Pfizer – Θεσσαλονίκη: 7.500 αιτήσεις για 250 θέσεις εργασίας

Στους 600 έφτασαν οι απασχολούμενοι στη Θεσσαλονίκη από την εταιρεία Pfizer

Στους 600 έφτασαν οι απασχολούμενοι στη Θεσσαλονίκη από την εταιρεία Pfizer.

 

 

Από αυτούς, οι 350 απασχολούνται στο Κέντρο Ψηφιακής Καινοτομίας που δημιούργησε η αμερικανική φαρμακευτική εταιρεία.

Οι υπόλοιποι 250 απασχολούνται στο Κέντρο Διοικητικής Υποστήριξης (Global Business Services, GBS) που δημιούργησε η Pfizer επίσης στη Θεσσαλονίκη.

Το Κέντρο Ψηφιακής Καινοτομίας (Center for Digital Innovation, CDI), σύμφωνα με τα στελέχη της Pfizer, έχει εν πολλοίς στελεχωθεί και δεν θα αυξήσει περαιτέρω το ανθρώπινο δυναμικό. Αντίθετα το Κέντρο Διοικητικής Υποστήριξης (GBS) αναμένεται να συνεχίσει να προσλαμβάνει και μέχρι τέλος του 2022, θα φτάσει τους 310 απασχολούμενους. Mε τον τρόπο αυτό η Pfizer συνολικά στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένου δηλαδή της θυγατρικής της στην Αθήνα, θα απασχολεί στο τέλος του 2022, περίπου 870 εργαζόμενους.

Η περαιτέρω ανάπτυξη του κέντρου GBS στην Θεσσαλονίκη, θα προέλθει από την προσθήκη νέων αγορών που θα υποστηρίξει διοικητικά το κέντρο αυτό. Σήμερα, όπως είπε ο επικεφαλής του κέντρου, Kyric Tucker, υποστηρίζονται 50 αγορές (χώρες) που δραστηριοποιείται η Pfizer στην Ευρώπη, την Μέση Ανατολή και την Αφρική (EMEA). Στο μέλλον θα προστεθούν και νέες αγορές και καθώς θα αυξάνει ο όγκος εργασίας θα προστίθεται νέο προσωπικό.

Ωστόσο, ενδιαφέρον έχουν τα στοιχεία που έδωσε ο κ. Tucker στην τοποθέτησή του στο Ελληνοαμερικανικό Επιμελητήριο για την στελέχωση του κέντρου GBS. Μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο, προστέθηκαν 250 εργαζόμενοι, αφού τον Δεκέμβριο του 2020, δεν υπήρχε ούτε ένας εργαζόμενος. Για την πρόσληψη των 250 κατατέθηκαν πάνω από 7.500 αιτήσεις/βιογραφικά, δηλαδή κατά μέσο όρο 30 βιογραφικά για κάθε μία θέση εργασίας.

Από τα 250 άτομα που απασχολούνται σήμερα στο κέντρο GBS, το 90% των απασχολουμένων αποτέλεσαν νέες προσλήψεις για την αμερικανική εταιρεία.

Το υπόλοιπο 10% ήταν μετακινήσεις (αποσπάσεις) εργαζομένων της Pfizer από άλλες περιοχές του κόσμου.

Το 75% είναι Έλληνες

Επίσης, από τους απασχολούμενους, το 75% είναι Έλληνες. Από τις τάξεις των Ελλήνων απασχολούμενων, το 80% προέρχεται από τη Βόρειο Ελλάδα ενώ το 60% από την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης. Το πιο σημαντικό, όπως ανέφερε ο κ. Tucker είναι ότι το 14% των Ελλήνων που προσλήφθηκαν, αποτελούν Έλληνες του εξωτερικού που επέστρεψαν πίσω στην Ελλάδα (brain regain).

Αναφορικά με τα προσόντα των προσληφθέντων, το 90% διαθέτει πρώτο πτυχίο (bachelor) και το 60% να διαθέτει πτυχίο Master of Science (MSc). Μόνο το 40% των απασχολουμένων είναι άνδρες με τις γυναίκες να κυριαρχούν στο 60%. Τέλος ο μέσος όρος ηλικίας είναι 34 ετών.

Το νέο κέντρο BSG που λειτούργησε πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη, είναι το τελευταίο κέντρο που δημιούργησε η Pfizer. Η εταιρεία διαθέτει άλλα πέντε τέτοια κέντρα διοικητικής υποστήριξης της λειτουργίας της, τα οποία απασχολούν συνολικά 3.000 άτομα. Ειδικότερα υπάρχουν δύο κέντρα BSG στις ΗΠΑ, στη Φλόριντα (Tampa) και το Τεννεσί (Mephis), ένα στην Κίνα (Dalian), ένα στην Ιρλανδία (Δουβλίνο) και ένα στην Κόστα Ρίκα (San Jose). Το έκτο και τελευταίο κατά σειρά δημιουργήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Το κέντρο αυτό θα εστιαστεί στην παροχή οικονομικών υπηρεσιών, διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού, προμηθειών και προγραμματισμού για τις 50 χώρες της ΕΜΕΑ που έχει δραστηριότητες η Pfizer.

Τόσο ο κ. Τucker, όσο και ο κ. Nico Gariboldi, επικεφαλής του κέντρου CDI, σημείωσαν πως το καλό ανθρώπινο δυναμικό της συμπρωτεύουσας, αλλά και η καλή συνεργασία με τις αρχές της χώρας, ήταν οι βασικοί λόγοι για τους οποίους η Pfizer επέλεξε τη Θεσσαλονίκη για τη δημιουργία των δύο αυτών κέντρων.

Ο κ. Gariboldi χαρακτήρισε το κέντρο CDI στη Θεσσαλονίκη, το μοναδικό διεθνώς της Pfizer που στόχο έχει τη ψηφιακή καινοτομία. Έχει αναγνωριστεί ως κέντρο έρευνας και ανάπτυξης, ειδικά των ψηφιακών τεχνολογιών εκείνων που θα προάγουν την φαρμακευτική έρευνα και την ιατρική διάγνωση. Σημαντικό ρόλο προς την κατεύθυνση αυτή θα διαδραματίσει η ψηφιακή υποστήριξη που θα παρέχει σε κλινικές δοκιμές, έτσι ώστε να γίνεται ταχύτερη η φαρμακευτική έρευνα και ανάπτυξη και η μείωση του χρόνου έλευσης νέων φαρμάκων και διαγνωστικών προϊόντων.

Πηγή: powergame.gr