Εξωσωματική Γονιμοποίηση: Προκαλούν καρκίνο τα φάρμακα για την υπογονιμότητα;

Χιλιάδες ζευγάρια αναρωτιούνται εάν οι θεραπείες για την υπογονιμότητα αυξάνουν τον κίνδυνο γυναικολογικών καρκίνων - Διαβάστε τι έδειξαν μεγάλες διεθνείς κλινικές μελέτες

Στο αγωνιώδες ερώτημα που διατυπώνουν πολλές γυναίκες «αν τα φάρμακα για την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή προκαλούν καρκινογένεση» απάντησαν κορυφαίοι επιστήμονες μέσω των διαλέξεων τους στο 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο με θέμα «Καρκίνος – Γονιμότητα & Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή. Μύθος και Πραγματικότητα», που πραγματοποιήθηκε στις 2-4 Δεκεμβρίου στην Αθήνα.

Σύμφωνα με επιδημιολογικά στοιχεία 1 στα 7 ζευγάρια παγκοσμίως αντιμετωπίζει προβλήματα υπογονιμότητας, με αποτέλεσμα να καθίσταται δύσκολη έως ανέφικτη η φυσική σύλληψη. Έτσι χιλιάδες ζευγάρια ετησίως καταφεύγουν σε μεθόδους Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής προκειμένου να αποκτήσουν απογόνους. Ενδεικτικά στην Ελλάδα σύμφωνα με στοιχεία που δόθηκαν από Μονάδες Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (ΜΙΥΑ) στην Εθνική Αρχή Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής τη διετία 2018-2019 καταγράφηκαν 10.000 γεννήσεις με υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Πρόκειται για ποσοστό περίπου 6% επί του συνόλου των γεννήσεων στη χώρα, κατά τη συγκεκριμένη διετία.

Ωστόσο μεταξύ των φόβων που διατυπώνουν πολλά ζευγάρια όταν πια καταλήγουν στην επιλογή της Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής προκειμένου να τεκνοποιήσουν, είναι αν φάρμακα, όπως η κιτρική κλομιφαίνη και οι γοναδοτροπίνες αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού, του ενδομητρίου ή των ωοθηκών.

Φάρμακα και εξωσωματική γονιμοποίηση: Μύθοι και Αλήθειες

Ο Κωνσταντίνος Νταφόπουλος, καθηγητής Μαιευτικής & Γυναικολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Διατήρησης Γονιμότητας στην ομιλία του με θέμα «Φάρμακα και εξωσωματική γονιμοποίηση: Μύθοι και Αλήθειες» παρουσιάζοντας μεταναλύσεις μελετών για το θέμα εξήγησε ότι «ένας κύκλος φαρμακευτικής διέγερσης των ωοθηκών για τη συλλογή ωαρίων για εξωσωματική γονιμοποίηση ισούται με δύο ετών φυσιολογικούς κύκλους. Αυτό από μόνο του αρκεί να δημιουργήσει τον φόβο σε πολλές γυναίκες ότι φάρμακα, όπως η κιτρική κλομιφαίνη και οι γοναδοτροπίνες, ίσως προκαλούν καρκινογένεση. Κατά το παρελθόν έχουν υπάρξει μελέτες που εντόπιζαν κάποια στοιχεία χωρίς όμως να φτάνουν σε καταληκτικά συμπεράσματα».

Ενδεικτικά μελέτη που είχε δημοσιευθεί το 1971 είχε υποστηρίζει ότι η ωοθυλακιορρηξία με τη φαρμακευτικούς παράγοντες ίσως αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου των ωοθηκών. Μια παλαιότερη έρευνα που είχε γίνει το 1944 σε πειραματόζωα είχε επίσης υπονοήσει ότι οι γοναδροτροπίνες ενδέχεται να αυξάνουν τον κίνδυνο για τον συγκεκριμένο τύπο γυναικολογικού καρκίνου.

