(Ηχητικό) Διάλογοι για το Μάτι: – Αξιωματικός: «Έχει καεί πολύς κόσμος» – Ματθαιόπουλος: «Ναι; Πάρε με στο κινητό»

ΤΑ ΕΝΑΕΡΙΑ ΜΕΣΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΕΤΑΞΑΝ ΠΟΤΕ ΣΤΟ ΜΑΤΙ

Αποκαλυπτικά είναι τα νέα στοιχεία που έρχονται στο φως της δημοσιότητας για την τραγωδία στο Μάτι.

 

 

Την ημέρα της πυρκαγιάς στο Μάτι, ο Βασίλης Ματθαιόπουλος ως υπαρχηγός επιχειρήσεων βρίσκεται στο συντονιστικό κέντρο. Μαζί με τον τότε αρχηγό Τερζούδη υποδέχονται τους υπουργούς Τόσκα και Σκουρλέτη και τον γραμματέα Πολιτικής Προστασίας Καπάκη. Σύμφωνα με τις ηχητικές συνομιλίες των ασυρμάτων και οι πέντε παίρνουν από κοινού κάποιες από τις κρίσιμες αποφάσεις. «Τα αιτήματα τα παίρνουμε από κάτω. Εννοώντας υπουργός, γενικός και δύο στρατηγοί» εξηγεί ένας τηλεφωνητής σε αξιωματικό της αστυνομίας. «Είναι εντολή υπουργού» λέει αργότερα ο διοικητής του συντονιστικού σε έναν πυροσβέστη για να δικαιολογήσει την απόφαση εκτροπής ενός ελικοπτέρου.

 

 

Οι πολιτικές παρεμβάσεις στη διοίκηση του Σώματος ακόμα και κατά τη διαχείριση των πιο δύσκολων κρίσεων δεν είναι νέο φαινόμενο. Οπως θα διαβάσετε, το ίδιο ακριβώς συνέβη και στην Ηλεία το 2007. Στο συντονιστικό κέντρο όμως, την ημέρα της φωτιάς στο Μάτι, φαίνεται πως υπάρχει και μια άλλη, παράλληλη δράση. Μια συνειδητή προσπάθεια να μην καταγραφούν κάποια γεγονότα. Ετσι τουλάχιστον δείχνει μία από τις επικοινωνίες του τέως αρχηγού Ματθαιόπουλου με έναν αξιωματικό που νωρίτερα είχε πετάξει πάνω από τη φωτιά. Στις 18.50 ο αξιωματικός τον ενημερώνει ότι δεν μπορεί να περάσει τη Λεωφόρο Μαραθώνος. «Είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα. Εχει καεί πολύς κόσμος να ξέρεις» του λέει. «Ναι; Πάρε με στο κινητό» απαντά μεταξύ άλλων ο Ματθαιόπουλος. Σύμφωνα με δύο έμπειρα πρώην στελέχη της Πυροσβεστικής, ο μοναδικός λόγος που ο Ματθαιόπουλος ζητάει να μιλήσουν στο κινητό είναι για να μην καταγραφούν τα όσα θα πουν.

 

 

Από το υλικό της δικογραφίας προκύπτει πως δεν είναι η μοναδική φορά που γίνεται αυτό: «Υπάρχουν διαφορετικά συστήματα επικοινωνίας τα οποία λειτουργούν παράλληλα» είχαν γράψει οι εισαγγελείς πέρυσι. Ο τότε αρχηγός του Σώματος Τερζούδης, όταν ερωτήθηκε τον Ιανουάριο του 2019 γι’ αυτό, είχε πει πως «δικαιολογείται μερικώς, αλλά πως θα έπρεπε να αποτελεί εξαίρεση και όχι κανόνα». Ο ίδιος έχει καταθέσει πως σε αυτόν τον λόγο –στη χρήση κινητού– οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η ελλιπής ενημέρωση που είχε: «Σαφή εικόνα για την πυρκαγιά ουδέποτε απέκτησα καθώς ο υπαρχηγός επιχειρήσεων (Ματθαιόπουλος) και ο διοικητής του ΕΣΚΕ (Φωστιέρης) δεν με ενημέρωναν ως είχαν υποχρέωση» γράφει.

