Ενώ ωριμάζει σταδιακά η ιδέα της αναδίπλωσης των προγραμμάτων αγοράς ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed), σενάρια ήδη κυκλοφορούν για τη χρονική στιγμή που θα αποφασιστεί μια αύξηση των επιτοκίων και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Και τα δυο σκέλη της νομισματικής πολιτικής -αγορές ομολόγων και αύξηση των επιτοκίων- είναι βέβαια αλληλένδετα. Εξαρτώνται επίσης από την εξέλιξη της πανδημίας της νόσου Covid-19 αλλά και την πορεία του πληθωρισμού που κινείται σε υψηλότερα επίπεδα στις ΗΠΑ από ό,τι στην Ευρωζώνη.
Αυτός είναι ο λόγος, εξάλλου, που προβλέπεται πως η Fed θα τερματίσει νωρίτερα το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, με την Berenberg Bank να εικάζει πως η αυλαία θα πέσει το αργότερο στα μέσα του 2022. Έπειτα αναμένεται να ακολουθήσουν τρεις αυξήσεις στο κόστος δανεισμού, καθεμία κατά 25 μονάδες βάσης, στο διάστημα από Ιούνιο έως Δεκέμβριο του επόμενου έτους. Η ΕΚΤ, τονίζει η γερμανική τράπεζα, μάλλον θα ακολουθήσει τα χνάρια της Fed μετά από έναν χρόνο, με τις πρώτες αυξήσεις των επιτοκίων της τάξεως των 25 μονάδων βάσης να λαμβάνουν χώρα τον Ιούνιο και τον Δεκέμβριο του 2023.
Άσος στο μανίκι της ΕΚΤ η ευελιξία στις αγορές ομολόγων
Επειδή οι πληθωριστικές πιέσεις στην Ευρωζώνη φαίνεται να είναι ηπιότερες, η ΕΚΤ ήδη εξετάζει διάφορους τρόπους για να διατηρήσει μια ευελιξία στις αγορές ομολόγων είτε αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο «επαναλειτουργίας» του έκτακτου προγράμματος ΡΕΡΡ μετά τη λήξη τον ερχόμενο Μάρτιο ή ακόμη παρατείνοντας το χρονικό διάστημα της επανεπένδυσης μετά την ωρίμανση των ομολόγων, όπως αναφέρει το πρακτορείο Bloomberg.
Σύμφωνα, πάντως, με τους υφιστάμενους κανόνες του ΡΕΡΡ, η επανεπένδυση των τίτλων που ωριμάζουν στο πλαίσιο του ΡΕΡΡ, συνολικού ύψους 1,85 τρισ. ευρώ, θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 2023. Μια ακόμη επιλογή που συζητείται στους κύκλους της ΕΚΤ είναι η επέκταση του ορίου των τοποθετήσεων στο πλαίσιο του μόνιμου προγράμματος ΑΡΡ.
Υπό συζήτηση είναι επίσης μια μεγαλύτερη «γεωγραφική» ευελιξία στις αγορές ομολόγων με γνώμονα συγκεκριμένα κράτη-μέλη ή ακόμα και η αύξηση των τοποθετήσεων στα ομόλογα της ΕΕ που θα εκδίδονται στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανασυγκρότησης.
Πάντως, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης δεν είναι πια τόσο συγχρονισμένες όσο ήταν στα προηγούμενα κύματα της πανδημίας. Η διαφορά ανάμεσα στο κόστος δανεισμού της Γερμανίας και της Ιταλίας έφθασε τις 173 μονάδες βάσης, αντανακλώντας τη μεγαλύτερη μέτρηση από πέρσι τον Νοέμβριο.
Οι παράμετροι των αγορών ομολόγων αναμένεται να προσδιοριστούν στη συνεδρίαση της 16ης Δεκεμβρίου. Ίσως να είναι μια από τις κρισιμότερες συνεδριάσεις της ΕΚΤ σχεδόν της τελευταίας διετίας καθώς η μετάλλαξη Όμικρον υπενθυμίζει πως η Ευρωζώνη μαζί με ολόκληρο τον κόσμο δεν έχουν ακόμη βγει από το τούνελ της πανδημίας. Οι αγορές αναμένουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα και ελπίζουν σε μια συνέχιση των μέτρων στήριξης, ιδιαίτερα εάν αναλογιστεί κανείς πως π.χ. η Ελλάδα δεν έχει ακόμη την επενδυτική βαθμίδα για να συμπεριληφθεί στο μόνιμο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) σύστησε στην ΕΚΤ προ ημερών να μην παρεκκλίνει από το μονοπάτι της υποστηρικτικής νομισματικής πολιτικής όσο η άνοδος των τιμών φαίνεται να είναι προσωρινή. Από την άλλη πλευρά, ο κεντρικός τραπεζίτης της Λετονίας και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ Μάρτινς Κάζακς δεν θεωρεί πως η προθεσμία του Μαρτίου για τον τερματισμό των αγορών από το ΡΕΡΡ θα πρέπει αναθεωρεί εκτός εάν είναι εξαιρετικά αρνητική η επίδραση της μετάλλαξης Όμικρον.
Άσος στο μανίκι της ΕΚΤ είναι η ευελιξία που διατηρεί στις αγορές ομολόγων. Το ζήτημα είναι πώς θα αξιοποιήσει τις επιλογές της. Όπως είχε δηλώσει στο Bloomberg ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ, πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ, τον περασμένο Σεπτέμβριο, «στις ΗΠΑ υπάρχει η δέσμευση για την αγορά ενός συγκεκριμένου ποσού ομολόγων κάθε μήνα. Το tapering έχει ένα ξεκάθαρο νόημα. Στην Ευρώπη υπάρχει ευελιξία».