Μια μεγάλη κυρία – σύμβολο του Δικαστικού χώρου, η οποία άνοιξε το δρόμο για την εισαγωγή των γυναικών στο συνδικαλισμό και έδωσε σκληρούς αγώνες για την αύξηση των γυναικών στις ανώτερες βαθμίδες της Δικαιοσύνης, η Σταυρούλα Βρυώνη-Κωνσταντινίδη, έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 85 ετών.
Ποια ήταν η Σταυρούλα Βρυώνη
Κόρη του εισαγγελέα της έδρας στην πολύκροτη υπόθεση Πολκ, Παναγιώτη Κωνσταντινίδη η μοναδική γυναίκα που κατείχε τη θέση της προέδρου εφετών, το 1998 και η δεύτερη γυναίκα μετά την Άννα Αθανασιάδου, που καταλάμβανε θέση στους ανώτατους βαθμούς της δικαστικής επετηρίδας, αλλά και η πρώτη γυναίκα-εφέτης, η οποία διετέλεσε αντιπρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, έδωσε σκληρούς αγώνες, για την ορθή λειτουργία της Δικαιοσύνης και την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έχοντας γεννηθεί το 1936 και ζήσει σε πολύ μικρή ηλικία τις τραυματικές εμπειρίες του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, συνειδητοποίησε την ανάγκη προσέγγισης των λαών με την άρση των συνόρων που τους χώριζαν, μεταξύ των οποίων ήταν και η διαφοροποίηση των δικαίων τους.
Η Σταυρούλα Βρυώνη-Κωνσταντινίδη, πρόεδρος εφετών επί τιμή, ήταν μόλις 12 χρονών, όταν ο πατέρας της, ως εισαγγελέας στην υπόθεση της δολοφονίας Πολκ, πρότεινε την ενοχή του κατηγορουμένου Γρηγόρη Στακτόπουλου, ο οποίος και καταδικάστηκε. Εβδομήντα ένα χρόνια μετά, η ώριμη και έμπειρη πια ως δικαστής η ίδια, σε μια συνέντευξη ποταμό, θα υπερασπιστεί με σθένος και ακράδαντα νομικά επιχειρήματα, την ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης! Συνειδητά επέλεξε την μελέτη του Συγκριτικού και του Ευρωπαϊκού Δικαίου μετά τις πανεπιστημιακές της σπουδές στην Αθήνα. Σπούδασε Συγκριτικό Δίκαιο στο Παρίσι από το έτος 1960 έως το 1964 με καθηγητές τον Rene David, Henri Battifol, Andre Tunc και άλλους και Ευρωπαϊκό Δίκαιο από το έτος 1977 έως το 1978 στο ίδιο πανεπιστήμιο με καθηγητές όπως ο Teitdgen, Lyon Cahn, Goldman κλπ.
Δεν έπαυσε να εργάζεται στο πνεύμα της διευρωπαϊκής συνεργασίας με σκοπό την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση από τα χρόνια των σπουδών της, είτε ως Δικηγόρος από το έτος 1965 είτε ως Δικαστής από το 1969. Μεταξύ των διαφόρων εργασιών της πρέπει να σημειώσουμε την διάλεξη που έδωσε το 1966 στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, στο πλαίσιο εκδήλωσης της «Ένωσης Ελληνίδων Επιστημόνων» με θέμα «τον προσωπικό θεσμό στο Ιδιωτικό Συγκριτικό Διεθνές Δίκαιο» (γάμος, διαζύγιο, υιοθεσία, διατροφή κλπ.), όπου υποστήριξε αντί του εφαρμοζομένου δικαίου της ιθαγένειας κάθε συζύγου (που ήταν παράγοντας απομακρύνσεως των συζύγων) να εφαρμόζεται το «αρμόζον» σε κάθε προσωπική σχέση δίκαιο (κάτι αντίστοιχο με ότι συνέβαινε στο ενοχικό δίκαιο), που θα ήταν παράγοντας διευκόλυνσης των διεθνικών γάμων και κατά συνέπεια προσέγγισης των λαών.