«Μεγάλη ανασκόπηση στοιχείων που δημοσιεύθηκε το 2021 και αφορούσε 245.000 υπογόνιμες γυναίκες οι οποίες συγκρίθηκαν με 5,5 εκατομμύρια γυναίκες χωρίς προβλήματα γονιμότητας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα φάρμακα για την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή δεν αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου των ωοθηκών», σημείωσε ο κ. Νταφόπουλος.

Σε ανάλογη μελέτη για τη σχέση των φαρμάκων κατά της υπογονιμότητας με τον καρκίνο του ενδομητρίου – συγκρίθηκαν 165.000 υπογόνιμες γυναίκες με 3 εκατ. γυναίκες χωρίς προβλήματα γονιμότητας – διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχει αιτιολογική συσχέτιση. «Μια γυναίκα έχει 3% δια βίου κίνδυνο για καρκίνο του ενδομητρίου. Από τις μέχρι τώρα αναλύσεις δεν προκύπτει σχέση μεταξύ των φαρμάκων για την υπογονιμότητα και του αυξημένου κινδύνου εκδήλωσης αυτού του τύπου καρκίνου. Αντιθέτως, παράγοντες όπως η ατοκία, ο σακχαρώδης διαβήτης και το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών φαίνεται να αυξάνουν τον κίνδυνο καρκινογένεσης σε μια γυναίκα», σύμφωνα με τον καθηγητή Μαιευτικής & Γυναικολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Σε ότι αφορά δε τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό The Lancet και αφορούσε σε ανασκόπηση κλινικών δεδομένων της περιόδου 1989-2017 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα φάρμακα για την υπογονιμότητα μειώνουν κατά 30% τον κίνδυνο να νοσήσει μια γυναίκα. «Οι υπογόνιμες γυναίκες έχουν 41% αυξημένο κίνδυνο πρόωρου θανάτου, 33% μεγαλύτερες πιθανότητες καρκινικού θανάτου και 56% θανάτου από οποιαδήποτε αιτία. Ο κίνδυνος εξαλειφόταν αν πετύχαιναν κύηση έδειξε η έρευνα», ανέφερε ο κ. Κωνσταντίνος Νταφόπουλος.

Φάρμακα για την υπογονιμότητα και καρκίνος μαστού

Ο Ιπποκράτης Σαρρής, Σύμβουλος Αναπαραγωγικής Ιατρικής και Διευθυντής στο King’s Fertility του Νοσοκομείου του Βασιλικού Κολεγίου στο Λονδίνο στην ομιλία του με θέμα «Φάρμακα για την υπογονιμότητα και Καρκίνος Μαστού: Eπαγρύπνηση ή υπερβολική ανησυχία;» ξεκαθάρισε ότι «η έρευνα που κάναμε σε δείγμα 1,8 εκατ. γυναικών που είχαν υποβληθεί σε θεραπείες γονιμότητας – και είχαν τεθεί υπό ιατρική παρακολούθηση κατά μέσο όρο 27 χρόνια – δεν έδειξε καμιά αύξηση του κινδύνου εκδήλωσης καρκίνου του μαστού».

Η συγκεκριμένη μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Fertility and Sterility και πρόκειται για τη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα έρευνα που αξιολογεί τη χρήση φαρμάκων για την υπογονιμότητα και τον κίνδυνο καρκινογένεσης στις γυναίκες.

Ο Δρ Σαρρής και οι συνεργάτες του αξιολόγησαν κλινικά δεδομένα από μελέτες που είχαν γίνει από το 1990 έως τον Ιανουάριο του 2020. Στο δείγμα είχαν ενταχθεί γυναίκες κάθε αναπαραγωγικής ηλικίας και είχαν τεθεί υπό ιατρική παρακολούθηση μετά την υποβολή τους σε θεραπεία γονιμότητας. «Δεν προέκυψε καμιά σημαντική αύξηση του κινδύνου των γυναικών που είχαν υποβληθεί σε θεραπεία συγκριτικά με εκείνες που δεν είχαν κάνει θεραπεία, καθώς και των γυναικών που παρέμεναν υπογόνιμες», εξήγησε ο Σύμβουλος Αναπαραγωγικής Ιατρικής στο King’s Fertility του Λονδίνου.

