Το ποσοστό του 40,6% αγγίζουν τα νοικοκυριά τα οποία έχουν στην ιδιοκτησία τους κάποια ακίνητη περιουσία εκτός της κύριας κατοικίας, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά των φτωχών και μη φτωχών νοικοκυριών εκτιμώνται σε 28,1% και 43,2%.
Σε ποσοστό 71,6% επίσης τα νοικοκυριά στην Ελλάδα δεν έχουν υποχρέωση εξόφλησης δανείων, με εξαίρεση τα ενυπόθηκα δάνεια για αγορά πρώτης κατοικίας, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την υπερχρέωση των νοικοκυριών.
Παράλληλα, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ποσοστό 36,9% των νοικοκυριών αποταμιεύει χρήματα, ενώ το 27% βρίσκεται σε ανάγκη να ξοδεύει από τις αποταμιεύσεις του.
Αναλυτικά τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η ΕΛΣΤΑΤ για την υπερχρέωση, την κατανάλωση και τον πλούτο των νοικοκυριών
Α. Υπερχρέωση των νοικοκυριών
Το 71,6% των νοικοκυριών δεν έχει υποχρέωση να εξοφλήσει κανένα δάνειο, εξαιρώντας τυχόν ενυπόθηκο δάνειο για την αγορά της κύριας κατοικίας, ενώ το 28,4% των νοικοκυριών έχει την υποχρέωση εξόφλησης ενός τουλάχιστον δανείου, εκ των οποίων το 20,1% ενός δανείου, το 6,4% δύο δανείων, το 1,6% τριών δανείων και το 0,3% τεσσάρων δανείων.
Το 16,1% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει την υποχρέωση εξόφλησης ενός (1) τουλάχιστον δανείου, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 30,9%.
Κύριο λόγο για τη λήψη δανείου αποτελεί η αγορά περιουσιακών στοιχείων (συμπεριλαμβανομένων των οικιακών επίπλων και συσκευών και της διακόσμησης εσωτερικών χώρων), εντός ή εκτός της χώρας διαμονής (55,1%), ακολουθούν η κάλυψη καθημερινών εξόδων διαβίωσης (45,8%), η εκπαίδευση (9,0%), η αγορά μεταφορικού μέσου (7,7%), οι διακοπές (6,9%), η ιατρική περίθαλψη (3,7%), το προσωπικό δάνειο για χρηματοδότηση ιδίας επιχείρησης (1,7%) και η αναχρηματοδότηση δανείων (1,4%).
Κύρια πηγή χρηματοδότησης των ανωτέρω δανείων των νοικοκυριών αποτελεί η Τράπεζα ή άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα (98,3%), και ακολουθούν η ιδιωτική πηγή (συγγενείς, φίλοι κ.λπ) σε ποσοστό 1,5% και άλλη πηγή 0,3%.
Το μέσο οφειλόμενο ποσό, συμπεριλαμβανομένων τόκων και κεφαλαίου, των δανείων των νοικοκυριών για όλα τα μέλη του, που πληρώθηκε τον περασμένο μήνα (με εξαίρεση τυχόν ενυπόθηκο δάνειο για την αγορά της κύριας κατοικίας) εκτιμάται σε 236,15 ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσό των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 175,48 ευρώ και των μη φτωχών νοικοκυριών σε 242,64 ευρώ.
Β. Κατανάλωση των νοικοκυριών
Το μέσο ποσό που ξόδεψαν τα νοικοκυριά τον περασμένο μήνα για τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά που καταναλώθηκαν/θα καταναλωθούν στο σπίτι εκτιμάται σε 295,82 ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσό των φτωχών νοικοκυριών σε 245,18 ευρώ και των μη φτωχών νοικοκυριών σε 306,22 ευρώ.
Το μέσο ποσό που ξόδεψαν τα νοικοκυριά τον περασμένο μήνα για κατανάλωση τροφίμων και ποτών εκτός σπιτιού εκτιμάται σε 120,46 ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσό των φτωχών νοικοκυριών σε 102,39 ευρώ και των μη φτωχών νοικοκυριών σε 123,63 ευρώ.
Το μέσο ποσό που ξόδεψαν τα νοικοκυριά για χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς τον περασμένο μήνα εκτιμάται σε 32,00 ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσό των φτωχών νοικοκυριών σε 31,00 ευρώ και των μη φτωχών νοικοκυριών σε 32,18 ευρώ.
Το μέσο ποσό που ξόδεψαν τα νοικοκυριά για χρήση ιδιωτικών μέσων μεταφοράς τον περασμένο μήνα εκτιμάται σε 150,36 ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσό των φτωχών νοικοκυριών σε 136,94 ευρώ και των μη φτωχών νοικοκυριών σε 152,47 ευρώ.
Γ. Πλούτος των νοικοκυριών
Στο τέλος ενός τυπικού (συνήθους) μήνα, τα νοικοκυριά αποταμιεύουν χρήματα σε ποσοστό 36,9%, ενώ το 27,0% βρίσκεται σε ανάγκη να ξοδεύει από τις αποταμιεύσεις του (είτε πρόκειται για καταθέσεις στην τράπεζα είτε για χρήματα που φυλάσσονται σπίτι), το 16,9% βρίσκεται σε ανάγκη δανεισμού από τρίτους και το 19,1% ούτε αποταμιεύει ούτε βρίσκεται σε ανάγκη εκταμίευσης ή δανεισμού. Τα αντίστοιχα ποσοστά των φτωχών νοικοκυριών εκτιμώνται σε 9,2%, 29,8%, 37,8% και 23,2%.
Στο ερώτημα για πόσο χρονικό διάστημα, θα ήταν δυνατό να διατηρήσει το νοικοκυριό το τρέχον βιοτικό του επίπεδο με τη χρήση αποκλειστικά και μόνο των αποταμιεύσεών του (σε τραπεζικούς λογαριασμούς ή στο σπίτι), το 32,9% των νοικοκυριών δήλωσε για λιγότερους από 3 μήνες, το 17,0% από 3 έως 6 μήνες, το 8,2% από 7 έως και 12 μήνες και το 5,9% για περισσότερους από 12 μήνες, ενώ το 36,0% δεν διέθετε αποταμιεύσεις. Τα αντίστοιχα ποσοστά των φτωχών νοικοκυριών εκτιμώνται σε 28,1%, 6,3%, 2,7%, 2,0% και 60,9%.
Η τρέχουσα αξία (τιμή πώλησης) της κύριας κατοικίας των νοικοκυριών, δηλαδή το ποσό που το νοικοκυριό θεωρεί ότι θα λάμβανε σε περίπτωση που πουλούσε την κύρια κατοικία του, εκτιμάται σε 104.005 ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσό των φτωχών νοικοκυριών σε 89.658 ευρώ και των μη φτωχών νοικοκυριών σε 106.810 ευρώ.
Το μέσο ποσό που απομένει για την αποπληρωμή του ενυπόθηκου δανείου της κύριας κατοικίας εκτιμάται σε 39.959 ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσό των φτωχών νοικοκυριών σε 29.570 ευρώ και των μη φτωχών νοικοκυριών σε 41.743 ευρώ.