Οι επιχειρήσεις παγκοσμίως δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν στις εταιρικές αναφορές τους τις επιπτώσεις των κινδύνων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, και θα πρέπει να λάβουν επειγόντως μέτρα, προκειμένου να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις και τις προσδοκίες των ρυθμιστικών αρχών και των επενδυτών, σύμφωνα με την τελευταία έκδοση της παγκόσμιας έκθεσης της EY, Global Climate Risk Barometer.
Η έκθεση εξετάζει τις δημοσιοποιημένες αναφορές περισσότερων από 1.100 επιχειρήσεων σε 42 χώρες, με βάση τις συστάσεις της Ομάδας Εργασίας για τις Χρηματοοικονομικές Γνωστοποιήσεις σχετικά με το Κλίμα (Task Force on Climate-related Financial Disclosures – TCFD). Η TCFD δημιουργήθηκε για να βελτιώσει την ποιότητα και να αυξήσει τον αριθμό των χρηματοοικονομικών αναφορών που σχετίζονται με το κλίμα. Οι επιχειρήσεις αξιολογούνται για τον αριθμό των προτεινόμενων απαιτήσεων που δημοσιεύουν (κάλυψη) και την έκταση ή τη λεπτομέρεια κάθε γνωστοποίησης (ποιότητα).
Σύμφωνα με την έκθεση της EY, μόνο οι μισές εταιρείες που αξιολογήθηκαν παγκοσμίως (50%) πραγματοποιούν όλες τις προτεινόμενες γνωστοποιήσεις και έχουν, ως εκ τούτου, πλήρη κάλυψη, ενώ η μέση κάλυψη διαμορφώνεται στο 70%.
Ωστόσο, μόλις το 3% των επιχειρήσεων πληρούν τα υψηλότερα επίπεδα ποιότητας, ενώ η μέση βαθμολογία ποιότητας κυμαίνεται στο 42%.
Οι επιχειρήσεις μπορεί να επηρεαστούν από «κινδύνους μετάβασης», που απορρέουν από τις μεταβολές που επιφέρει η κλιματική αλλαγή στην οικονομία και στους κανονισμούς. Για παράδειγμα, συγκεκριμένοι κλάδοι μπορεί να επηρεάζονται από τις τιμές του άνθρακα ή από «φυσικούς κινδύνους», όπως οι συχνές καταιγίδες, ως άμεσες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Οι συστάσεις TCFD παρέχουν ένα πλαίσιο που οι επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιούν για την αναφορά αυτών των κινδύνων, και περιλαμβάνουν απαιτήσεις για πληροφόρηση σχετικά με τη διακυβέρνηση, τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη στρατηγική και στον σχεδιασμό της επιχείρησης, τη διαχείριση κινδύνων, τους δείκτες επίδοσης και τους στόχους.
Επιπρόσθετα, η έκθεση αποκαλύπτει ότι μόνο τα δύο πέμπτα (41%) των επιχειρήσεων δήλωσαν ότι πραγματοποίησαν ανάλυση κρίσιμων σεναρίων (crucial scenario analysis) – η οποία αποτελεί επίσης σύσταση της TCFD – για να εξετάσουν την πιθανή έκταση και τα χρονικά όρια συγκεκριμένων κινδύνων και να προετοιμαστούν για πιθανά αρνητικά αποτελέσματα. Παράλληλα, μόλις το 15% περιλαμβάνουν την κλιματική αλλαγή στις οικονομικές τους καταστάσεις – υποδηλώνοντας ότι δε διαθέτουν αξιόπιστα δεδομένα ή ότι δεν έχουν ακόμη προετοιμαστεί για τον πιθανό αντίκτυπο των κλιματικών κινδύνων στην κερδοφορία τους. Αυτή η χαμηλή διαθεσιμότητα εταιρικών αναφορών, αντιμετωπίστηκε με την πρόσφατη συμφωνία των G7, που καθορίζει τα βήματα για να καταστεί υποχρεωτική η υποβολή εκθέσεων για το κλίμα.
Η γνωστοποίηση στοιχείων για το κλίμα διαφοροποιείται σημαντικά ανά χώρα. Παρόλα αυτά, οι χώρες με τις καλύτερες και τις χειρότερες επιδόσεις δεν έχουν αλλάξει στα χρόνια που εκδίδεται η έκθεση της EY. Οι χώρες με ώριμες αγορές, όπου η Πολιτεία, οι μέτοχοι, οι επενδυτές και οι ρυθμιστικές αρχές συμμετέχουν ενεργά στον διάλογο σχετικά με τους κινδύνους που απορρέουν από την κλιματική αλλαγή, τείνουν να έχουν την υψηλότερη βαθμολογία. Επιπρόσθετα, οι χώρες στις οποίες πρόκειται να τεθούν σε ισχύ υποχρεωτικά μέτρα, όπως για παράδειγμα το Ηνωμένο Βασίλειο, συγκεντρώνουν υψηλή βαθμολογία ως προς την ποιότητα των αναφορών τους.
Η έκθεση της EY παραθέτει μια σειρά από βήματα που μπορούν να ακολουθήσουν οι επιχειρήσεις, για να διασφαλίσουν ότι πληρούν τις νέες απαιτήσεις γνωστοποίησης. Αυτά περιλαμβάνουν τη διασφάλιση ότι οι χρηματοοικονομικές αναφορές τους συνδέονται άμεσα με τους κινδύνους για το κλίμα και ότι ενσωματώνονται στα υπάρχοντα πλαίσια εταιρικών κινδύνων, αντί να αντιμετωπίζονται ως ξεχωριστό ζήτημα. Σύμφωνα με την έκθεση, είναι, επίσης, προτιμότερο να δημοσιεύονται προληπτικά και άμεσα οι γνωστοποιήσεις για τους κλιματικούς κινδύνους, έναντι της αναμονής για την εισαγωγή πιθανών αντίστοιχων παγκόσμιων προτύπων εταιρικών αναφορών.