Και πρόσθεσε πως «μέχρι πρότινος δεν ήταν σαφές εάν τα φάρμακα για την υπογονιμότητα σχετίζονται με την εμφάνιση του καρκίνου μαστού και πολλές γυναίκες μας εξέφραζαν την ανησυχία ότι ο καρκίνος μαστού τους έχει προκληθεί από τέτοια θεραπεία. Όμως από τις δημοσιευμένες μελέτες προκύπτει η διαβεβαίωση ότι τα φάρμακα για την υπογονιμότητα είναι απίθανο να αυξήσει τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού».

Εστιάζοντας στο ίδιο θέμα ο Κωνσταντίνος Πάντος, Μαιευτήρας-Γυναικολόγος, Γενικός Γραμματέας Ελληνικής Εταιρείας Αναπαραγωγικής Ιατρικής, επισήμανε ότι, «αν και η ορμονική θεραπεία στις γυναίκες είναι ακόμα υπό διερεύνηση ως προς τον μηχανισμό δράσης τους στην καρκινογένεση, εκείνο στο οποίο καταλήγουν οι περισσότερες από τις μεγάλες κλινικές μελέτες παγκοσμίως είναι ότι δεν φαίνεται επιδημιολογικά κάποια συσχέτιση με αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη γυναικολογικού ή και άλλων μορφών καρκίνου σε γυναίκες που λαμβάνουν φαρμακευτική θεραπεία για την υπογονιμότητά τους».

Και πρόσθεσε ότι «αποφεύγοντας την υπέρμετρη χρήση θεραπειών και τεχνολογιών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής αλλά πολύ δε περισσότερο ενημερώνοντας τις γυναίκες για την πρόληψη της γονιμότητάς τους όταν βρίσκονται στην νεαρή τους ηλικία, έτσι ώστε να συλλάβουν φυσιολογικά ή με τη ελάχιστη βοήθεια, δεν θα βρίσκονται αργότερα εγκλωβισμένες στην υπογονιμότητά τους, στις σκέψεις για ενδεχόμενο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου και στο ενοχικό κλίμα που συνειδησιακά διαμορφώνεται γύρω τους».

Αξίζει να σημειωθεί ότι, έρευνα που εκπονήθηκε το 2021 από την Ελληνική Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ιατρικής αποκαλύπτει σημαντικό έλλειμμα ενημέρωσης αναφορικά με τα θέματα γονιμότητας. Ενδεικτικά, 1 στους 3 ερωτηθέντες πιστεύει λανθασμένα ότι η γυναικεία γονιμότητα αρχίζει να μειώνεται συνήθως στην ηλικιακή φάση 46-55 ετών. Επίσης, σχεδόν 1 στους 2 δηλώνει ότι οι πιθανότητες εγκυμοσύνης στην ηλικία των 40 ετών κυμαίνονται από 30-50%.

«Μετά τα 40 έτη η πιθανότητα επίτευξης φυσικής σύλληψης σε κάθε κύκλο είναι σημαντικά μειωμένη σε ποσοστό που υπολογίζεται να είναι μικρότερο του 5% ανά μήνα. Επιπρόσθετα, και η επιτυχία της εξωσωματικής γονιμοποίησης μειώνεται σημαντικά μετά τα 40 έτη, με το ποσοστό επιτυχίας να είναι μικρότερο του 10%. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως οι μέθοδοι εξωσωματικής γονιμοποίησης δεν μπορούν να ξεπεράσουν όλα τα εμπόδια που θέτει η προχωρημένη αναπαραγωγική ηλικία. Τα εμπόδια αυτά σχετίζονται με μείωση του αριθμού και της ποιότητα των ωαρίων, αλλά και με σημαντική υποβάθμιση της ποιότητας και της γονιμοποιητικής ικανότητας του σπέρματος», υπενθύμισε ο κ. Πάντος.