 

 

Από το τηλεφώνημα του Ματθαιόπουλου στις 18.50 και την εκτίμηση ότι «έχει καεί πολύς κόσμος» μέχρι και την άφιξη του πρωθυπουργού στο συντονιστικό στις 23.39 καταγράφονται κλήσεις για τουλάχιστον 35 νεκρούς. «Εχει νεκρούς αλλά δεν τους ανακοινώνουν», θα παραδεχθεί τηλεφωνητής σε επικοινωνία που θα έχει από το κέντρο με τη μητέρα του στις 23.15. Αγνωστο παραμένει ακόμα το ποιοι (και γιατί) πήραν την απόφαση να μην ανακοινωθούν οι νεκροί. Αλλα είναι σαφές πως όσοι βρίσκονται στο επιχειρησιακό κέντρο έχουν πλήρη εικόνα της κατάστασης.

 

 

Τις επόμενες ημέρες η Διεύθυνση Αντιμετώπισης Εγκλημάτων Εμπρησμού (ΔΑΕΕ), η αρμόδια υπηρεσία της Πυροσβεστικής για την προανάκριση, ξεκινά έρευνα για τα αίτια της φωτιάς. Γρήγορα είχαν μια πρώτη εικόνα και τα συμπεράσματά τους μεταφέρονται τόσο στην ηγεσία του Σώματος όσο και στην πολιτική ηγεσία. Και όμως στη συνέντευξη Τύπου που έγινε από τους Τόσκα, Τζανακόπουλο και τους αρχηγούς Αστυνομίας και Πυροσβεστικής Τσουβάλα και Τερζούδη παρουσιάστηκαν στοιχεία παντελώς άσχετα με τα ευρήματα της ΔΑΕΕ. Το ίδιο διάστημα, γνωρίζουμε πλέον πως ο πραγματογνώμονας Λιότσιος δέχεται πιέσεις αλλά και ευθείες σοβαρότατες απειλές να θάψει τα στοιχεία και να γράψει μόνο «πέντε πραγματάκια» σχετικά με τα αίτια της φωτιάς: «Ανεμοι, καύσιμος ύλη, μείξη πεύκων με σπίτια, δόμηση άναρχη, αυθαίρετη» του λέει ο τέως αρχηγός.

 

 

Κουλτούρα συγκάλυψης

 

 

Στην επίμαχη συνομιλία ο Ματθαιόπουλος προσπαθεί κάποια στιγμή να τον καλοπιάσει: «Στήριξε το Σώμα, τους συναδέλφους, τον εαυτό σου (…) Μην ξεχνάς αυτό που έλεγε ο Ματθαιόπουλος χρόνια. Σήμερα εμού, αύριο εσού, ουδέποτε κανενός». Η φράση αυτή λέει πολλά για την κουλτούρα που υπάρχει στην Πυροσβεστική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μια ιστορία από το 2000 που ο ίδιος ο Ματθαιόπουλος επικαλείται στον διάλογο με Λιότσιο: «Mόλις δούμε ποιοι κατηγορηθούμε θα βάλουμε τρεις δικηγόρους όπως κάναμε το 2000 επί Γκουρμπάτση».

 

 

Ο Ανδριανός Γκουρμπάτσης είχε τότε μόλις αναλάβει τη διοίκηση της ΔΑΕΕ και ο εισαγγελέας του είχε ζητήσει να ερευνήσει εις βάθος το Ανακριτικό της Πυροσβεστικής. Εκείνος βρίσκει τότε 1.200 προβληματικές υποθέσεις: «Κάποιοι άλλαζαν με μπλάνκο τα στοιχεία και το “με δόλο” γινόταν “από αμέλεια” για να εισπραχθούν οι αποζημιώσεις. Ολόκληρες δικογραφίες δεν στέλνονταν ποτέ στον εισαγγελέα» λέει στην «Κ». Συνέχισε κάνοντας ελέγχους στα πιστοποιητικά πυρασφάλειας, ανακαλύπτοντας και εκεί σοβαρές παραβάσεις. Σχηματίστηκε δικογραφία για 42 αξιωματικούς και υπαξιωματικούς. Ανάμεσά τους ο Ματθαιόπουλος αλλά και ο νυν γενικός γραμματέας της Πολιτικής Προστασίας Βασίλης Παπαγεωργίου οι οποίοι τότε υπηρετούσαν στο τμήμα Πυρασφάλειας. 

