεν την ανάγκασαν με τη βία να πάει σε κάποιο δωμάτιο, ότι δεν θυμάται να πήγε με τη θέληση της στο δωμάτιο που πήγε την επόμενη μέρα, ότι δεν της ασκήθηκε βία από τον κατηγορούμενο αλλά η συνουσία που ακολούθησε δεν θα γινόταν αν ήταν νηφάλια. Στο επόμενο διάστημα άλλαξε τακτική και κατά την τελευταία της κατάθεση, στις 21 Ιανουαρίου, ισχυρίστηκε ότι ένιωθε να την τραβάνε και να την πιέζουν να πάει μαζί τους, ότι δεν είδε καθόλου το σώμα της και ότι κατά την εξέταση στην ιατροδικαστή είδε ότι έχει μελανιές. Πρόσθεσε πλέον έναν νέο στοιχείο στην καταγγελλόμενη πράξη, αυτό της βίας.
  7. Στις 21 Ιανουαρίου, κατά την εξέταση  της από την ανακρίτρια ισχυρίστηκε ότι κατά την αναζήτηση του δωματίου της δεν ήλθε σε επικοινωνία με κάποιον υπάλληλο του ξενοδοχείου. Πλην όμως τούτο είναι παντελώς ψευδές διότι από τις ένορκες καταθέσεις (στις 25 Ιανουαρίου)  των υπαλλήλων του ξενοδοχείου προέκυψε ότι ο ένας από αυτούς όχι μόνο ανέβηκε στο 5οόροφο, κατόπιν εντολής του άλλου, προκειμένου να διαπιστώσει το λόγο που τούτη δεν εισέρχονταν στο δωμάτιο της, αλλά είχε και διάλογο με την ίδια να του απαντά ότι πηγαίνει στο δωμάτιο 401, δηλαδή στη σουίτα του πάρτι, γεγονός που ταυτόχρονα μεταφέρθηκε και στον υπάλληλο της υποδοχής.
  8. Στην αρχική της κατάθεση ισχυρίστηκε ότι αφού διαπίστωσε ότι είχε πέσει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης έτρεξε στο αυτοκίνητο της και πήγε στο ΤΑ προκειμένου να καταγγείλει το γεγονός, αποκρύπτοντας τεχνιέντως τον τρόπο που είχαν εξελιχθεί τα γεγονότα, όπως τεχνιέντως είχε αποκρύψει το όνομα του οικοδεσπότη (εργοδότη της) στο πρωτοχρονιάτικό πάρτι στο κέντρο της Θεσσαλονίκης . Η αλήθεια όμως είναι τούτη, αφού επικοινώνησε με τον εργοδότη της ανέμενε αυτόν στο ξενοδοχείο να έρθει να την παραλάβει με το δικό του αυτοκίνητο. Αυτός μετέβη εκεί με το φίλο του και αφού πληροφορήθηκαν τη διεύθυνση κατοικίας του διοργανωτή μετέβησαν άπαντες στο σημείο (εν αγνοία αυτού). Τον επιβίβασαν στο αυτοκίνητο του ζήτησαν το λόγο που συνέβησαν όσα τους περιέγραψε νωρίτερα η εγκαλούσα και επέστρεψαν όλοι μαζί στο ξενοδοχείο προκειμένου να παραλάβει η 24χρονη το αυτοκίνητο της. Πολύ αργότερα εκείνη μετέβη στο Τμήμα για να προβεί σε καταγγελία και ότι καθ’ όλο αυτό το διάστημα που ήταν άπαντες μαζί έλαβαν χώρα διάφορα γεγονότα μεταξύ του εργοδότη της και του διοργανωτή. Όλα δε τα ανωτέρω προκύπτουν τόσο από τη δική της κατάθεση με ημερομηνία 14 Ιανουαρίου ενώπιον της ανακρίτριας, όπου σε σχετική της ερώτηση περί της μη αναφοράς τους έως τότε, τούτη απάντησε ότι δεν τα θεωρεί σημαντικά, όσο και από τις καταθέσεις των τριών προαναφερθέντων προσώπων.
  9. Εξάλλου, την 14ηΙανουαρίου η εγκαλούσα κατέθεσε ότι μόλις ξύπνησε έστειλε μήνυμα στον εργοδότη της και τον ενημέρωσε ότι είναι στο ξενοδοχείο MET και ότι είχε συμβεί κάτι περίεργο, ενώ στην από 21 Ιανουαρίου κατάθεση της ισχυρίστηκε ότι του τηλεφώνησε, του είπε τι έγινε και άρχισε να κλαίει. Τούτα δε κατέθεσε με σκοπό να δικαιολογήσει το λόγο που κάλεσε εκείνον και όχι κάποιο άλλο δικό της πρόσωπο, λησμονώντας προφανώς ότι είχε ήδη καταθέσει πως ο εργοδότης της της είχε ζητήσει να του τηλεφωνήσει το βράδυ όταν θα επέστρεφε στην οικία της, όπως άλλωστε είχε πράξει. Επιπλέον, από την κατάθεση του τελευταίου προκύπτει ότι δεν του έστειλε κάποιο μήνυμα αλλά του τηλεφώνησε και τον ενημέρωσε πως βρισκόταν στο ξενοδοχείο και πως είχε βρεθεί ημίγυμνη σε κάποιο δωμάτιο.
