Quantcast

Έκθεση ΟΟΣΑ: Ύφεση 8% στην Ελλάδα το 2020 – Στο 9,8% αν υπάρξει δεύτερο κύμα πανδημίας

ΤΙ ΑΝΕΦΕΡΕΙ

Όταν θα υποχωρήσει η έκτακτη κατάσταση της COVID-19, η Ελλάδα θα μπορεί ξανά να επικεντρωθεί σε ένα πρόγραμμα μεσοπρόθεσμου μετασχηματισμού για να αναζωογονήσει την ανάκαμψή με ισχυρότερη και δίκαιη ανάπτυξη, τονίζει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης σε έκθεσή του για την ελληνική οικονομία (OECD Economic Surveys, Greece).

O ΟΟΣΑ συμφωνεί με τα μέτρα που έχει λάβει η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της κρίσης, σημειώνοντας ότι «συνολικά η δημοσιονομική αντίδραση στο σοκ της COVID-19 είναι αναγκαία για τη διαχείριση του αντίκτυπου στον τομέα τη υγείας, τη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και της προστασία της παραγωγικής δυναμικότητας» και προσθέτει ότι θα πρέπει να επεκταθούν στην περίπτωση που υπάρξει μία δεύτερη έξαρση.

Συμφωνεί επίσης με τους στόχους της εθνικής στρατηγικής για την ανάπτυξη που προωθεί η κυβέρνηση και αναμένεται να παρουσιάσει τον Φθινόπωρο, μετά από την εισήγηση της επιτροπής υπό τον νομπελίστα οικονομολόγο Χριστόφορο Πισσαρίδη. Όπως αναφέρει, το πρόγραμμα που επεξεργάζεται η κυβέρνηση έχει τέσσερις προτεραιότητες: την προστασία της οικονομίας από το σοκ της πανδημίας, την επίτευξη μίας βιώσιμης ανάκαμψης και το κλείσιμο του μεγάλου παραγωγικού κενού, την αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης μακροπρόθεσμα και την επίτευξη δίκαιης ανάπτυξης. Στο πλαίσιο των στόχων αυτών, ο ΟΟΣΑ προτείνει ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων, το οποίο εκτιμά ότι θα αυξάνει τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κατά 1% ετησίως έως το 2030, κυρίως χάρη στην αύξηση της παραγωγικότητάς της. Το πακέτο που προτείνει ο ΟΟΣΑ προβλέπει, μεταξύ άλλων, τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους (δηλαδή των φόρων και ασφαλιστικών εισφορών) κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες, την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων στο 4% του ΑΕΠ από 3% το 2021, την ενίσχυση των πολιτικών κοινωνικής προστασίας για τη μείωση των ανισοτήτων, τη βελτίωση της αποδοτικότητας της δημόσιας διοίκησης και της δικαιοσύνης και την αύξηση των δαπανών για ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, ώστε να αυξηθεί το ποσοστό απασχόλησης.

Ο ΟΟΣΑ τονίζει ότι η αβεβαιότητα για τις βραχυπρόθεσμες προβλέψεις είναι πολύ μεγάλη λόγω της COVID-19 και αναφέρεται σε αυτές που είχε κάνει τον Ιούνιο (στο πλαίσιο του Economic Outlook) για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με τις οποίες θα υπάρξει φέτος ύφεση 8% και το 2020 ανάπτυξη 4,5% στην περίπτωση που δεν υπάρξουν νέες εξάρσεις του κορονοϊού. Στο σενάριο που θα υπάρξει και δεύτερη έξαρση αργότερα φέτος, προβλέπει ύφεση 9,8% φέτος και ανάπτυξη 2,3% το 2021.

Τα βασικά μηνύματα της έκθεσης, όπως αναφέρει ο ΟΟΣΑ, είναι τα εξής
• Η συνέχιση της προόδου που έχει γίνει όσον αφορά τη φορολογική συμμόρφωση και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης θα επιτρέψει τη μείωση των υψηλών φορολογικών συντελεστών με παράλληλη συνέχιση της επίτευξης των μακροπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων. Η επισκόπηση των δημοσίων δαπανών θα επιτρέψει την ανακατανομή τους υπέρ των επενδύσεων και των κοινωνικών προγραμμάτων.

• Η επιτάχυνση της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών αποτελεί προαπαιτούμενο για μια βιώσιμη ανάκαμψη των επενδύσεων. Περαιτέρω πρόοδος για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και την αύξηση της αποδοτικότητας της δημόσιας διοίκησης (περιλαμβανομένου του δικαστικού συστήματος) είναι κρίσιμης σημασίας για τη μείωση του κόστους και των αβεβαιοτήτων για την υλοποίηση επενδύσεων στην Ελλάδα. Ο στόχος αυτός, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, απαιτεί τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, τη βελτίωση της ποιότητας του ρυθμιστικού πλαισίου, την προώθηση του ανταγωνισμού, τη βελτίωση των πολιτικών καινοτομίας και των φορολογικών κινήτρων για έρευνα και ανάπτυξη καθώς και το άνοιγμα των δημόσιων επιχειρήσεων σε ιδιωτικά κεφάλαια και διαχείριση.

• Η δημιουργία θέσεων εργασίας με καλύτερη ποιότητα και η αύξηση των μισθών απαιτούν την ενίσχυση των προγραμμάτων για την αγορά εργασίας και τη μείωση των ανισορροπιών μεταξύ των θέσεων εργασίας και των δεξιοτήτων που ζητούνται. Η αύξηση του ποσοστού απασχόλησης και η μείωση της ανεπίσημης εργασίας εξαρτώνται από τη μείωση του υψηλού μη μισθολογικού κόστους εργασίας, διασφαλίζοντας επίσης ότι οι μισθοί θα αυξάνονται αντίστοιχα με την παραγωγικότητα της εργασίας και θα αρθούν τα εμπόδια για την εργασία. Η περαιτέρω ενίσχυση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας και η καλύτερη στόχευση στους πιο ευάλωτους θα μειώσει τα ποσοστά φτώχειας μεταξύ των νέων και των ατόμων που είναι σε ηλικία που μπορούν να εργασθούν και θα προστατεύσει τους εργαζόμενους από εισοδηματικά σοκ.