 

 

Το μήνυμα

 

Ο Γκουρμπάτσης δέχθηκε πιέσεις αλλά και απειλές για μηνύσεις – όχι από τους δύο εν λόγω νέους τότε αξιωματικούς αλλά από ανωτέρους τους. «Δεν μπορείς να καταθέσεις εναντίον των δικών σου» ήταν το ξεκάθαρο μήνυμα. Του ήταν τόσο οικεία αυτού του είδους η υπόδειξη που δεν του είχε κάνει καν εντύπωση.  Στα δικαστήρια που ακολούθησαν ο ίδιος κατέθεσε τα στοιχεία αλλά αφού δεν υπήρχαν αποδείξεις χρηματισμού κανείς δεν καταδικάστηκε. Ο ανακριτής βέβαια τον πίεζε. «Για την ψυχή της μάνας τους τα κάνανε οι συνάδελφοί σου;», τον ρωτούσε.

 

 

Ο Γκουρμπάτσης μερικά χρόνια αργότερα θα αποστρατευθεί μαζί με ακόμη 25 αξιωματικούς επειδή «ανήκει» στην ομάδα του απερχόμενου τότε αρχηγού Παναγιώτη Φούρλα. Τότε, σε συνέντευξή του, μου είχε εξηγήσει πως το πυροσβεστικό σώμα ήταν χωρισμένο στους «Φουρλικούς» και στους «Κοηκούς», αυτούς δηλαδή που ήταν κοντά στον επόμενο αρχηγό Ανδρέα Κόη. Οι αποστρατεύσεις και οι προαγωγές γίνονταν με κριτήρια που καμία σχέση δεν είχαν με επιχειρησιακές ικανότητες. Σήμερα, εξηγεί πως το φαινόμενο αυτό είναι… διαχρονικό: «Οταν μετά τον Κόη ανέλαβε ο Κοντοκώστας έδιωξε και εκείνος με τη σειρά του τους Κοηκούς» παραδέχεται.

 

 

Τα εναέρια μέσα που δεν πέταξαν ποτέ στο Μάτι

 

Ο ανακριτής Θανάσης Μαρνέρης έστειλε ξανά στην Εισαγγελία αίτημα για συμπληρωματική δίωξη για το Μάτι – το πρώτο του αίτημα είχε απορριφθεί στις αρχές Ιουλίου. Επιμένει πως όσα έπραξαν συγκεκριμένοι αξιωματικοί πυροσβέστες και υπάλληλοι της Πολιτικής Προστασίας δεν εντάσσονται σε αδικήματα από αμέλεια –δηλαδή πλημμελήματα– αλλά πως στοιχειοθετούν κακουργήματα.

 

 

Στη δικογραφία υπάρχουν πέρα από τη συνομιλία Λιότσιου – Ματθαιόπουλου, πολλά νέα στοιχεία. Σύμφωνα με την έρευνά του, ένα από τα βασικά λάθη –ίσως το μεγαλύτερο– είναι η διαχείριση των εναέριων μέσων την ημέρα της φωτιάς. Από τις 17.04 μέχρι και τις 17.30, επιχείρησε στην περιοχή του Νταού μόνο ένα ελικόπτερο για την κατάσβεση της πυρκαγιάς, που είχε κάνει από μία ρίψη, σε τρία διαφορετικά σημεία. Ο ανακριτής έχει πλέον μια λίστα με 20 εναέρια μέσα που θα μπορούσαν να έχουν επιχειρήσει στο Μάτι την κρίσιμη ώρα.

 

 

Σύμφωνα με τον ίδιο, κάποια είχαν σταλεί χωρίς να υπάρχει τελικά ανάγκη στην Κόρινθο, κάποια είχαν καθηλωθεί με υπαιτιότητα της Πυροσβεστικής στην Ελευσίνα (είχε δοθεί εντολή να ανεφοδιαστούν εκεί παρότι ήταν ενήμεροι πως το συγκεκριμένο αεροδρόμιο ήταν κλειστό και έτσι δεν μπόρεσαν να απογειωθούν ξανά), κάποια άλλα όμως, 10 στον αριθμό, απλά ουδέποτε έλαβαν εντολή να επιχειρήσουν.