  10. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι μόλις ξύπνησε και αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί, ήταν σε κατάσταση πανικού και σοκ και άρχισε να κλαίει, ενώ τόσο ο εργοδότης όσο και ο φίλος του, οι οποίοι την παρέλαβαν από το ξενοδοχείο ισχυρίστηκαν ότι μόλις την αντίκρισαν είδαν μια κοπέλα απόλυτα τρομοκρατημένη, που παρουσίαζε την εικόνα μια κακοποιημένης γυναίκας. Ωστόσο, οι ανωτέρω ισχυρισμοί και περιγραφές όλων καταρρίπτονται από τις ένορκες καταθέσεις  μίας υπαλλήλου υποδοχής στο ξενοδοχείο, η οποία την 28ηΙανουαρίου κατέθεσε ενώπιον της ανακρίτριας σχετικά με την εικόνα της εγκαλούσας. Ανέφερε ότι δεν της κίνησε την περιέργεια ως μια κοπέλα που χρειάζεται βοήθεια. Μια άλλη υπάλληλος του ξενοδοχείου κατέθεσε ότι, το πρωί της 1ηςΙανουαρίου,  πρόσεξε την 24χρονη γιατί αυτή  φορούσε βραδινό ντύσιμο και μιλούσε στο τηλέφωνο κανονικά καθώς έβγαινε από το ξενοδοχείο. Από τις συγκεκριμένες, επομένως, καταθέσεις προκύπτει αδιαμφισβήτητα ότι τούτη σε καμιά απολύτως κατάσταση πανικού δεν τελούσε, ούτε φυσικά έκλαιγε ασταμάτητα μέχρι τη στιγμή της έλευση του εργοδότη της, τουναντίον κατέβηκε από το δωμάτιο της έχοντας απόλυτα φυσιολογική κίνηση, στάση και συμπεριφορά, δίχως να κλαίει, να μοιάζει τρομαγμένη ή πολύ περισσότερο κακοποιημένη, όπως οι μάρτυρες της περιέγραψαν με γλαφυρό τρόπο. Αυτή η  συμπεριφορά όμως, αφενός, δεν συνάδει με την εικόνα μιας πραγματικά κακοποιημένης σεξουαλικά γυναίκας που τελεί σε κατάσταση σοκ, και αφετέρου ουδεμία απολύτως σχέση έχει με την παράθεση των αναληθών ισχυρισμών της ιδίας.
  11. Την 21η Ιανουαρίου, η εγκαλούσα ισχυρίστηκε ότι είπαν στον διοργανωτή να της δείξει που είχε παρκάρει το αυτοκίνητο γιατί αυτός γνώριζε και ότι το πήρε και πήγε μόνη της στην αστυνομία, στο ΤΑ Λευκού Πύργου. Ο δε εργοδότης της την ίδια ημέρα ενώπιον της ανακρίτριας κατέθεσε ότι ήρθε ο διοργανωτής και τους οδήγησε εκεί όπου ήταν το αυτοκίνητο και τον επέστρεψαν στο σπίτι του και ξαναγύρισαν πίσω για να το πάρει η Γεωργία. Αντίθετα όμως  με αυτούς, ο φίλος του εργοδότη ο οποίος ήταν παρών καθ’ όλη τη διάρκεια- από το τηλεφώνημα του με την εγκαλούσα μέχρι την παραλαβή του οχήματος της από την ίδια- κατέθεσε την 24ηΙανουαρίου διαφορετικά τα γεγονότα, ισχυριζόμενος ότι βρήκαν το αυτοκίνητο στο σημείο που είχε υποδείξει αυτή. Αυτό το γεγονός ενισχύει το συμπέρασμα ότι η εγκαλούσα κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια επί ώρες (και μέρες όπως προκύπτει) ώστε να πείσει φίλους, τρίτους και αρχές πως είχε πέσει θύμα βιασμού από περισσότερους του ενός άνδρες. Ότι είχε απωλέσει τη μνήμη της με παράδοξο τρόπο, ότι τελούσε σε κατάσταση σοκ, ότι για την κατάσταση της  ευθύνονταν τρίτοι και δη ο διοργανωτής και ότι η απόδοση Δικαιοσύνης ήταν αυτό που πραγματικά επιζητούσε. Στην προσπάθεια της αυτή προέκυψε ότι συνέβαλαν και τρίτα πρόσωπα, μεταξύ δε αυτών, και ο εργοδότης της και ο φίλος του, οι οποίοι, όπως προαναφέρθηκε, με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο περιέγραψαν την εικόνα της εγκαλούσας κατά την συνάντηση τους το πρωί της 1ης Ιανουαρίου.