ΕΚΤ: Η πορεία του πληθωρισμού και οι αποφάσεις για τα επιτόκια

Οι αγορές και όσοι χαράσσουν τις πολιτικές δανεισμού των κρατών μελών της Ευρωζώνης σταθμίζουν το πότε και αν θα προχωρήσει η ΕΚΤ σε άνοδο των επιτοκίων και στον περιορισμό των προγραμμάτων ρευστότητας

Την ώρα που η πολίτες της ΕΕ και τα οικονομικά επιτελεία των κρατών μελών βλέπουν το σκληρό πρόσωπο του πληθωρισμού, που έχει φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ σε όλη την Ένωση βάζοντας «ψαλίδι» στα εισοδήματα, όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στις κινήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Οι αγορές και όσοι χαράσσουν τις πολιτικές δανεισμού των κρατών μελών της Ευρωζώνης σταθμίζουν το πότε και αν θα προχωρήσει η ΕΚΤ σε άνοδο των επιτοκίων και στον περιορισμό των προγραμμάτων ρευστότητας.

Ερώτημα η στάση της Λαγκάρντ

Ο πληθωρισμός κινείται σε επίπεδα ρεκόρ στην Ευρωζώνη, έχοντας φτάσει το 5% και τα εισοδήματα μειώνονται. Η συγκεκριμένη κατάσταση γεννά το ερώτημα για το αν η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, ίσως και από την άνοιξη, θα αλλάξει κατεύθυνση και θα «σφίξει» τα λουριά της νομισματικής πολιτικής. Μιλώντας, πάντως, στον ραδιοφωνικό σταθμό France Inter η Κριστίν Λαγκάρντ εξήγησε ότι «ο πληθωρισμός θα «σταθεροποιηθεί και θα μειωθεί σταδιακά κατά το 2022».

Η ίδια εξήγησε ότι η αποκλιμάκωση θα είναι μικρότερη από ό,τι είχε προβλεφθεί, ωστόσο προβλέπεται πτώση το 2023 και το 2024. «Οι τιμές της ενέργειας δεν πρόκειται να συνεχίσουν να αυξάνονται επ’ αόριστον και τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα θα υποχωρήσουν τελικά», συμπλήρωσε.

Σε ερώτηση για το τι πρέπει να γίνει για να αποσυμπιεστούν οι τιμές, η Κριστίν Λαγκάρντ τόνισε ότι λόγω διαφορετικής οικονομικής κατάστασης η ΕΚΤ δεν χρειάζεται να ενεργήσει τόσο τολμηρά και δραστικά όσο η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ.

Όσα είπε η επικεφαλής της ΕΚΤ είναι θετικά για κράτη όπως η Ελλάδα, που αντιμετωπίζει μεγάλες «προκλήσεις» στις αγορές, με τα κόστη δανεισμού να ανεβαίνουν.

Οι τάσεις στην ΕΚΤ

Τα χαμηλά επιτόκια αλλά και η συνέχιση των προγραμμάτων ρευστότητας της ΕΚΤ, παρά το γεγονός ότι το χρέος «πληθωρίζεται», είναι ιδιαίτερα σημαντικά για να συγκρατηθεί το κόστος χρήματος. Αυτό το στοιχείο είναι απαραίτητο για μία οικονομία όπως αυτή της Ελλάδας που χρειάζεται ρευστότητα για να καλύψει το έδαφος που χάθηκε.

Ωστόσο, μέσα στην ΕΚΤ υπάρχουν και αυτοί που ζητούν να ανέβουν τα επιτόκια και να μειωθεί η ρευστότητα. Εκτιμήσεις των αναλυτών λένε ότι δε θα λείψουν δύο μετριοπαθείς αυξήσεις των ευρωπαϊκών επιτοκίων έως τα τέλη του 2022. Είναι ξεκάθαρο ότι η επικεφαλής της ΕΚΤ δεν θεωρεί αυτή την στιγμή ότι πρέπει να προχωρήσει σε αλλαγή πολιτικής και στα επιτόκια και στις αγορές ομολόγων, για το μεγαλύτερο μέρος του έτους. Την ίδια ώρα δεν περνούν αδιάφορες οι πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία αλλά και τη Γαλλία όπου οι εκλογές πλησιάζουν.

Σε ότι αφορά την πολιτική επιτοκίων στην Ευρωζώνη η Κρ. Λαγκάρντ δήλωσε ότι «ο κύκλος της οικονομικής ανάκαμψης στις ΗΠΑ είναι μια φάση πιο μπροστά από αυτόν στην Ευρώπη. Έχουμε λοιπόν κάθε λόγο να μην ενεργούμε τόσο γρήγορα και τόσο δραστικά, όσο μπορεί κανείς να φανταστεί ότι θα έκανε η Fed».

Η ίδια πρόσθεσε ότι ο πληθωρισμός ήταν υψηλότερος στις ΗΠΑ και άρα οδήγησε στην αντίδραση της Fed σημειώνοντας ότι «αρχίσαμε να αντιδρούμε και προφανώς είμαστε έτοιμοι, να αντιδράσουμε με μέτρα νομισματικής πολιτικής, εάν το απαιτούν τα στοιχεία, τα δεδομένα, τα γεγονότα».

«Εάν οι αποδόσεις αυξηθούν ξανά, αυτό σημαίνει ότι τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας βελτιώνονται», είπε στη συνέντευξη, η Λαγκάρντ σχολιάζοντας τις πρόσφατες τάσεις στις αποδόσεις της ευρωζώνης καθώς το 10ετές ομόλογο της Γερμανίας, που θεωρείται το κύριο σημείο αναφοράς για τον δανεισμό όλων των κρατών μελών της Ευρωζώνης και όχι μόνο, ανέβηκε πάνω από το 0% για πρώτη φορά από το 2019.

Στο αυτό το πλαίσιο το ενδιαφέρον εστιάζεται, πέρα από τις δημόσιες δηλώσεις της διοίκησης της ΕΚΤ στο τι αποφάσεις θα ληφθούν στις 16 Μαρτίου σε σχέση κύρια τα προγράμματα παροχής ρευστότητας. Δηλαδή, με την περίοδο ισχύος του προγράμματος επανεπένδυσης του χαρτοφυλακίου του PEPP το οποίο έως το τέλος Μαρτίου θα βρίσκεται περίπου στα 1,750 τρισ. ευρώ αλλά και τις εύρος του τακτικού προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού (APP).