 

 

Αυτό το ανακάλυψε κάνοντας ο ίδιος έρευνα σε επτά αεροδρόμια. Ζήτησε τα χειρόγραφα ημερολόγια των πτήσεων αλλά και όλες τις επικοινωνίες. Ετσι προέκυψε πως ενώ υπήρχαν διαθέσιμα οκτώ Σινούκ στα Μέγαρα και ακόμα δύο ελικόπτερα στην Πυροσβεστική Υπηρεσία του Αεροδρομίου «Ελευθέριος Βενιζέλος» ουδέποτε έλαβαν εντολή.

 

 

Τα συγκεκριμένα ελικόπτερα του αεροδρομίου μπορούσαν εφόσον τοποθετούνταν κάδοι πυρόσβεσης να κάνουν ρίψεις νερού. «Γιατί δεν επιχείρησαν;» ρωτάει τρεις διαφορετικούς μάρτυρες ο ανακριτής. «Δεν το γνωρίζουμε. Κανείς στην υπηρεσία δεν το γνωρίζει» είναι η απάντησή τους. Ενας αξιωματικός εικάζει πως δεν χρησιμοποιήθηκαν λόγω μικρής χωρητικότητας του κάδου: «Δεν συνηθίζεται να κάνουν υδροληψίες και ρίψεις καθόσον ο κάδος είναι πολύ μικρός, 600 κιλών». Αλλος θεωρεί πως η απόφαση ελήφθη λόγω καιρού: «Εάν σηκωνόταν με κάδο θα είχαμε ατύχημα (…) Σίγουρα θα είχαμε θύματα», καταθέτει. Ο ανακριτής όμως σημειώνει πως ίδιου τύπου εναέρια είχαν χρησιμοποιηθεί εκείνη την ημέρα για την πυρκαγιά στα Μέγαρα και πως εάν είχαν πάρει εντολή τα συγκεκριμένα θα μπορούσαν να είχαν κάνει από τουλάχιστον τέσσερις ρίψεις, δηλαδή να ρίξουν νερό τεσσάρων συνολικά τόνων την κρίσιμη αρχική περίοδο πριν χαθεί ο έλεγχος.

 

 

Αντίστοιχα, ο τέως αρχηγός ΓΕΕΘΑ Ευάγγελος Αποστολάκης κατέθεσε στον ανακριτή πως ουδέποτε υποβλήθηκε από την Πυροσβεστική αίτημα προκειμένου να επιχειρήσει ένα από τα οκτώ ελικόπτερα Σινούκ.

 

 

Τα παραπάνω εναέρια θα μπορούσαν επίσης να επιχειρήσουν και σε δεύτερο χρόνο στη διάσωση των πολιτών. Ο ανακριτής, προσπαθώντας να βρει τον λόγο που δεν δόθηκαν αυτές οι εντολές ψάχνει και πάλι τις κινήσεις των αρμοδίων. Τότε βρίσκει πως εκείνες τις κρίσιμες ώρες ο διοικητής στον πυροσβεστικό σταθμό του Αεροδρομίου «Ελευθέριος Βενιζέλος» είχε ένα άσχετο προγραμματισμένο ραντεβού. Νωρίτερα το μεσημέρι, στις 13.30 είχε καλέσει ο ίδιος στο κέντρο επιχειρήσεων και είχε ζητήσει να εκδοθεί μια άδεια εισόδου. Η φωτιά ξέσπασε στο Μάτι αλλά το κανονισμένο ραντεβού δεν αναβλήθηκε.

 

 

Ο πυροσβέστης που ήταν στην πύλη καταθέτει πως στις 18.20 παρέλαβε την επισκέπτρια και τη συνόδευσε στο γραφείο του διοικητή. (Στη δικογραφία υπάρχει αντίγραφο από το ημερολόγιο εισόδου που το πιστοποιεί. Υπάρχει επίσης καταγγελία του συγκεκριμένου υπαλλήλου που τη συνόδευσε πως στοχοποιήθηκε γιατί αργότερα επιβεβαίωσε τη συγκεκριμένη πληροφορία με αποτέλεσμα να πάρει δυσμενή μετάθεση).

