Η απόφαση της ΕΚΤ να συνεχίσει τα σχέδια που είχε πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία ήταν πιο επιθετική από ό,τι αναμενόταν, όπως σημειώνει η Capital Economics η οποία πλέον αναμένει ότι το QE θα τελειώσει τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο, και εξακολουθεί να βλέπει ότι το επιτόκιο καταθέσεων θα αυξηθεί κατά 25 μονάδες βάσης φέτος και κατά 50 μονάδες βάσης περαιτέρω το 2023. Όμως οι πιθανότητες για δύο αυξήσεις φέτος είναι πολύ υψηλές, όπως επισημαίνει.
Στη δήλωση νομισματικής πολιτικής, η ΕΚΤ είπε ότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ήταν μια στιγμή ορόσημο για την Ευρώπη, αλλά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν απαιτεί μεγάλη αλλαγή στη νομισματική πολιτική. Πράγματι, η τράπεζα ανακοίνωσε επιτάχυνση του ρυθμού με τον οποίο θα μειώσει τις αγορές περιουσιακών στοιχείων, ενώ το guidance για τα επιτόκια είναι πλέον πιο ανοιχτό, χωρίς ωστόσο να ακυρώνει την πιθανότητα σύσφιξης από φέτος.
Υπήρξαν δύο σημαντικές αλλαγές στη δήλωση πολιτικής, σε σύγκριση με τον Φεβρουάριο. Η πιο σημαντική, σύμφωνα με την Capital Economics, είναι η απόφαση να επιταχυνθεί ο ρυθμός με τον οποίο η ΕΚΤ μειώνει τις αγορές περιουσιακών στοιχείων. Πλέον θα μειώσει τις καθαρές αγορές της από 40 δισ. ευρώ τον Απρίλιο σε 20 δισ. ευρώ τον Ιούνιο, αντί να μειώσει σταδιακά στα 20 δισ. ευρώ τον Οκτώβριο. Επίσης, θα τερματίσει πλήρως τις καθαρές αγορές το τρίτο τρίμηνο, υπό την προϋπόθεση ότι «τα εισερχόμενα στοιχεία υποστηρίζουν την προσδοκία ότι οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό δεν θα εξασθενήσουν».
Η δεύτερη αλλαγή είναι ότι η ΕΚΤ έχει αποσυνδέσει το χρονοδιάγραμμα της πρώτης αύξησης των επιτοκίων από το τέλος των καθαρών αγορών περιουσιακών στοιχείων. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής σχεδιάζουν τώρα να αυξήσουν τα επιτόκια «κάποια στιγμή μετά» (και όχι «αμέσως» μετά το τέλος των καθαρών αγορών περιουσιακών στοιχείων. Έτσι, μπορεί να υπάρχει μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ του τερματισμού του QE και της πρώτης αύξησης των επιτοκίων, αλλά στην πράξη η Capital Economics δεν πιστεύει ότι η ΕΚΤ θα περιμένει πολύ. Εξάλλου, η μελλοντική πορεία των αυξήσεων των επιτοκίων θα εξαρτηθεί από την πρόβλεψή της για τον πληθωρισμό, η οποία πλέον είναι λίγο πολύ σύμφωνη με τον στόχο για το 2024.
Ενώ η Λαγκάρντ υποστήριξε ότι η απόφαση δεν ισοδυναμούσε με αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής νωρίτερα, η πλειοψηφία των επενδυτών αλλά και η ίδια η Capital Economics δεν το βλέπει έτσι. Οι αποδόσεις των ομολόγων αυξήθηκαν απότομα όταν δημοσιοποιήθηκε η δήλωση και διατήρησαν αυτές τις αυξήσεις. Η απόδοση του 10ετούς ιταλικού ομολόγου εκτινάχθηκε κατά 20 μονάδες βάσης, στο 1,90% και παρέμεινε σε αυτό το επίπεδο. Το ευρώ επίσης ανέβηκε απότομα, αλλά, σε αντίθεση με τις αποδόσεις των ομολόγων, στη συνέχεια υποχώρησε, ίσως καθώς οι επενδυτές επικεντρώθηκαν περισσότερο στη δέσμευση αορίστου χρόνου σχετικά με τη διατήρηση των επιτοκίων στα τρέχοντα χαμηλά τους επίπεδα.
Εν τω μεταξύ, οι αναθεωρημένες προβλέψεις της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό και την αύξηση του ΑΕΠ φαίνονται αρκετά αισιόδοξες – ίσως επειδή βασίστηκαν εν μέρει στις τιμές της αγοράς στα τέλη Φεβρουαρίου και οριστικοποιήθηκαν την περασμένη εβδομάδα, πριν από την τελευταία αυστηροποίηση των κυρώσεων. Η πρόβλεψη ότι ο πληθωρισμός θα είναι κατά μέσο όρο 5,1% φέτος είναι χαμηλότερη από την πρόβλεψη της Capital Economics για 5,5% η οποία και είναι πιθανό να αναθεωρήσει ξανά τις προβλέψεις της λόγω της πιο πρόσφατης αύξησης των τιμών της ενέργειας, και πιστεύει ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει υψηλότερος το επόμενο έτος από ό,τι αναμένει η ΕΚΤ.
Η ΕΚΤ πιστεύει επίσης ότι οι οικονομικές συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία δεν θα εκτροχιάσουν την ανάκαμψη, όπως σημειώνει η Capital Economics. Η πρόβλεψή της για ετήσια αύξηση του ΑΕΠ κατά 3,7% φέτος είναι σχεδόν μια ποσοστιαία μονάδα πάνω από τις προβλέψεις του οίκου. Σε σύγκριση με τις προβλέψεις του Δεκεμβρίου, μείωσε τις τριμηνιαίες προβλέψεις ανάπτυξης κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες τα πρώτα τρία τρίμηνα του τρέχοντος έτους. Αυτό θα είναι ένα πολύ καλό αποτέλεσμα δεδομένων των αυξανόμενων στοιχείων ότι οι ελλείψεις εξαρτημάτων και πρώτων υλών, καθώς και οι αυξανόμενες τιμές της ενέργειας, πλήττουν έντονα μεγάλο μέρος του μεταποιητικού τομέα, όπως καταλήγει.