Το 1977 ως απεσταλμένη του ελληνικού κράτους με εργασία της στο πλαίσιο των παραδόσεων του καθηγητή Pontavice εισηγήθηκε σε εργασία της με θέμα «Η έννοια της δημόσιας τάξης ως εμποδίου στην ελευθέρα διακίνηση των εργαζομένων» την ανάγκη της απόλυτης στενής διασαφηνίσεως της έννοιας της δημόσιας τάξης από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ώστε να περιορισθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος του ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια στην ελευθέρα διακίνηση των εργαζομένων, που αποτελούσε σημαντικότατο βήμα προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Το 1980, μετά από επίσημη πρόσκληση, έδωσε διάλεξη στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης στο πλαίσιο των μαθημάτων του καθηγητή Simon Frederiq με θέμα «Γενικές Αρχές του ελληνικού Εμπορικού Δικαίου», με σκέψη το αναγκαίο της γνώσεως των δικαίων των ευρωπαϊκών λαών. Το 1983, στο πλαίσιο εκδήλωσης της «Ένωσης Ελληνίδων Νομικών» έδωσε διάλεξη με θέμα τον νέο νόμο για το οικογενειακό δίκαιο (1329/1983), με όλα τα στοιχεία του συγκριτικού δικαίου από τα οποία εμπνεύσθηκε ο νόμος και που ήταν βασικά ευρωπαϊκά. Η κατανόηση της νέας φυσιογνωμίας της Ελληνίδας γυναίκας, όπως διαγραφόταν στο νέο νόμο εδραίωνε την θέση της μεταξύ των Ευρωπαίων γυναικών και την φυσιογνωμία αυτή πρώτη έπρεπε να κατανοήσει η ίδια η Ελληνίδα. Την ανωτέρω διάλεξη είχε δώσει προηγουμένως στο Βαθύ και το Καρλόβασι Σάμου, όπου υπηρετούσε ως Πρόεδρος Πρωτοδικών. Το 1989 ως μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών οργάνωσε συνέδριο με την συνεργασία του Συμβουλίου Ευρώπης με θέμα «Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων», όπου υπεστήριξε την ανάγκη εμπέδωσης της γνώσης της τόσο σημαντικής αυτής σύμβασης ως παράγοντα ολοκλήρωσης της Ευρώπης στηριζομένης στις αρχές του δικαίου χωρίς τις οποίες δεν μπορεί να υπάρξει. Στα πλαίσια της Διεθνούς Ένωσης Δικαστών (UΙΜ), όπου εκπροσώπησε την Ένωση Δικαστών κατά τα έτη 1994-2001, εισηγήθηκε θέματα ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης ως καθοριστικού παράγοντα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (που μόνο στις αρχές κράτους Δικαίου μπορεί να στηρίζεται), αλλά και στενής συνεργασίας των κρατών-μελών στον τομέα της Δικαιοσύνης ως απολύτως αναγκαίας για την καταπολέμηση του διεθνικού εγκλήματος (τρομοκρατία, ναρκωτικά, όπλα κλπ.), ενόψει μάλιστα και των προβλημάτων που δημιουργεί η παγκοσμιοποίηση.
Αφού εκπροσώπησε την Ελλάδα ως εμπειρογνώμων στις σχετικές Επιτροπές του Συμβουλίου της Ευρώπης εισηγήθηκε στο ελληνικό Υπουργείο Δικαιοσύνης θέματα σχετικά με τη νομοθεσία του ξεπλύματος του βρώμικου χρήματος, διαφθοράς, προστασίας δικαιωμάτων ανηλίκων κλπ. Το 1999 σε εκδήλωσε του Δικηγορικού Συλλόγου Κοζάνης μίλησε για τον ρόλο των Διεθνών Οργανισμών στην γέννηση του Δικαίου και στην αναγκαιότητα της αναγνώρισης αυτού του ρόλου ως παράγοντα προσέγγισης των λαών των ευρωπαϊκών χωρών και ενδυνάμωσης της συνεργασίας τους. Τον ίδιο χρόνο σε εκδήλωση της Ένωσης Δικαστών μίλησε για τις νέες μορφές ενοχικών διεθνικών συμβάσεων (Franchising, Factoring, κλπ.) η γνώση της λειτουργίας των οποίων συμβάλλει στην οικονομική συνεργασία των κρατών. Τις πεποιθήσεις της περί αναγκαιότητος ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και συνεργασίας των δικαστών υπεστήριξε επί μακρά σειρά ετών (από το 1988) στα πλαίσια της Διεθνούς Ένωσης Δικαστών για την Δημοκρατία και τις Ελευθερίες (ΜΕDEL) ως μέλος και γενικός γραμματέας της Ελληνικής Ενώσεως Δικαστών για την Δημοκρατία και τις Ελευθερίες.
Τον Μάιο του 2001 σε εκδήλωση που διοργάνωσε η Ένωση Δικαστών σε συνεργασία με τους ΕΠΤΑ (για την καταπολέμηση της απάτης στον κυβερνοχώρο) υπεστήριξε την αναγκαιότητα της προσεκτικής νομοθετικής αλλά και τεχνολογικής θωράκισης της χρήσεως των Η/Υ για την καταπολέμηση του διεθνικού εγκλήματος, απαραίτητης για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Τον Σεπτέμβριο του 2000 εκπροσωπώντας την Ελλάδα στο συνέδριο που διοργάνωσαν Αυστριακοί Δικαστές στην Βιέννη για την καταπολέμηση του διεθνικού εγκλήματος και την λειτουργία της EUROJUSTICE υποστήριξε «ναι» μεν στην αποτελεσματική δίωξη και στην αποτελεσματική οργάνωση της τελευταίας αλλά με ιδιαίτερη προσοχή στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δια της ενδυναμώσεως της δικαστικής προστασίας, ως μόνης ικανής να αποτρέψει επικίνδυνες αυθαιρεσίες σε βάρος του πολίτη.