Μεγάλη Παρασκευή: Η ημέρα που που κοιτάζουμε τον θάνατο κατάματα

«Μαζί δε με τη λιτανεία των νεκρών, και εκφορά ονείρων, πόθων, ιδανικών. Όσα δεν αξιωθήκαμε να φτάσουμε, όσα ήταν πιο ψηλά από τα μέτρα μας, όσα αφήσαμε να νεκρωθούν από ραθυμία»

Μεγάλη Παρασκευή.

Ίσως η ημέρα της χριστιανικής πίστης, που ξεπερνά όσο καμιά άλλη τα θρησκευτικά όρια, αφορώντας όλους όσοι «ασπάζονται» την ελληνική παράδοση, είτε κατατάσσουν εαυτούς σε εκείνους που πιστεύουν, είτε όχι.

Γιατί είτε πιστεύουμε στην ύπαρξη του Θεού, είτε όχι, κανείς μας, δυστυχώς, δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ύπαρξη του, κάθε είδους, θανάτου.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 15.4.1960, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Γράφει ο Παύλος Παλαιολόγος τη Μεγάλη Παρασκευή του 1960:

«Άρωμα βιόλας στην πόλη. Λουλουδιασμένοι οι ναοί, κρέπια στους φανοστάτες, πένθιμες κωδωνοκρουσίες.

»Νηστίσιμοι αχνοί αναδίδονται από τη χύτρα. Με το ζαρωμένο της ράσο η ελιά στο τραπέζι.

»Ξένοι στους δρόμους. Ξανθά μαλλιά, γαλάζια μάτια, ροδαλά μάγουλα, Γαλλάκια ατημέλητα, φιλομαθείς Γερμανοί, φωτογραφικές μηχανές, παντελόνια ψαράδικα. Ο Βορράς που κατέβηκε στο Νότο και ξεμπράτσωτος, ξεστήθωτος λούζεται στο φως.

»Αλλά προέχει ο θάνατος. Τόπο στο θάνατο. Δύναμη που κυριαρχεί. Στους νεκρούς οι λογισμοί. Δεν σου κάνει όρεξη να στραφής σε άλλο θέμα. Αδρανεί η θέση, η αντίθεση, η συζήτηση, η επίθεση. Τα πάντα καλύπτονται από το θάνατο.

»Καθηγητή της φιλοσοφίας τον ονομάζει ο Σοπενχάουερ. Σήμερα όμως δεν φιλοσοφούμε. (…) Σε στάση προσοχής εμπρός στο θάνατο, τα περασμένα ξαναζούμε σήμερα. Στροφή προς τα πίσω, στο παιδί, που περπατώντας με τα τέσσερα – παιχνίδι μαζί και ευλάβεια- περνούσε κάτω από τον Επιτάφιο.

»Κι ακόμα σπονδές σε νεκρούς. Όσους μας γέμισαν τη ζωή όσους αγαπήσαμε, όσους μας αγάπησαν. Ένας κόσμος, ο κόσμος μας, που έγινε γη και σποδός.

»Μαζί δε με τη λιτανεία των νεκρών, και εκφορά ονείρων, πόθων, ιδανικών. Όσα δεν αξιωθήκαμε να φτάσουμε, όσα ήταν πιο ψηλά από τα μέτρα μας, όσα αφήσαμε να νεκρωθούν από ραθυμία, από μειωμένη μαχητικότητα, από αναιμική θέληση.

»Αερόπλοια που θρυματίστηκαν από δική μας υπαιτιότητα, ή από τη φόρα των αντιθέτων ανέμων. Αναπαράσταση του ξεκινήματος, ενατένιση των μαδημένων φτερών μας.

»Πόσοι επιτάφιοι…Όσο δε προχωρούμε στο χρόνο, τόσο και πληθαίνουν οι νεκροί που ενταφιάζουμε.

»Νεκροί εσωτερικοί που κρυφά τούς κλαίμε ή, θαμένους καθώς τους έχουμε μέσα μας, τους λησμονήσαμε κι εμείς οι ίδιοι, και κάπου – κάπου μόνο, όπως σήμερα που είναι ημέρα τους, τους ανασύρουμε και τους μοιρολογούμε.

Lamentation over the Dead Christ (Botticelli, Munich)

»“Γλυκύτατον μου έαρ”. Το έαρ της ζωής μας, αλλά και των ιδανικών το έαρ. Ποιος στα πρώτα νιάτα του δεν ξεκίνησε κραδαίνοντας κάποτε σημαία; Για την κατάκτηση του Συμπάντος, της δόξας, του πλούτου, του έρωτα.

»Στην οθόνη του τώρα ο καθένας, γυρίζει μυστικά την ατομική ταινία του και καταμετρά το πλήθος των νεκρών του κόσμων.

»Αν, τουλάχιστον, τα σβησμένα ιδανικά, πριν σβήσουν είχαν λιπάνει κάποιο δέντρο… Είναι ωραίο όταν, στρέφοντας το κεφάλι στα σημεία της διαβάσεώς σου, ατενίζοντας τον αγρό που όργωσες, βλέπεις ότι το έργο από το οποίο θερμάνθηκες, το ιδανικό που απορρόφησε τους χυμούς σου απόχτησε ρίζες και απέδωσε καρπούς.

»Τέτοια όμως ικανοποίηση δεν είναι για τους πολλούς. Ελάχιστοι αυτοί που μπορούν να παρηγορήσουν τον εαυτό τους, όπως ο Ιησούς παρηγορεί απόψε τη Μητέρα του.

»Μη εποδύρου μου, Μήτερ. Μη κλαις, Μητέρα. Δεν είναι χαμένη η θυσία αφού μ’ αυτήν ελευθερώνω τον Αδάμ και την Εύα.

»Υπάρχει όμως και το πλήθος των χωρίς απόδοση θυσιών. Στην επιτάφια πομπή κι αυτές. Με την κίτρινη λαμπάδα στο χέρι, με το κεφάλι σκυμμένο, με βήμα συρτό, το Ναζωραίο προσκυνούμε και ραίνουμε το νεκρό του με άνθη της ανοίξεως. Μαζί όμως με τη νεκρή θεότητα, κηδεύουμε και τους δικούς μας νεκρούς. Τους κρυφούς και φανερούς. Όσους πέθαναν χωρίς να ζήσουν, όσους έζησαν χωρίς να γευθούν την επιτυχία, δέντρα που μαράθηκαν χωρίς ν’ αποκτήσουν καρπό».

Πηγη: In.gr