Πρόσωπο με πρόσωπο με τον άνθρωπο που πριν από 3 χρόνια δολοφόνησε εν ψυχρώ τη μητέρα τους βρέθηκαν χθες οι δύο κόρες της 45χρονης νοσηλεύτριας Βάιας Γκανιά.
Απέναντί τους, στο εδώλιο του Εφετείου της Λάρισας, καθόταν ο πατέρας τους Κώστας Μπούκας, 55 ετών, που το 2018, ανήμερα της γιορτής του, κατακρεούργησε στο Μεγαλοχώρι Τρικάλων την εν διαστάσει σύζυγό του με 60 μαχαιριές. Το αποτρόπαιο μάλιστα έγκλημα είχε γίνει μπροστά στα μάτια δύο τετράχρονων παιδιών: του γιου και του εγγονιού τους.
Χθες, τα δύο κορίτσια, 24 και 17 ετών, μαζί με τη μητέρα της άτυχης γυναίκας βρέθηκαν στο Εφετείο, ωστόσο η δίκη αναβλήθηκε για τις 21 Ιουνίου 2022. Όπως είπαν οι κόρες του, από τα χείλη του δράστη δεν άκουσαν ποτέ τη λέξη «συγγνώμη». Ούτε καν από τους γονείς του.
Η άγρια δολοφονία της Βάιας Γκανιά, μιας δραστήριας γυναίκας 3 παιδιών, είχε συγκλονίσει ολόκληρη την Ελλάδα. Η γυναίκα που στα 16 της κλέφτηκε με τον 21χρονο τότε Μπούκα, μία εβδομάδα πριν πέσει νεκρή είχε κάνει ασφαλιστικά μέτρα σε βάρος του λόγω λεκτικής βίας και σωματικής κακοποίησης.
«Φοβάμαι για τη ζωή μου, καθώς ο άντρας μου απειλεί ότι θα με σκοτώσει» είχε πει. Στις 21 Μαΐου 2018, ο 52χρονος τότε σύζυγός της είχε πάει στο σπίτι της προσπαθώντας να την πείσει να αποσύρει την αίτηση των ασφαλιστικών που επρόκειτο να συζητηθεί την επόμενη ημέρα. Ο έντονος διαπληκτισμός μεταξύ του ζευγαριού είχε τραγική κατάληξη. Ο δράστης συνελήφθη αμέσως και ομολόγησε την πράξη του αποδίδοντας τη μανία του στη ζήλια προς τη γυναίκα του η οποία του είχε ζητήσει διαζύγιο.
«Ζήλευα τη γυναίκα μου. Την είχα προειδοποιήσει αρκετές φορές ότι θα τη σκοτώσω. Μετάνιωσα γι’ αυτό που έκανα μόνο για τα παιδιά μου. Με προβληματίζει τι γνώμη θα σχηματίσουν τα παιδιά μου για εμένα. Ήξερα ότι ήταν στο διπλανό δωμάτιο τα παιδιά, αλλά δεν ξέρω εάν αντιλήφθηκαν την πράξη μου. Με μείωσε ως άτομο και ως οικογενειάρχη. Θόλωσα. Σκοτείνιασα. Δεν κατάλαβα τίποτα… Χάθηκα» είχε πει στις Αρχές ο δράστης.
Στη συνέχεια απέδωσε τη δολοφονία στο ότι η 45χρονη είχε εξωσυζυγική σχέση, ισχυρισμό που υιοθέτησε και ο πατέρας του, σπιλώνοντας τη μνήμη της άτυχης μητέρας. Ισχυρίστηκε ότι το θύμα απατούσε το γιο του, παραβλέποντας βέβαια το γεγονός ότι ο γιος του είχε αποκτήσει παιδί εκτός γάμου με άλλη γυναίκα, η οποία, μάλιστα, μετά τη δολοφονία είχε παρουσιαστεί στα δικαστήρια των Τρικάλων για να του συμπαρασταθεί. Κατηγορήθηκε για ανθρωποκτονία από πρόθεση με ιδιαζόντως απεχθή τρόπο.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της απολογίας του, δακρυσμένος και ξεσπώντας σε λυγμούς, σημείωνε πόσο αγαπούσε τη γυναίκα του, ενώ απαντώντας σε ερωτήσεις της προέδρου απέδωσε σε ψέματα τα όσα ειπώθηκαν, ότι δηλαδή βιαιοπραγούσε σε βάρος της γυναίκας του και των παιδιών του. Περιέγραψε τη σχέση του ως «ήρεμη» αποδίδοντας επίσης σε ψέματα τα λεγόμενα δύο γειτόνων, ενώ απέδωσε στην άτυχη νοσοκόμα «τους καβγάδες που τους δημιουργούσε η ίδια για να φθάσει στο διαζύγιο».
Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Η υπεράσπιση είχε ζητήσει την αναγνώριση των ελαφρυντικών του πρότερου έντιμου βίου, της «προηγούμενης ανάρμοστης συμπεριφοράς της παθούσης» και της καλής διαγωγής του κρατουμένου στις φυλακές, αίτημα που ομόφωνα απορρίφθηκε από το Δικαστήριο με την εισαγγελέα της έδρας να τονίζει μάλιστα τον «ανέντιμο πρότερο βίο» του κατηγορουμένου με αφορμή περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας.