Η οικονομική κρίση και τα μνημόνια έφεραν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση πολλά νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Από 1 εκατ. οφειλέτες που χρωστούσαν στην Εφορία ποσά συνολικού ύψους 32,4 δισ. ευρώ το 2009, αυτά σήμερα έφθασαν στο αστρονομικό ποσό των 109 δισ. ευρώ, ενώ οι οφειλέτες τετραπλασιάστηκαν.
Ποιο ποσό θεωρείται ανεπίδεκτο είσπραξης
Από το ποσό αυτό ήδη τα 25 δισ. ευρώ θεωρούνται ανεπίδεκτα είσπραξης, ενώ τα υπόλοιπα 85 δισ. ευρώ είναι εξαιρετικά δύσκολο να εισπραχθούν. Μάλιστα,οι ειδικοί αναφέρουν ότι από το ποσό αυτό μπορούν να εισπραχθεί το 10-15% που μεταφράζεται σε 8,5 έως 13 δισ. ευρώ. Στα χρέη της Εφορίας υπάρχουν επιχειρήσεις φαντάσματα μίας άλλης εποχής, πρόστιμα ύψους 5 δισ. ευρώ που είχε επιβληθεί σε χρηματιστηριακή εταιρεία (έχει φθάσει με τις προσαυξήσεις στο ποσό αυτό), εταιρείες μαϊμού με χρέη στο δημόσιο, αδύναμοι οφειλέτες και αποθανόντες.
Πλέον, η φορολογική διοίκηση έχει ξεκινήσει έναν αγώνα (καθώς υπάρχει και ο φόβος των ευθυνών) να ξεχωρίσει την «ήρα από τα στάρι» προκειμένου μετά να συνεχίσει με κατασχέσεις σε όσους πραγματικά έχουν περιουσιακά στοιχεία και αποφεύγουν να πληρώσουν το ελληνικό Δημόσιο.
Οι οφειλέτες με ληξιπρόθεσμες οφειλές περνούν αυτό το διάστημα από εξονυχιστικούς ελέγχους και για όσους δεν εντοπιστούν περιουσιακά στοιχεία, αποδοχές κ.λ.π., η Εφορία θα σταματήσει να τους κυνηγάει και τα χρέη τους θα καταχωρηθούν στο ειδικό βιβλίο των ανεπίδεκτων είσπραξης και υπό προϋποθέσεις θα διαγραφούν μετά όμως την πάροδο δεκαετίας.
Πώς όμως χαρακτηρίζονται οι οφειλές ανεπίδεκτες είσπραξης;
Σύμφωνα με την Εφορία, θα πρέπει:
- Να έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες με βάση τα εκάστοτε πρόσφορα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα της Φορολογικής Διοίκησης και από τις έρευνες αυτές να μην έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων, ή διαπιστώθηκε η καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων που δεν υπόκεινται σε ακύρωση ή σε διάρρηξη κατά τα άρθρα 939 και επόμενα του Αστικού Κώδικα και ειδικότερα διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών, ακινήτων ή απαιτήσεων κατά των ανωτέρω ευθυνόμενων προσώπων με επίσπευση του Δημοσίου ή τρίτων ή από τον εκκαθαριστή στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης και η παύση των εργασιών της πτώχευσης, εφόσον έχει λάβει χώρα κήρυξη των ευθυνόμενων προσώπων σε πτώχευση, η οποία δεν έχει περατωθεί.
- Να έχει υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης σε όσες περιπτώσεις συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις ή να μην είναι δυνατή η υποβολή αυτής.
- Να έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά οριζόμενο ελεγκτή της αρμόδιας υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης, ο οποίος πιστοποιεί, με βάση ειδικά αιτιολογημένη έκθεση ελέγχου, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των προηγούμενων περιπτώσεων και ότι είναι αντικειμενικά αδύνατη η είσπραξη των οφειλών από τον οφειλέτη και τα συνυπόχρεα πρόσωπα.
Από την ημερομηνία καταχώρισης της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης και για χρονικό διάστημα 10 ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώριση, επέρχονται οι ακόλουθες συνέπειες:
- αναστέλλεται αυτοδίκαια η παραγραφή της οφειλής,
- δεν χορηγείται στον οφειλέτη και σε όλα τα συνυπόχρεα πρόσωπα, αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για οποιαδήποτε αιτία, παρά μόνο εφόσον πρόκειται για είσπραξη χρημάτων που θα διατεθούν για την ικανοποίηση του Δημοσίου,
- δεν χορηγείται στον οφειλέτη και σε όλα τα συνυπόχρεα πρόσωπα, άλλο πιστοποιητικό για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων,
- δεσμεύονται στο σύνολό τους οι τραπεζικοί και επενδυτικοί λογαριασμοί και το περιεχόμενο των θυρίδων σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα των παραπάνω προσώπων.
Το Δημόσιο διατηρεί, το δικαίωμα λήψης όλων των προβλεπόμενων αναγκαστικών ή μη μέτρων και διενέργειας συμψηφισμού σε περίπτωση διαπίστωσης ύπαρξης περιουσιακών στοιχείων και μετά την καταχώριση της οφειλής στο ειδικό βιβλίο ανεπίδεκτων είσπραξης, ενώ διαγράφεται από το βιβλίο αυτό και επαναχαρακτηρίζεται ως εισπράξιμη, εάν πριν από την παραγραφή της διαπιστωθεί ότι υπάρχει ή αποκτήθηκε από τον οφειλέτη ή συνυπόχρεο πρόσωπο περιουσιακό στοιχείο που καθιστά δυνατή τη μερική ή ολική εξόφληση της οφειλής.
Σημειώνεται ότι οφειλή που έχει καταχωρισθεί στο ειδικό βιβλίο ανεπίδεκτων είσπραξης, διαγράφεται από το βιβλίο αυτό και επαναχαρακτηρίζεται ως εισπράξιμη, εάν πριν από την παραγραφή της διαπιστωθεί ότι υπάρχει ή αποκτήθηκε από τον οφειλέτη ή συνυπόχρεο πρόσωπο περιουσιακό στοιχείο που καθιστά δυνατή τη μερική ή ολική εξόφληση της οφειλής.