 

 

Ο διοικητής του πυροσβεστικού σταθμού θα πρέπει να εξηγήσει τον λόγο που δεν δόθηκε η εντολή για τα εναέρια. Το ίδιο και εκείνοι που δεν έστειλαν στο Μάτι τέσσερα πυροσβεστικά πλοιάρια, τις σωστικές λέμβους των ΕΜΑΚ και δεν ζήτησαν από το ΓΕΕΘΑ να κινητοποιηθούν οι δυνάμεις τους παρότι υπήρχε η πληροφορία ήδη από τις 18.50 πως εκατοντάδες πολίτες είχαν βρει καταφύγιο στη θάλασσα θεωρώντας πως εκεί θα είναι ασφαλείς.

 

 

Οπως η οικογένεια της Ελένης, που εγκατέλειψε το σπίτι και αργότερα το αυτοκίνητο, όταν κατάλαβε πως θα εγκλωβιζόταν στον δρόμο. Ετρεξαν και πρόλαβαν να μπουν στο νερό. Κολυμπούσαν για ώρα, αναγκαστικά όλο και πιο βαθιά, για να μπορούν να αναπνεύσουν καθαρό αέρα. Ο πατέρας της δεν άντεξε και πέθανε από ανακοπή, εκεί, μέσα στη θάλασσα. Για ώρες η Ελένη με τη μητέρα της κολυμπούσαν κρατώντας τον νεκρό τους. Στις δέκα το βράδυ τους μάζεψε ένα ψαράδικο στα ανοιχτά. Συνολικά εννέα άτομα έχασαν την ζωή τους εκείνη την ημέρα από πνιγμό.

 

 

Το παράδειγμα της Ηλείας

 

 

Το 2007, λίγες εβδομάδες μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές στην Ηλεία, είχαμε συναντήσει έναν πυροσβέστη που δούλευε στο συντονιστικό κέντρο του νομού. Είχε δεχθεί τότε να μιλήσει με τον όρο της ανωνυμίας. Ηξερε πως θα στοχοποιούνταν. Ο,τι είχε πει τότε, για την έλλειψη συντονισμού, τα λάθη αλλά και τις παρεμβάσεις πολιτικών στα επιχειρησιακά θέματα, θυμίζουν πολύ το τι συνέβη και στο Μάτι. Το ίδιο είχε επιβεβαιώσει και ο τότε διοικητής του πυροσβεστικού σταθμού Λεχαινών που είχε δει τις κρίσιμες ώρες της φωτιάς δύο καναντέρ, χωρίς να τα έχει ζητήσει, να κάνουν 8 ρίψεις σε ένα περιστατικό το οποίο ο ίδιος είχε αξιολογήσει ως ασήμαντο (είχαν πιάσει φωτιά ξερόχορτα έξω από ένα εργοστάσιο τουρσιού). Εμαθε αργότερα από συναδέλφους του πως είχε υπάρξει παρέμβαση κάποιου ισχυρού τότε εισαγγελέα. Κάποια στιγμή, οι φλόγες απειλούσαν το χωριό Βαρβάσαινα, μόλις 10 χλμ. από την Ολυμπία.

 

 

Ο δήμαρχος της περιοχής Μάκης Παρασκευόπουλος προσπαθούσε τότε μάταια να μιλήσει με κάποιον από το συντονιστικό κέντρο. Μη βρίσκοντας άκρη βγήκε στην τηλεόραση. Η έκκλησή του εισακούστηκε. Οπως μας είχε πει το 2007, σε δεκαπέντε λεπτά τον είχαν καλέσει στο κινητό από το γραφείο του τότε πρωθυπουργού και του είχαν πει πως ο ίδιος ο κ. Καραμανλής παρακολουθούσε τις εξελίξεις και αναλάμβανε την ευθύνη για τη Βαρβάσαινα. Μέσα σε είκοσι λεπτά, άρχισαν αλλεπάλληλες πτήσεις αεροπλάνων και πολύ σύντομα έφτασαν πυροσβεστικά οχήματα.

 

Ακούστε την επίμαχη συνομιλία:

 

 

ΠΗΓΗ: Έρευνα της Μαριάννας Κακαουνάκη για την Καθημερινή